Το «Staircase», μια νέα δραματική μίνι σειρά με πρωταγωνιστές τους Κόλιν Φερθ και Τόνι Κολέτ, έκανε πρεμιέρα στις 5 Μαΐου. Η ιστορία δεν είναι καινούργια αλλά ένα άλυτο μυστήριο που ακόμα και σήμερα απασχολεί όχι τόσο λόγω του τρόπου με τον οποίο διαπράχθηκε το έγκλημα αλλά λόγω του τρόπου λειτουργίας του αμερικανικού συστήματος Δικαιοσύνης.
Δεν είναι η πρώτη φορά που η ιστορία του θανάτου της Κάθλιν Πίτερσον μεταφέρεται στην οθόνη. Το 2018 το Netflix κυκλοφόρησε τη μίνι σειρά ντοκιμαντέρ «The Staircase», η οποία κάλυψε την πορεία της υπόθεσης από το 2001 έως το 2017.
Ο σκηνοθέτης Jean-Xavier de Lestrade γύρισε τη μίνι σειρά ως ντοκιμαντέρ και όχι ως φανταστική εκδοχή των γεγονότων. Τα γυρίσματα ξεκίνησαν μόλις ο Μάικλ Πίτερσον καταδικάστηκε, και ο πρώτος κύκλος ολοκληρώθηκε το 2005. Όμως τα νέα στοιχεία που ήρθαν στο φως το 2012-2013 κινητοποίησαν ξανά τα συνεργεία και τα γυρίσματα συνεχίστηκαν, αυτήν τη φορά έχοντας πρόσβαση στην ευρύτερη οικογένεια του Πίτερσον, στην αίθουσα του δικαστηρίου και στην ομάδα της υπεράσπισης.
Η σειρά ολοκληρώθηκε το 2017 και βασικός αφηγητής είναι ο πολύ πειστικός Μάικλ Πίτερσον που διχάζει το κοινό, υπερασπίζεται φανατικά την αθωότητά του και κανένας δεν ξέρει τελικά αν έχει διαπράξει το τέλειο έγκλημα ή αν η ζωή του καταστράφηκε εξαιτίας μιας σειράς συμπτώσεων.
Όσοι είδαμε το ντοκιμαντέρ του Netflix, που αποτελεί μία από τις υποδειγματικές σειρές αναπαράστασης μιας αληθινής ιστορίας εγκλήματος, δεν μπορέσαμε παρά να ακολουθήσουμε τον ρυθμό του, τη μία ανατροπή μετά την άλλη. Όσο προχωρούσε η υπόθεση, οι αμφιβολίες γίνονταν σχεδόν βάσιμες.
Μίλησα με ανθρώπους που έχουν δει τη σειρά, δεν είδα κανέναν να έχει καταλήξει σε ένα ασφαλές συμπέρασμα. Υπάρχουν φανατικοί υποστηρικτές του Πίτερσον, που τον βλέπουν ως το τέλειο θύμα, που η μυστική ζωή τον καταδίκασε, και άλλοι που πιστεύουν ότι είναι ένα από τα πιο χειριστικά άτομα που έχουν δει ποτέ, με μειλίχια όψη και φωνή που καταφέρνει να πείσει το περιβάλλον και τους οικείους του.
Η Κάθλιν, μια γυναίκα που προσπαθεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της καριέρας και του γάμου της, και να διατηρήσει την οικογενειακή συνοχή, στη σειρά φαίνεται να έχει ρωγμές, αδυναμίες και σκοτεινά σημεία, και έναν άντρα αμφιφυλόφιλο, του οποίου ο σεξουαλικός προσανατολισμός μπορεί να είναι ένα κομμάτι του πολύ δύσκολου αυτού παζλ.
Στα τρία επεισόδια της σειράς του HBO Max που έχουν προβληθεί (στην Ελλάδα μέσα από τη Vodafone TV) υιοθετείται μια διαφορετική προσέγγιση, μακριά από το στυλ του ντοκιμαντέρ, προσανατολισμένη προς μια πιο δραματοποιημένη εκδοχή των γεγονότων της περίπλοκης αυτής υπόθεσης.
