Στην οδό Χαμοστέρνας υπάρχει ένα μνημείο για τους Ρομά που εκτέλεσαν οι Γερμανοί τον Αύγουστο του 1944 για την αντιστασιακή τους δράση. Το γνωρίζουν ελάχιστοι Αθηναίοι, ενώ χιλιάδες περνούν καθημερινά από το σημείο. Πολύ συχνά, οι Ρομά δεν είναι μέρος της επίσημης ιστορίας, της ιστορίας μιας πόλης ή μιας χώρας. Μόλις το 1982 η Γερμανία αναγνώρισε επίσημα ότι διέπραξε γενοκτονία εναντίον των Ρομά, τους οποίους χαρακτήριζε ως «εχθρούς του φυλετικού κράτους», τοποθετώντας τους στην ίδια κατηγορία με τους Εβραίους.
Ξέρουμε ελάχιστα για τους Έλληνες Ρομά, που η κοινότητά τους χρονολογείται από τον 15ο αιώνα και είναι μία από τις παλαιότερες της Ευρώπης. Ξέρουμε πολύ λίγα για αυτούς που κουβαλούν το στίγμα του επικίνδυνου Άλλου, ενός ξένου που βρίσκεται διαρκώς σε μια ενδιάμεση κατάσταση, σε ένα «είναι και δεν είναι», όπως η φράση με την οποία ξεκινούν τα τσιγγάνικα παραμύθια.
Τον Δεκέμβριο του 2022, ο 16χρονος Κώστας Φραγκούλης πεθαίνει όταν ένας αστυνομικός τον πυροβολεί στο κεφάλι κατά τη διάρκεια καταδίωξης στη Θεσσαλονίκη. Έναν χρόνο νωρίτερα, στο Πέραμα, ένας ακόμα νεαρός Ρομά, ο 18χρονος Νίκος Σαμπάνης, δολοφονείται μετά από καταδίωξη από επταμελή ομάδα ΔΙΑΣ, με έναν καταιγισμό 36 πυροβολισμών.
«Η ελληνική κοινωνία προχωρά χωρίς να συμβαίνει το ίδιο με τους Ρομά, είναι “βρόμικοι, αγράμματοι, παράσιτα”. Σε αυτό έχει ευθύνες και το ελληνικό κράτος γιατί τους άφησε χωρίς υπηκοότητα για πολλές δεκαετίες. Όταν μεγαλώνουν γενιές ολόκληρες χωρίς δικαιώματα, όταν είσαι homo sacer, όταν σε σκοτώνουν και δεν πάει κανένας φυλακή, είναι λογικό να αναπτύσσονται κάποιοι μηχανισμοί, ακόμα και για την προστασία τους».
Δίπλα στα περιστατικά βίας ορθώνονται αυτά της τερατώδους αδιαφορίας, από το εργατικό ατύχημα στη γέφυρα που κατέρρευσε στην Πάτρα μέχρι την οκτάχρονη Όλγα στο Κερατσίνι, που εγκλωβίστηκε από μια πόρτα εργοστασίου και πέθανε αβοήθητη. Προφανώς δεν είναι τα μόνα. Η Human Rights Watch έχει καταγράψει 716 περιστατικά αστυνομικής, κρατικής βίας και ρατσισμού κατά των Ρομά στην Ελλάδα σε διάστημα 18 μηνών. Στο «Χρονολόγιο Βίας» που συνέταξαν οι Ανέστης Αζάς και Πρόδρομος Τσινικόρης, δημιουργοί της παράστασης «Romáland» που θα κάνει πρεμιέρα στη Στέγη στις 2 Νοεμβρίου, το οποίο ξεκινά από τη δεκαετία του ’90, διαπιστώνουν ότι σχεδόν κάθε χρόνο κάποιος/-α Ρομά πέφτει νεκρός/-ή, είτε στη διάρκεια αστυνομικής καταδίωξης είτε ως θύμα αυτόκλητων λευκών τιμωρών που ανοίγουν αδιακρίτως πυρ μέσα σε καταυλισμούς.
«Η ρομαφοβία είναι ο τελευταίος αποδεκτός ρατσισμός» γράφει στη LiFO ο Δημήτρης Πολιτάκης. «Για τους Έλληνες Ρομά, τους Τσιγγάνους, τους “γύφτους”, μοιάζει σαν να μπορεί να λέει και να γράφει κανείς ό,τι στερεοτυπικό και ρατσιστικό και χολερικό και ισοπεδωτικό έχει στο μυαλό του, χωρίς καμιά συνέπεια, ούτε ποινική ούτε κοινωνική».
Τα ακραία περιστατικά βίας κατά των Ελλήνων Ρομά γέννησαν την ιδέα της παράστασης, που φιλοδοξεί να αφηγηθεί ένα ανεστραμμένο ταξίδι της σύγχρονης ιστορίας της Ελλάδας μέσα από τη δική τους οπτική γωνία.
