Οι ιστορίες που γράφει ο Σπύρος Βγενής θα μπορούσαν να είναι περιστατικά που παρακολουθείς κρυφά από το μπαλκόνι στην απέναντι πολυκατοικία ή κάτω στον δρόμο. Στιγμιότυπα που μοιάζουν παράδοξα, αποσπασματικά, με διαλόγους ημιτελείς που δεν πρόλαβες να ακούσεις από την αρχή ή διακόπηκαν ξαφνικά και δεν είδες το τέλος τους, με πρωταγωνιστές αγόρια και κορίτσια, γέρους, θεατρανθρώπους, γκραφιτάδες, ηδονοβλεψίες.
Ο Σπύρος Βγενής γεννήθηκε στην Αθήνα το 1991 και σπούδασε Φιλολογία στην Αθήνα και Φιλοσοφία στο Λονδίνο. Του αρέσει να χαζεύει τους ανθρώπους και τα ζώα, να κλέβει φράσεις από βιβλία και ταινίες, να ακούει τι λένε οι γύρω του. «Έχω πάντα ένα πρόβλημα ή ένα αίσθημα το οποίο προσπαθώ να στύψω», λέει. «Καίγομαι στο ίντερνετ, σε σκουληκότρυπες στο Wikipedia, και άλλες φορές ο αλγόριθμος του YouΤube, που με ξέρει τόσο καλά, με παίρνει απ’ το χεράκι και με πάει βόλτες. Και ασφαλώς διαβάζω ό,τι πέφτει στα χέρια μου και μ’ αρέσει». Οι ήρωές του είναι παιδιά της πόλης που ακόμα κι αν επιχειρήσουν να την αφήσουν και να πάνε στην εξοχή, σε παραλίες και χωμάτινους δρόμους, είναι καταδικασμένα να επιστρέψουν και να χαθούν στο πλήθος.
Δεν ξέρω πού πραγματικά απευθύνομαι. Πίσω από την απεύθυνση κρύβεται η θέληση, που μπορεί να είναι και η ανάγκη να γίνεις κατανοητός. Είναι μια δύναμη που ενεργοποιείται όταν απευθυνόμαστε σε φίλους ή εραστές. Ο συγγραφέας συχνά τείνει να θέλει να κατασκευάσει το κοινό του και συχνά βρίσκεται μπροστά στον εαυτό του, τον οποίο προβάλλει ως ιδεατό αναγνώστη.
Μας ψείρισαν το βράδυ που περνούσαμε απ’ το πάρκο. Μας είπαν, ωραίο τζάκετ, ρε μαν, για βγάλ’ το μία. Ο ψηλός τούς είπε, παίζει πρόβλημα, ρε μάγκες; Ένας απ’ αυτούς είπε, κανένα, κι έβγαλε ένα κατσαβίδι. Δεν είχαμε λεφτά. Μου πήραν το κινητό, τα κλειδιά κι ένα ζάρι που είχα στην τσέπη. Ο πιο κοντός απ’ αυτούς είπε, αν φέρω έξι, θα σου γυρίσω τη σιμ, αν όχι, θα μου δώσεις τα παπούτσια σου. Φορούσα τα νάικ τα έαρ. Ήταν καινούργια.
Έφερε έξι. Είστε κωλόφαρδοι. Πήγαμε να φύγουμε. Άκουσα έναν να λέει, τι ομάδα είστε, ρε μάγκες; Μετά από λίγο κοιτάξαμε πίσω και δεν είδαμε κανέναν. Ο ψηλός έβγαλε από την κάλτσα του ένα σακουλάκι. Έτρεμε ολόκληρος και οι φλέβες είχαν πεταχτεί στο κούτελό του. Κάτσε να δεις τι θα πάθουν, κάτσε είπε.