Αυτό που καταφέρνει να δείξει η σειρά είναι το θύμα, την Κάθλιν Πίτερσον, με σάρκα και οστά, να προσεγγίσει μια προσωπικότητα που στο ντοκιμαντέρ δεν υπάρχει, είναι απλώς ένα άψυχο σώμα – αλλιώς μπορεί να μην είχε καμία αξία. Εκτός από τις εξαντλητικά λεπτομερείς νομικές πτυχές της ιστορίας που έχουμε δει στο ντοκιμαντέρ, στη σειρά υπάρχει ένα πιο ενδιαφέρον και αναζωογονητικό οικογενειακό πλαίσιο, ένα είδος μυστικής ζωής που ζωντανεύει για να δημιουργήσει τις συνθήκες του θανάτου της Κάθλιν.
Έχω αναρωτηθεί πολλές φορές αν το ντοκιμαντέρ του Netflix έχει στρέψει ένα μεγάλο μέρος του κοινού υπέρ της αθωότητας του Μάικλ Πίτερσον και πόσο ένα ντοκιμαντέρ γενικά μπορεί να διαμορφώσει την κοινή γνώμη.
Η νέα σειρά της ΗΒΟ επανεξετάζει ένα οικείο υλικό, αναδημιουργώντας πλάνο προς πλάνο τις σκηνές του ντοκιμαντέρ, με τον Μάικλ να ξεναγεί το κινηματογραφικό συνεργείο στο υπέροχο, ευρύχωρο σπίτι του, για να επαναλάβει τα γεγονότα της 9ης Δεκεμβρίου 2001, της νύχτας που πέθανε η Κάθλιν, αφού πρώτα ήπιε το κρασί της στην πισίνα μαζί του και στη συνέχεια μπήκε στο σπίτι.
Αξίζει να επαναλάβουμε τα στοιχεία μιας υπόθεσης για την οποία ποτέ δεν θα μάθουμε την αλήθεια, αφού οι μόνοι που τη γνωρίζουν είναι ο Μάικλ, που ζει ελεύθερος πια, και η νεκρή σύζυγός του. Η νέα σειρά δίνει βάθος στους χαρακτήρες, που δεν μπορεί να δώσει ένα ντοκιμαντέρ.
Η μεγάλη οικογένεια της Κάθλιν, μιας γυναίκας που προσπαθεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της καριέρας και του γάμου της και να διατηρήσει την οικογενειακή συνοχή, στη σειρά έχει ρωγμές, αδυναμίες και σκοτεινά σημεία, και έναν άντρα αμφιφυλόφιλο, του οποίου ο σεξουαλικός προσανατολισμός μπορεί να είναι ένα κομμάτι του πολύ δύσκολου αυτού παζλ – στη σειρά ο Φερθ θυμώνει και η διάθεσή του έχει μεταπτώσεις, κάτι που δεν βλέπουμε πουθενά στο ντοκιμαντέρ, μόνο ακούμε τη χαμηλή φωνή του αληθινού Πίτερσον, ο οποίος μιλά σχεδόν έχοντας σκηνοθετήσει τον εαυτό του και στο μυαλό του πάντα το ακροατήριο.
Πιθανότατα το νέο «Staircase» δεν θα φωτίσει ούτε θα λύσει κανένα μυστήριο αλλά θα είναι μέρος μιας ιστορίας που όσες φορές κι αν τη δει κανείς θα είναι συναρπαστική.
Στις 9 Δεκεμβρίου 2001 ο κάτοικος της Βόρειας Καρολίνας Μάικλ Πίτερσον, επιτυχημένος συγγραφέας και πρώην ρεπόρτερ, τηλεφώνησε στην Άμεση Δράση για να αναφέρει ότι η σύζυγός του Κάθλιν βρισκόταν πεσμένη στο κάτω μέρος της σκάλας του σπιτιού τους, αιμορραγώντας. «Η γυναίκα μου είχε ένα ατύχημα», δηλώνει ο Πίτερσον κατά τη διάρκεια της κλήσης. «Ακόμα αναπνέει. Έπεσε από τις σκάλες».
