Θα σας αφήσουν να ζήσετε, αφού πρώτα σας φράξουν κάθε έξοδο. Θα σας αφήσουν να γεννηθείτε υπό τον όρο ότι δεν θα το παρακάνετε με τα κλάματα και τις εκκρίσεις σας. Θα σας αφήσουν να έχετε γόνατα, μόνο αν τα βάλετε να χορεύουν στον ρυθμό που θα σας υποδείξουν. Θα σας τα δώσουν όλα, ώστε να μην μπορείτε να ισχυριστείτε ότι δεν τα λάβατε ή ότι τα χάσατε στην πορεία. Γιατί θα είναι πάντα δίπλα σας σε κάθε βήμα, και θα σας θυμίζουν αυτό που δεν πρέπει ποτέ να ξεχάσετε: ποια είστε και τι αναμένεται από εσάς.
Κι εσείς; Εσείς θα ενδώσετε, με περισσή προθυμία. Ξανά και ξανά θα γράφετε τα νούμερα και τους κωδικούς, κάθε φορά σε καινούργιο κομμάτι χαρτί. Ως πότε; Ενίοτε σας κυριεύει η κούραση, θέλετε να τ’ αφήσετε όλα πίσω σας, αλλά είστε θαμμένη στην άμμο μέχρι τη μέση και δεν μπορείτε να τρέξετε με τα χέρια, αδύνατον.
Οπότε αναγκαστικά σερβίρετε το τσάι στα ίδια παλιά φλιτζάνια και με τα ίδια ασημένια κουταλάκια, που παράγουν ακριβώς τους ίδιους διαπεραστικούς θορύβους κάθε φορά που οι καλεσμένοι σας εκτελούν νευρικές κινήσεις απαιτώντας τη συμμόρφωσή σας στα καπρίτσια τους.
Η σκηνοθεσία δεν εισέρχεται στη διαδικασία μιας δημιουργικής, ερεθιστικής ερμηνείας του έργου: η μία σκηνή διαδέχεται την άλλη στον ίδιο ρυθμό, στην ίδια λογική, με την ίδια «κανονικότητα».
Μισό λεπτό: πότε αποφασίσατε να μπερδέψετε τους κώδικες; Πότε αισθανθήκατε τις ρίζες του δέντρου να σας πνίγουν; Υπάρχουν αυτοί που τρώνε πολύ και άλλοι που δεν μπορούν να φάνε δίχως να φτύσουν, λέει ο Αρτό. Εσείς πόσες φορές χρειάστηκε να φτύσετε; Πόσες εκκρίσεις απελευθερώσατε για να υγρανθεί η επιθυμητική μηχανή που κρύβατε μέσα στον αμμόλοφο; Πότε ξεκινήσατε; Πόσες γραμμές σπάσατε μέχρι να φτάσετε στο Σινικό Τείχος; (Και δεν είναι καθόλου εύκολο να περάσετε απαρατήρητη.)
Ναι, ναι, είναι φανερό... Διασχίσατε βασίλεια, γλιστρήσατε μέσα από μόρια, αποβάλατε ό,τι ήταν φορτικό και περίσσιο, όλα όσα σας ρίζωναν στον εαυτό σας, αυτόν που έφτιαξαν για χάρη σας κι εσείς τον καταργήσατε: το κορίτσι με τη βόμβα.
Ένα σώμα λιανισμένο και χτυπημένο, το συναρμολογήσατε με πάθος και το αναστήσατε. Μπορεί να του λείπουν μερικά όργανα, δεν έχει σημασία: τίποτε δεν μπορεί πλέον να το εμποδίσει να κάνει τη δουλειά του, να συνθλίψει τις διαζεύξεις που επιβάλλει ο Νόμος, να ανακτήσει τους αποξηραμένους χυμούς, να ακολουθήσει τις ροές, να φτάσει μαζί τους ως την έρημο του μέλλοντος, να γονιμοποιήσει τα υπό εξαφάνιση είδη, να φτιάξει έναν δικό του κόσμο, ατίθασο, ατελή, απρόβλεπτο και παράφορο, απελευθερωμένο από τον λόγο του Κυρίου, τις προαποφασισμένες, καθηλωμένες έννοιες, εικόνες, λέξεις.
Μια πραγματική ρήξη κάνει το παρελθόν να μην υπάρχει. Μετά από μια πραγματική ρήξη, δεν μπορείτε να επανέλθετε στην πρότερη θέση σας.