Έβγαλε μια τηλεκάρτα, πήγε στον κίτρινο θάλαμο και πήρε το εκατό. Μετά μου είπε, κάτσε εδώ εσύ μία, θα επιστρέψω, περίμενε στις κούνιες. Έτρεξε πίσω προς το πάρκο, κρύφτηκε στ’ αμάξια, και πέταξε το σακούλι μέσα σ’ ένα θάμνο δίπλα απ’ τα παρκαρισμένα μηχανάκια. Έκατσε κρυμμένος πίσω απ’ τα αμάξια και κοιτούσε. Μια γριά απ’ το μπαλκόνι τον πήρε χαμπάρι και κάλεσε τους μπάτσους. Του φώναξε, στον αγύριστο να πας, παλιοκλεφτρόνι, Πακιστανέ. Το έβαλε στα πόδια.
Μετά από κάνα τέταρτο αποφάσισα πως έπρεπε να κάνω κάτι. Δεν είχα μαζί μου το ζάρι και δεν μπορούσα να αποφασίσω τι. Πήρα ένα κουκουνάρι κι έβαλα στόχο τον κάδο. Αν το βάλω, θα πάω να βρω τον ψηλό. Αν όχι, θα πάω σπίτι μου. Τελικά το έβαλα. Στο μπάσκετ δεν ήμουν ποτέ καλός.
— Με τι ασχολείσαι, εκτός απ’ τη συγγραφή;
Με τη μουσική.
— Τι παίζεις;
Παίζω πλήκτρα και φτιάχνω τρακ στο Ableton. Τζαμάρω με φίλους, έχουμε τα σχήματά μας, και όταν κάθομαι μόνος φτιάχνω beats ή χορευτικά κομμάτια. Αθλούμαι περιστασιακά και δουλεύω, κάνω διάφορες δουλειές.
— Τι δουλειές;
Κάνω μαθήματα, εργασίες, διορθώσεις, μεταφράσεις, πού και πού μεροκάματα παντός τύπου και εποχικά δουλεύω στη Γερμανία, όπου είμαι φούρναρης. Φτιάχνουμε και πουλάμε ένα προϊόν που οι Γερμανοί λατρεύουν, το λένε «ψωμί του χεριού» κι εμείς τρέχουμε σε χριστουγεννιάτικες αγορές και στα μουσικά φεστιβάλ το καλοκαίρι για να τους ταΐσουμε.
— Είναι κάποιος συγγενής σου εκεί;
Όχι, βρήκα αυτήν τη δουλειά στο άκυρο έξι χρόνια πριν, μέσω μιας φίλης. Ήμουν άφραγκος και μίζερος, έπρεπε να κάνω κάτι και τελικά βρήκα αυτό. Η βάση της εταιρείας είναι στη Λειψία, αλλά εμείς δουλεύουμε παντού στη χώρα, στο Βερολίνο, στο Αμβούργο, στην Κολονία, στο Σβερίν κ.α. Η χειρωνακτική εργασία, η σχέση με τη ζύμη και τον φούρνο λειτουργούν κάποιες φορές λυτρωτικά. Παράλληλα όμως είναι κουραστικό όλο αυτό, και ο εργασιακός μου χρόνος είναι τόσο διασκορπισμένος που πολλές φορές μπερδεύομαι. Τελευταία έχω αρχίσει να ζωγραφίζω, ένας φίλος μάς κάνει μαθήματα ζωγραφικής και σιγά-σιγά μαθαίνουμε πώς να γεμίζουμε τον καμβά. Πάντα μου άρεσε να ζωγραφίζω, αλλά δεν ήξερα τίποτα από τεχνική.
— Χρειάζονται τα μαθήματα στην τέχνη; Κάποιοι λένε ότι δεν χρειάζεται να έχεις τεχνικές γνώσεις για να ζωγραφίσεις.
Όχι, μάλλον δεν είναι αναγκαίο, αλλά δεν μπορείς και να ανακαλύψεις τα πάντα από μόνος σου, το πώς να μεταχειρίζεσαι τους τόνους, τα χρώματα, τη σκιά, τις αντιθέσεις, τα πινέλα – όλα αυτά σου λύνουν τα χέρια όταν σου τα δείχνουν.