Σχεδόν αμέσως οι υποψίες έπεσαν πάνω του. Η Κάθλιν είχε επτά τραύματα στο πάνω μέρος του κεφαλιού της, αριθμός μη συνηθισμένος σε περίπτωση πτώσης, που οδήγησε ορισμένους ειδικούς στο συμπέρασμα ότι είχε δεχτεί επίθεση με κάτι αιχμηρό. Ο Μάικλ ισχυρίστηκε ότι βρισκόταν έξω, στην πισίνα, όπου νωρίτερα το ίδιο βράδυ είχε πιει μερικά ποτά με τη γυναίκα του. Πώς δεν την άκουσε να φωνάζει «βοήθεια»; Η υπεράσπιση ισχυρίστηκε ότι η Kάθλιν, αφού ήπιε λίγο κρασί και πήρε βάλιουμ, προσπάθησε να ανέβει την κακά φωτισμένη σκάλα, έπεσε και αιμορράγησε μέχρι θανάτου.
Κατά τη διάρκεια της δίκης αποκαλύφθηκε ότι ενώ ο Πίτερσον ζούσε στη Γερμανία με την πρώτη του σύζυγο, η χήρα του καλύτερου φίλου του και μητέρα των υιοθετημένων παιδιών του πέθανε από ενδοεγκεφαλική αιμορραγία όταν έπεσε από τις σκάλες και έφερε τραύματα στο κεφάλι παρόμοια με αυτά της γυναίκας του.
Η έρευνα της γερμανικής αστυνομίας και των στρατιωτικών αρχών των ΗΠΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο θάνατος ήταν τυχαίος. Η εισαγγελία παρουσίασε αυτόν τον θάνατο ως ένα περιστατικό που έδωσε στον Πίτερσον την ιδέα για το πώς να «σκηνοθετήσει» το ατύχημα της γυναίκας του. Κατά τη διάρκεια της δίκης, οι υιοθετημένες κόρες του Πίτερσον στάθηκαν ακλόνητα στο πλευρό του. Εκείνες γνώρισαν στον πατέρα τους την Κάθλιν, που ήταν συμπαίκτριες με την κόρη της, την Κέιτλιν. Από το 1987 ζούσαν όλοι μαζί.
Αυτός και η Κάθλιν μεγάλωσαν τα παιδιά τους σε ένα μεγάλο σπίτι με οικονομική άνεση. Σύμφωνα με το NBC, ο Μάικλ είχε πάρει «πάνω από μισό εκατομμύριο δολάρια προκαταβολή από τον εκδότη του» για ένα από τα βιβλία του, ενώ η Κάθλιν ήταν στέλεχος εταιρείας τηλεπικοινωνιών. «Ζήσαμε μαζί για δεκατέσσερα χρόνια και ήμασταν ευτυχισμένοι», είπε ο Μάικλ στο ντοκιμαντέρ.
Η οικογένεια της Κάθλιν και του Μάικλ είχε πέντε παιδιά. Η Κάθλιν είχε την Κέιτλιν από τον πρώτο της γάμο, ενώ ο Κλέιτον και ο Τοντ είναι βιολογικοί γιοι του Μάικλ από τον δικό του πρώτο γάμο. Ο Μάικλ ήταν επίσης ο νόμιμος κηδεμόνας δύο κοριτσιών, της Μάργκαρετ και της Μάρθα Ράτλιφ, των οποίων οι βιολογικοί γονείς πέθαναν πριν εκείνος συναντήσει την Κάθλιν.
Το μοναδικό βιολογικό παιδί της Κάθλιν, η Κέιτλιν, ήταν το μόνο που καταδίκασε δημόσια τον Μάικλ και δήλωσε ότι ένιωθε πώς πιθανόν ήταν ένοχος. Αφού τηλεφώνησε στα αδέλφια της και τους εξήγησε τη θέση της, διέκοψαν κάθε επικοινωνία. Και οι δύο γιοι του Μάικλ στάθηκαν δίπλα στον πατέρα τους, όπως και οι δύο αδελφές Ράτλιφ.