Κι αν υπάρχει τρόπος να ξεμπερδέψουμε με το πεπρωμένο –να αφανίσουμε και να αφανιστούμε–, ποιος τρόπος υπάρχει για να ξεμπερδέψουμε με τις αναπαραστάσεις;
Προτού η σκηνοθεσία αποκτήσει κάποια δύναμη ή πειθώ, θα πρέπει να εργαστεί ενάντια στην ακινησία του αυτονόητου. Πώς να ξαναγράψουμε τις ιστορίες του αποκλεισμού και της καταπίεσης, αν δεν επινοούμε νέες φόρμες; Πού είναι οι δυνάμεις του άλματος, του ακαριαίου, που θα εκφράσουν τη διαφορά με ολοένα περισσότερη διαφορά;
Μία γυναίκα, η Γκεέσε Γκότφριντ, σκοτώνει ξανά και ξανά. Εξοντώνει οποιονδήποτε στέκεται εμπόδιο στην απόφασή της να απολαύσει μια ζωή γεμάτη χαρά, ηδονή, ελευθερία. Θα μπορούσε να είναι η απόλυτη φαντασίωση του εγκλωβισμένου: πατώ ένα «κουμπί» (εν προκειμένω σερβίρω έναν δηλητηριασμένο καφέ) και ξεμπερδεύω με τον κακοποιητικό σύζυγο, τη θρησκόληπτη μητέρα, τα φωνακλάδικα παιδιά, τον ανυπότακτο εραστή, τον τυραννικό πατέρα. Κάθε σκηνή ολοκληρώνεται με τον ίδιο τρόπο, κάθε σκηνή αφήνει πίσω της ένα πτώμα. Όσους κι αν εξολοθρεύει η Γκεέσε, όμως, η καταπίεση δεν αίρεται. Η κοινωνία έχει πάρει τα μέτρα της: ποτέ δεν θα σηκώσεις κεφάλι, θρασύτατη γυναίκα. Πάντα θα λογοδοτείς, πάντα θα απολογείσαι.
Πώς αντιμετωπίζει κανείς θεατρικά αυτό το μοτίβο της εμμονικής επανάληψης; Τι λύσεις επινοεί αντιμέτωπος με ένα εύρημα που δεν αλλάζει ποτέ; Πώς εισάγουμε την ειδοποιό, ζωογόνο διαφορά μέσα στην επανάληψη; Πώς ανακαλύπτουμε την επανάληψη που «κάνει» τη διαφορά;
Η κίνηση είναι σπειροειδής ή διαγράφει κάποιο άλλο σχήμα; Οδεύουμε προς την απελευθέρωση, το σπάσιμο των δεσμών της πατριαρχίας, ή προς ένα σχιζοφρενικό παραλήρημα, όπου ο εξολοθρευτής άγγελος χάνει κάθε σύνδεση με την πραγματικότητα;
Ουδέποτε μας δίδεται η δυνατότητα να εξερευνήσουμε κάποιο από αυτά ή άλλα παρεμφερή ερωτήματα στη διάρκεια της παράστασης. Η σκηνοθεσία δεν εισέρχεται στη διαδικασία μιας δημιουργικής, ερεθιστικής ερμηνείας του έργου: η μία σκηνή διαδέχεται την άλλη στον ίδιο ρυθμό, στην ίδια λογική, με την ίδια «κανονικότητα». Και δεν αρκεί ούτε η μπρεχτική εσάνς αποστασιοποίησης, ούτε οι πέντε ομαδικές χορευτικές κινήσεις στο μισοσκόταδο των μεταβάσεων για να ξεγελάσουν τη δίψα μας.
Ξαφνικά ο κόσμος έγινε πολύ στεγνός κι απέκτησε μία μόνο διάσταση: αυτή που βλέπουμε ενώπιόν μας. Καμία άλλη. Τίποτε δεν υπάρχει πέρα από τον χώρο-περίβλημα. Και ούτε, δυστυχώς, η τόσο αξιόλογη Μαρία Κεχαγιόγλου καταφέρνει να νοηματοδοτήσει τούτη την ξηρασία που μας περιβάλλει: παρόλη την εγρήγορση που επιδεικνύει, παρόλες τις υφολογικές διακυμάνσεις που υιοθετεί –από την απόγνωση ως τον κυνισμό και την ειρωνεία– δεν μοιάζει να έχει βρει τη δύναμη και τον θυμό της δικής της διαφοράς μέσα στην επανάληψη, τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο βρυχάται και σιωπά η δική της επιθυμητική μηχανή, τον ήχο που κάνει το δικό της «σχιζοφρενικό» τρίξιμο των δοντιών, έτσι ώστε να μας οδηγήσει από τις θλιβερές επαναλήψεις του εθισμού στις τολμηρές επαναλήψεις του θανάτου – εκεί ακριβώς όπου διακυβεύεται η ελευθερία μας.
Οι ηθοποιοί (Άγης Εμμανουήλ, Διαμαντής Καραναστάσης, Καίτη Μανωλιδάκη, Γιωργής Τσαμπουράκης, Χάρης Τσιτσάκης) υπηρετούν ευσυνείδητα τους ρόλους τους αδυνατώντας να ξεφύγουν από το ασφυκτικό πλαίσιο τού «είναι αυτό που είναι». Μοναδική εξαίρεση η Μαριάννα Δημητρίου, η οποία έρχεται να μας υπενθυμίσει ότι πάντοτε θα υπάρχουν δυνατότητες παραγωγής διαφοράς, ακόμη και στον πιο μικρό ρόλο.
Δείτε πληροφόριες για την παράσταση «Ελευθερία στη Βρέμη» του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ εδώ
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.