— Είναι όπως και με τα μαθήματα δημιουργικής γραφής που κάποιοι θεωρούν ότι κάνουν κακό σε έναν συγγραφέα.
Τι κακό μπορεί να σου κάνει ένα μάθημα; Κάθε επιρροή μπορεί να είναι και καταστρεπτική και απελευθερωτική. Η άποψη πως η λογοτεχνική γραφή δεν διδάσκεται αποτελεί ένα φετιχιστικό απομεινάρι όσων πιστεύουν πως το γράψιμο έρχεται ουρανοκατέβατο, σου το στέλνει κάποια μούσα. Σίγουρα ένα μάθημα δημιουργικής γραφής δεν θα σε κάνει λογοτέχνη, αλλά η λογοτεχνική δημιουργία δεν έχει τίποτα πιο μαγικό απ’ ό,τι οι άλλες τέχνες.
— Πού έχεις μεγαλώσει;
Μέχρι τα τρία μου μέναμε σε ένα αγροτόσπιτο στην Πελοπόννησο, μετά ήρθαμε στην Αθήνα και νοικιάζαμε σε διάφορες περιοχές μέχρι να καταλήξουμε στον Κορυδαλλό, όπου μεγάλωσε η μητέρα μου. Είμαι μάλλον Κορυδαλλιώτης, μεγάλο μέρος της ζωής μου το έχω περάσει εκεί και αναπόφευκτα υπάρχει πολύς Κορυδαλλός στο βιβλίο.
— Έχουν οι γονείς σου σχέση με τα γράμματα;
Ο πατέρας μου όχι, ήταν έμπορος και δεν διάβαζε και τόσο, η μάνα μου όμως διάβαζε. Δεν είναι σπουδαγμένη αλλά διάβαζε και ήξερε τους κλασικούς και τους Έλληνες λογοτέχνες. Από εκείνη μου δόθηκε το έναυσμα για την ανάγνωση και ακόμα και τώρα τα βιβλία που μου αρέσουν της τα δίνω και τα κουβεντιάζουμε.
— Τι παιδί ήσουν;
Ντροπαλό, αλλά συνάμα εξωστρεφές. Ήμουν παιδί της πλατείας, μεγάλωσα παίζοντας μπάλα, μπάσκετ, τριγυρνώντας με Gameboy στην μπανάνα, κάνοντας σκανταλιές με φίλους και αράζοντας μέχρι αργά στα γήπεδα και τις γειτονιές.
— Διάβαζες;
Διάβαζα από πολύ μικρός, ήμουν νέρντουλας στο δημοτικό, μου άρεσαν πάρα πολύ οι άτλαντες και οι φυσικές επιστήμες, όπως σε πολλά αγοράκια, οι δεινόσαυροι, τα ζώα, τα αστέρια. Μετά τα παράτησα εντελώς και ξαναέπιασα να διαβάζω στα δεκαέξι-δεκαεφτά μου. Δεν ήξερα και πού ήθελα να πάω, μου άρεσαν διάφορα πράγματα, αλλά έπεσε στα χέρια μου η «Ανταρσία των Αγγέλων» του Ανατόλ Φρανς, πωρώθηκα και από τότε συνέχισα να διαβάζω.
— Και σπούδασες Φιλολογία.
Ναι. Στο ΦΠΨ, που οι φιλόλογοι δεν θεωρούσαν φιλολογικό τμήμα.
— Ήσουν καλός μαθητής;
Στο σχολείο αλλά και στο πανεπιστήμιο ήμουν σχετικά καλός, διάβαζα όσα μου αρέσαν και τα άλλα τα «πασάλειβα».