Η κατηγορούσα αρχή υποστήριξε ότι η Κάθλιν είχε ανακαλύψει πως ο Μάικλ ήταν αμφιφυλόφιλος και είχε σχέσεις με άντρες, κάτι που οδήγησε σε λογομαχία, κατά τη διάρκεια της οποίας τη σκότωσε. Ο Πίτερσον ισχυρίστηκε ότι η σύζυγός του δεν είχε πρόβλημα με τη σεξουαλικότητά του.
Σύμφωνα με το NBC, ο εισαγγελέας πίστευε ότι η Κάθλιν είχε βρει 2.000 εικόνες γυμνών ανδρών στον υπολογιστή του συζύγου της καθώς και mails που αντάλλαξε με έναν 26χρονο συνοδό, ο οποίος επικοινώνησε μαζί του τέσσερις μήνες πριν από τη δολοφονία και ο Πίτερσον σκόπευε να γνωρίσει.
Στο ντοκιμαντέρ του Netflix όπου καταγράφονται ένα προς ένα τα κεφάλαια της ιστορίας και παρακολουθούμε κάθε νομικό χειρισμό, γνωρίζουμε τον Μάικλ, τις κόρες του και την ομάδα των δικηγόρων του. Το θέμα δεν είναι αν ο Πίτερσον διέπραξε ή όχι τη δολοφονία και αυτή η αβεβαιότητα είναι μέρος της επιτυχίας του ντοκιμαντέρ, καθώς είναι ενδεικτική του γεγονότος ότι οι αποφάσεις και οι κρίσεις για τις περισσότερες υποθέσεις δεν αντικατοπτρίζουν άμεσα την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορούμενου.
Μεγάλες υποθέσεις όπως αυτή του Πίτερσον έχουν τόσο πολλούς «πρωταγωνιστές» και στοιχεία που πρέπει να διερευνηθούν προκειμένου να αποφασιστεί η ενοχή ή η αθωότητα του κατηγορούμενου, που η εκδίκασή τους διαρκεί χρόνια. Η συγκεκριμένη τελεσιδίκησε δεκαέξι χρόνια μετά τον θάνατο της Κάθλιν και κατά τη διάρκεια αυτού του διαστήματος εκτυλισσόταν ένα αληθινό δικαστικό θρίλερ που αποκάλυψε τις πτυχές μιας υψηλού προφίλ δίκης για δολοφονία, τις στρατηγικές υπεράσπισης και τον τρόπο που λειτουργεί σήμερα η αμερικανική Δικαιοσύνη.
Γεμάτο ανατροπές και ανόητες θεωρίες –όπως ότι το θύμα δέχτηκε επίθεση από μια κουκουβάγια, αφού βρέθηκαν μικρά φτερά του στα χέρια του–, το ντοκιμαντέρ γεμίζει τον θεατή αμφιβολίες για τα πάντα, ακόμα και για τη στάση των μαρτύρων.
Μετά την καταδίκη του Μάικλ σε ισόβια κάθειρξη χωρίς αναστολή το 2003, ο ίδιος και ο δικηγόρος του άσκησαν έφεση το 2005. Τελικά, η υπόθεση άνοιξε ξανά το 2011, όταν ένας από τους μάρτυρες στην υπόθεσή του απολύθηκε επειδή στο βιογραφικό του είχε δηλώσει ψευδώς ότι ήταν αναλυτής αίματος. Το 2017 ο Μάικλ αποφυλακίστηκε, αφού πρώτα είχε κριθεί ένοχος για ανθρωποκτονία από πρόθεση.