— Και πώς άρχισες να γράφεις;
Κάπου στα τέλη λυκείου, όταν φτιάχναμε τις πρώτες μας μπάντες, άρχισα να ασχολούμαι και με τη λογοτεχνία, ξεκίνησα δειλά-δειλά να γράφω στίχους στα αγγλικά. Μετά έφτιαξα την πρώτη ποιητική μου συλλογή. Την πήγα στην καθηγήτρια που μου έκανε έκθεση και σε έναν φιλόλογο που εμπιστευόμουν. Πήρα κάποια καλά σχόλια. Βασικά, μου είπαν «κάν’ το». Μετά όμως, επειδή με ενδιέφερε η θεωρία, το έριξα στη φιλοσοφία. Βούτηξα στα βιβλία, σταμάτησα να γράφω, και το ξαναέπιασα κάπου στα 25 μου, επειδή απογοητεύτηκα από την ακαδημία.
— Γιατί δεν συνέχισες τις σπουδές; Ήσουν στο Λονδίνο;
Ναι, είχα πάει στο Λονδίνο, σπούδασα στο Κίνγκστον, ήμουν μια περίεργη περίπτωση χαϊντεγκεριανού μαρξιστή που μόλις είχε ανακαλύψει τον Ντελέζ. Ο επιβλέπων καθηγητής μου ήταν ένας άνθρωπος που έχει κάνει σκληρή κριτική στον Ντελέζ. Εγώ ήθελα να του την πω λίγο, πήρα αυτόν τον δρόμο, το έπαιξα ξερόλας, πήρα κακό βαθμό, έπηξα, ξενέρωσα και πέρασα έναν χρόνο στην Αγγλία ψάχνοντας δουλειές, PhD, funding, όλα αυτά, και κάπου εκεί κάηκα. Τότε ήταν η περίοδος που γύρισα στην Ελλάδα και ξαναέπιασα το γράψιμο. Αποφάσισα ότι δεν θα τρέξω να κάνω καριέρα – μάλλον αναγκάστηκα, δεν είχα καθόλου λεφτά και είχα γεμίσει ανασφάλειες.
— Κι άρχισες να γράφεις ιστορίες; Τι έγραφες;
Συνέχισα να γράφω ποίηση. Άρχισα να γράφω πιο σοβαρά στίχους, κυρίως στα αγγλικά. Και ναι, έγραφα και μικρές ιστορίες, κάπως πειραματικές, ήταν μια περίοδος τότε που μαζί με φίλους φτιάχναμε φανζίν κι εκεί έκανα τις πρώτες αυτοεκδόσεις μου, εξοικειώθηκα με το πώς είναι να βγάζεις κάτι προς τα έξω. Συνέχισα να γράφω κι άλλα πράγματα, δοκίμια, μουσικοκριτικές. Ήταν μια εποχή που έγραφα ό,τι μου κατέβαινε.
— Το φορμάτ σε αυτά που έγραφες ήταν πάντα τόσο σύντομο;
Δεν είχα δοκιμάσει ποτέ να γράψω κάτι μεγάλο, φοβόμουν το long format, και να σου πω την αλήθεια, τώρα γράφω ένα μυθιστόρημα μετά από προτροπή του εκδότη μου.
— Μου θύμισε τα «Short Cuts» του Άλτμαν από τις ιστορίες του Raymond Carver η συλλογή «Η εποχή του ταράνδου». Είναι επιλογή το σύντομο format ή έχει προκύψει;
Και τα δύο. Επέλεξα αυτό που προέκυψε και αυτό που προέκυψε ήρθε αφού το είχα, χωρίς να το ξέρω, επιλέξει. Συχνά ξεκινάω γράφοντας χαοτικά, χωρίς πλάνο. Όταν ξεκίνησα να γράφω τις ιστορίες είδα πως κάτι είχε αρχίσει να παίρνει μορφή και ότι μπορώ να του δώσω ένα σχήμα το οποίο να έχει μια οικονομία, μια αρχή και ένα τέλος. Ύστερα άρχισα να παίζω μαζί του και να προσπαθώ να το σμιλέψω.
— Μίλησες για αρχή, μέση και τέλος. Τα διηγήματά σου δεν έχουν τέτοια δομή.
Το τέλος είναι όπου το βάλεις, το ίδιο και η αρχή. Τις περισσότερες φορές τα πράγματα δεν έχουν ξεκάθαρα όρια. Κάτι έχει ήδη αρχίσει χωρίς να το έχεις πάρει χαμπάρι. Και κάτι μπορεί να έχει ήδη τελειώσει και επίσης να μην το έχεις καταλάβει. Ή μπορεί να νομίζεις πως τελείωσε αλλά απλά να κρύβεται κάπου.
— Όταν διαβάζεις τις ιστορίες έχεις την εντύπωση ότι τις αφήνεις επίτηδες ανολοκλήρωτες για να φανταστεί τη συνέχεια ο αναγνώστης.
Όλα έχουν να κάνουν με το τι κρατάς και τι αφήνεις. Σε αυτό με επηρέασε σίγουρα ο κινηματογράφος, αλλά μάλλον ήταν ο Μπολάνιο που μου έμαθε να χειρίζομαι την ωμότητα και τη ζωντάνια με την οποία μια γραφή μιμείται τη ζωή, δηλαδή τον τρόπο εκείνο με τον οποίο μια διάρκεια, ένα συμβάν χύνεται μέσα σε μια οπτική ή σε μια συνείδηση. Η αφήγηση έχει σίγουρα να κάνει με αυτό, γιατί αλλιώς δεν θα μπορούσαμε να επιλέξουμε, θα καταλήγαμε να γράφουμε όλον τον κόσμο. Η ζωντανή γραφή συνορεύει με το κουφό γεγονός, με κάτι που αρχικά φαίνεται άκυρο, σπασμένο, γελοίο ή χωρίς νόημα. Το να χειρίζεσαι παύσεις και διακοπές θέλει σίγουρα κάποια μαεστρία, και τεχνική και διαίσθηση, και δίχως άλλο υπάρχουν επιτυχημένες και αποτυχημένες «ανολοκληρώσεις».
— Αυτή η διακοπή δίνει μια τεράστια ένταση στα διηγήματα. Φαίνεται ότι ήταν εσκεμμένο αυτό.
Η ενόρμηση προς τα κει υπήρχε, αλλά, ναι, ήταν εσκεμμένο.
— Πόσο καιρό τα έγραφες;
Τα περισσότερα γράφτηκαν διάσπαρτα κατά την περίοδο της πανδημίας, σε ένα διάστημα δυόμισι χρόνων. Είναι επιλογές από διάφορα που είχα γράψει.
— Και είπες «τώρα θα τα εκδώσω»;
Όταν τα μάζεψα όλα, είπα αυτά είναι πάνω-κάτω που μου αρέσουν, τα έδωσα σε φίλους που εμπιστεύομαι, πήρα το feedback που ήθελα και επειδή είμαι πολύ διστακτικός και αναποφάσιστος, με προτροπή ενός πολύ καλού φίλου τα έβαλα σε φακέλους και πήγα πόρτα-πόρτα σε διάφορους εκδοτικούς και τα άφησα ο ίδιος. Τότε ήταν που βρήκα τον Κώστα (σ.σ. Σπαθαράκης) και τους Αντίποδες.
— Πόσο δύσκολο σού είναι να πας σε μεγαλύτερη μορφή, σε μυθιστόρημα;
Σε αυτόν τον τοίχο κουτουλάω αυτόν τον καιρό. Δεν γνωρίζω, αλλά θα σου πω. Προσπαθώ να εμπιστευτώ το ένστικτό μου, να δοκιμάσω άλλες μορφές, να βρω τρόπους να έχουν συνοχή οι ιστορίες μου και να γράφω πιο απελευθερωμένα. Τείνω να γράφω εντελώς μη γραμμικά, ένα backstory εδώ, μετά λίγο πιο πέρα, και προσπαθώ μέσα από αυτό να δω τι θα φυτρώσει. Κάτι που έλεγε η Βιρτζίνια Γουλφ όταν έγραφε τα «Κύματα», και μ’ αρέσει πολύ, είναι ότι «δεν γράφω σε σενάριο, γράφω σε ρυθμό». Οπότε αυτό προσπαθώ να κάνω. Ε, λοιπόν, δεν είμαι η Γουλφ και μέχρι τώρα αποτυγχάνω οικτρά. Είναι η πρώτη φορά που το κάνω, οπότε θα δούμε.