Ο Μάικλ συνέχισε την καριέρα του ως μυθιστοριογράφος, και μάλιστα δημοσίευσε μόνος του ένα βιβλίο με τίτλο «Behind the staircase» το 2019, κάνοντας τον απολογισμό του για τη δίκη, τη φυλάκιση και τη ζωή του μετά την αποφυλάκιση. Δεν ζει πλέον στο πενταώροφο σπίτι που είχε με την Κάθλιν.
Παρά την καταδίκη του, ο Μάικλ επιμένει στην αθωότητά του, επομένως εναπόκειται στους θεατές να καθορίσουν μόνοι τους αν πιστεύουν την ιστορία του ή τα διαθέσιμα στοιχεία. Υπερασπίζεται την αθωότητά του μέχρι σήμερα, λέγοντας στο «Staircase»: «Είπαν ψέματα, έκαναν τα πάντα για να με καταδικάσουν».
Ο σκηνοθέτης De Lestrade είπε στο ΤΙΜΕ ότι μετά από τόσο καιρό δεν είναι σίγουρος αν ο Πίτερσον είναι αθώος ή ένοχος. «Είναι ένας πολύ περίεργος, πολύ περίπλοκος χαρακτήρας. Με τον άνθρωπο αυτό πέρασα πολλές μέρες, εβδομάδες, μήνες, χρόνια. Έτσι όπως τον ξέρω εγώ, δεν νομίζω ότι είναι σε θέση να σκοτώσει κάποιον με αυτόν τον τρόπο. Αλλά, και πάλι, ποτέ δεν ξέρεις».
Αν και δεν είναι πεπεισμένος για την αθωότητα του Πίτερσον , ο De Lestrade είπε ότι από τη διαδικασία δημιουργίας της σειράς κατέστη σαφές ότι η δίκη δεν ήταν δίκαιη. «Ο Πίτερσον ήταν ο μόνος ύποπτος με τον οποίο ασχολήθηκαν», είπε.
«Ακόμη και όταν διαθέτεις χιλιάδες δολάρια για να υπερασπιστείς τον εαυτό σου και έναν έξυπνο δικηγόρο, πρέπει να είσαι πολύ τυχερός για να τη γλιτώσεις. Και χρειάστηκαν δεκαπέντε χρόνια», είπε. Η σειρά δείχνει ότι το σύστημα Δικαιοσύνης είναι διεφθαρμένο όσο ανακριβές.
Είδα ξανά μερικά επεισόδια του ντοκιμαντέρ και η παρουσία του Πίτερσον εξακολουθεί να μου φαίνεται μυστηριώδης, ένα γοητευτικό αίνιγμα, όταν μιλά γι' αυτά τα δραματικά γεγονότα, πίνοντας κρασί η καπνίζοντας την πίπα του. Είναι ένας άνθρωπος με μυστικά και δύσκολα μπορεί να πει κάποιος ότι τον γνωρίζει. Είναι ίσως ένα από τα πολλά παραδείγματα ανθρώπων που είναι ικανοί για το καλύτερο και για το χειρότερο, για το ότι η αλήθεια μπορεί να μας διαφεύγει πλήρως.
Βλέποντάς το σκέφτηκα τα «Αμερικανικά Γούστα» της Τζόις Κάρολ Όουτς, αυτό το συναρπαστικό μυθιστόρημα, μια εύστοχη καταγραφή του τρόπου ζωής, των αντιλήψεων, των εμμονών αλλά και των μυστικών και των αμαρτιών που βαραίνουν μια ευυπόληπτη παρέα εύπορων μεσήλικων Αμερικανών, πανεπιστημιακών στην πλειονότητά τους, λίγο σνομπ και περιχαρακωμένων στον δικό τους εκλεκτό μικρόκοσμο, που ένα τυχαίο γεγονός αρκεί για να διαλύσει την εικονική τους πραγματικότητα και να δείξει ρήγματα, αδυναμίες, μικρότητες, εγκλήματα μικρά ή μεγάλα, αμερικανικά γούστα εν τέλει όχι και τόσο αθώα. Ίσως κάπως έτσι συνέβησαν τα πράγματα και στο σπίτι των Πίτερσον.
Το τρέιλερ της σειράς