— Υπάρχει δόση πραγματικότητας στις ιστορίες σου;
Αν ρωτάς αν βασίζονται σε αληθινές ιστορίες, ναι, όλοι αυτοί οι τύποι και τα μέρη κάπου υπάρχουν, αλλά τα περισσότερα γεγονότα είναι επινοημένα. Τα πάντα είναι μετασχηματισμοί, μια εικόνα, ένα πρόσωπο, μια ενθύμηση, μπορεί όντως να υπήρξαν κάπου έξω από το κείμενο, αλλά οι ιστορίες είναι εντελώς μυθοπλαστικές.
— Η Αθήνα τι ρόλο παίζει στα διηγήματά σου;
Ασκεί βία στους χαρακτήρες, μια πολύτροπη βία, ψυχολογική, ταξική, καθημερινή, ανάλογα με την κοινωνική τους θέση και το πώς στέκονται σε αυτή την πόλη, σίγουρα υπάρχει μια βία που τους ασκείται, αλλά η Αθήνα τούς ασκεί μια περίεργη έλξη, γιατί βλέπεις τους χαρακτήρες να επιστρέφουν ή να μένουν χωρίς να ξέρουν γιατί. Υπάρχει πάντα και η τάση να ψάχνουν να φύγουν, να φεύγουν προς μια εξοχή, μάλλον ξαναβρίσκουν την Αθήνα και την προβάλλουν πάλι εκεί – σίγουρα είναι ένα περίεργο μέρος.
— Γράφεις εύκολα;
Είναι επώδυνο κάποιες φορές, άλλες φορές είναι ιαματικό, στ’ αλήθεια δεν ξέρω τι να απαντήσω. Κάποιες φορές χρειάζεται να μανατζάρεις τον χρόνο σου, να τον απελευθερώσεις από δουλειές, να έχεις ανοιχτές μέρες, και ακόμα και τότε μπορεί τίποτα καλό να μην κάτσει στο χαρτί. Και συχνά, μετά από μια σκατομέρα, το βράδυ μπορεί να γραφτεί κάτι που να σε αφήσει άναυδο.
— Έχεις ηθικές αναστολές όταν γράφεις; Σκέφτεσαι πόσο θα εκτεθείς;
Σίγουρα έχω ηθικές αναστολές, αλλά όταν πιστεύω ότι το γράψιμο είναι πιο δυνατό και νιώθω καλύτερα με τα πάντα, εκεί είναι που τις αφήνω πίσω. Είναι πολύ σημαντικό το κουράγιο, δεν ξέρω, έχει να κάνει με κάθε μέρα ξεχωριστά, με το θέμα του γραπτού ή κάτι άλλο, αλλά είναι και στιγμές που ξέρεις ότι τώρα μπορείς να πεις κάτι και να το πεις όπως το θες, χωρίς να φοβηθείς.
— Έχεις κάποιον στο μυαλό όταν γράφεις;
Ναι, έχω, αλλά δεν ξέρω ποιος είναι. Δεν ξέρω πού πραγματικά απευθύνομαι. Πίσω από την απεύθυνση κρύβεται η θέληση, που μπορεί να είναι και ανάγκη να γίνεις κατανοητός. Είναι μια δύναμη που ενεργοποιείται όταν απευθυνόμαστε σε φίλους ή εραστές. Ο συγγραφέας συχνά τείνει να θέλει να κατασκευάσει το κοινό του, έτσι βρίσκεται μπροστά στον εαυτό του, τον οποίο προβάλλει ως ιδεατό αναγνώστη.
— Σε ενδιαφέρει ποιος θα διαβάσει το βιβλίο;
Φυσικά και με ενδιαφέρει. Αυτό που δεν με ενδιαφέρει είναι το τι είδους υποκείμενο θα είναι αυτός ο «ποιος».
— Ποιο είναι το πιο μεγάλο σου όφελος από το γράψιμο;
Πιστεύω ότι με ισορροπεί.
— Όταν γράφεις χαίρεσαι;
Ναι, μου δίνει χαρά, μου αρέσει, κι όταν πιστεύω ότι έχω γράψει ωραία, ασχέτως του αν το δω την επόμενη μέρα και δεν μ' αρέσει, νιώθω καλά. Κι όταν υπάρχουν περίοδοι που δεν γράφω καλά, πιστεύω πως κάτι πάει στραβά και νιώθω πως πρέπει ίσως να κάνω κάτι, να αλλάξω κάτι.
— Τι άλλο σου αρέσει να κάνεις;
Να παίζω μπάσκετ, να βλέπω τη θάλασσα και τα βουνά, να διαβάζω βιβλία φυσικής ιστορίας, να πηγαίνω σε κλαμπ για χορό, να βλέπω άνιμε, να τρώω σουβλάκια, να πίνω τσίπουρα, να χασομεράω με φίλους χύμα στον δρόμο.
— Υπάρχει κάποιο βιβλίο που μπορείς να πεις ότι σου άλλαξε τη ζωή;
Ένα πολύ κομβικό βιβλίο ήταν τα «Άσματα του Μαλντορόρ» του Λοτρεαμόν, το οποίο διάβασα στην εφηβεία μου, σε ελληνική μετάφραση της Έλλης Νεζερίτη. Ύστερα ήταν «Η αισθηματική αγωγή» του Φλομπέρ, το «Mason & Dixon» του Πίντσον, το «Είναι και χρόνος» του Χάιντεγκερ, το «Κεφάλαιο» του Mαρξ, τα ποιήματα του Άσμπερι και του Τσέλαν, το «Harmonium» του Γουάλας Στίβενς. Σίγουρα ο Φόκνερ, που με άλλαξε πολύ και με έκανε να δω την οικογένειά μου, την καταγωγή μου, τις κοινωνικές σχέσεις, τις σχέσεις του αίματος ή τη σχέση που είχα με την ύπαιθρο και την οικογένεια του πατέρα μου που ήταν απ’ την Πελοπόννησο. Πιστεύω πως η ελληνική επαρχία έχει ένα southern gothic στοιχείο, παραπλήσιο με αυτό που βρίσκει κανείς στη νοτιοαμερικάνικη λογοτεχνία.
— Αισθάνεσαι κι εσύ ότι οι νέοι συγγραφείς στην Ελλάδα δεν αφορούν τόσο πολύ τα μέσα; Υπάρχει ένας πουριτανισμός, όπως και με το τραπ, γενικά οι διανοούμενοι είναι πολύ επιφυλακτικοί με το καινούργιο.
Όπως σου είπα, μ’ αρέσουν πολύ οι δεινόσαυροι, αρκεί να είναι απολιθωμένοι.
— Όταν ακούς τι λέξη «διανοούμενος», τι σου έρχεται στο μυαλό;
Νύστα. Και η επιγραφή που βλέπει κανείς σε διάφορα τρόφιμα: «store in a cool, dry place».
— Πώς τα βλέπεις τα πράγματα γενικά;
«Δι᾽ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι» ή, αλλιώς, αμυδρά, μέσα από έναν καθρέφτη.
— Τι αφορά το μυθιστόρημα που γράφεις;
Αφορά τον καιρό, τα σύννεφα και τις εποχές.