«Οι δολοφονίες των Σαμπάνη - Φραγκούλη ήταν σχεδόν πανομοιότυπες. Έχουν πολύ κοινά χαρακτηριστικά, ένα μοτίβο πολύ συγκεκριμένο. Υπάρχει ένα παράπτωμα, κάποιος δεν σταματάει όταν του το ζητάει η αστυνομία, κάποιος φεύγει χωρίς να πληρώσει, και αυτό δίνει το δικαίωμα στην αστυνομία να δείξει υπερβάλλοντα ζήλο. Μας θύμισε λίγο την κατάσταση που έχουμε δει να αντιμετωπίζουν οι μαύροι στην Αμερική. Θελήσαμε λοιπόν να δούμε τι σημαίνει αυτό στην ελληνική κοινωνία, στο σύνολό της» λέει ο Ανέστης Αζάς.
Οι δυο σκηνοθέτες ξεκίνησαν την έρευνα με συνεντεύξεις στον Δενδροπόταμο της Θεσσαλονίκης, μια απομακρυσμένη και υποβαθμισμένη περιοχή που αποτελεί στην πλειοψηφία της οικισμό των Ρομά. Εκεί οι ευκαιρίες να εξελιχθούν ή να μορφωθούν οι νέοι είναι σχεδόν ανύπαρκτες. Ο κοινωνικός αποκλεισμός δεν έχει αρθεί, σε έναν τόπο όπου από τη δεκαετία του ‘50 κατοικούσαν φτωχοί εργάτες και Ρομά. Μπαίνοντας στις ιστορίες τους, τη μια μετά την άλλη, άρχισαν να φτιάχνουν ένα έργο που καλύπτει διάφορα επίπεδα για το πώς βιώνει αυτή η μειονότητα τη χώρα στην οποία ζούμε. Είναι ένα μοντέλο δραματουργίας παρόμοιο με αυτό της «Καθαρής Πόλης», που παρουσίασαν πριν από επτά χρόνια. Εκεί θέλησαν να αφηγηθούν την ιστορία της Ελλάδας από την οπτική γωνία των μεταναστριών καθαριστριών, εδώ ακολουθούμε ως θεατές μια αφήγηση της ιστορίας της χώρας από την οπτική γωνία των Ελλήνων Ρομά.
«Αυτό δεν είναι απλό ή εύκολο να γίνει, γιατί όταν λέμε Ρομά ή Έλληνες Τσιγγάνοι μιλάμε για εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους που είναι πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους. Υπάρχουν αυτοί που είναι ενταγμένοι και δεν το λένε καν, γιατί θεωρείται στίγμα, υπάρχουν αυτοί που είναι πάμφτωχοι και ζουν σε συνθήκες ακραίας παραβατικότητας, φτώχειας, αγραμματοσύνης, υπάρχουν αυτοί που βρίσκονται σε ένα ενδιάμεσο στάδιο. Δεν σου κρύβουμε ότι το έργο είναι ό,τι πιο δύσκολο έχουμε κάνει μέχρι τώρα, δεν ήταν εύκολο να βρούμε ούτε τους πρωταγωνιστές, ούτε να προχωρήσει η έρευνα, ούτε να φτιάξουμε τελικά τη δραματουργία που φτιάξαμε. Μετά τον Δενδροπόταμο κάναμε συνεντεύξεις στον Ασπρόπυργο, στο Ζεφύρι, στην Αγία Βαρβάρα, που είναι μια εντελώς διαφορετική κατάσταση, εκεί οι άνθρωποι είναι πλήρως ενταγμένοι» λέει ο Ανέστης Αζάς.
Όλοι όσοι συνάντησαν είχαν παρόμοιες ιστορίες με αυτή του Σαμπάνη και του Φραγκούλη να αφηγηθούν. Όλοι ξέρουν κάποιον ή έχουν έναν συγγενή που κάποια στιγμή σκοτώθηκε σε μια συμπλοκή με την αστυνομία, ή κάτι παρόμοιο. Άρχισαν να δουλεύουν μελετώντας κάποιες περιπτώσεις κραυγαλέου ρατσισμού, ενώ παράλληλα ήρθαν σε επαφή με οργανώσεις των Ρομά όπως η «Ελλάν Πασσέ», η «Ένωση Νέων Διαμεσολαβητών», η ΜΚΟ «Κλίμακα», ούτως ώστε να δουν τα κοινωνικά προβλήματα που εμποδίζουν την πολυπόθητη ενσωμάτωση.
«Το υλικό μας είναι κατά βάση οι ιστορίες των ανθρώπων που καταλήξαμε ότι θέλουμε να έχουμε επί σκηνής, ένα πολυσχιδές και αρκετά διαφορετικό κάστινγκ, ένα σχήμα από την αγράμματη Τσιγγάνα, την ηλικιωμένη, που δεν είχε ποτέ τη δυνατότητα να πάει σχολείο, μέχρι αυτόν που σήμερα σπουδάζει στο Εθνικό Θέατρο. Το μόνο κοινό που έχουν οι πρωταγωνιστές μας είναι η καταγωγή τους» λέει ο Πρόδρομος Τσινικόρης.
«Υπάρχει ως βασικός αφηγητής και φωνή δική μας ο Αβραάμ Γκουτζελούδης, που ήταν μαθητής μας στο Εθνικό, σπουδάζει σκηνοθεσία, είναι στο τρίτο έτος και τον καλέσαμε και ως βοηθό μας, σαν γέφυρα στην έρευνα, −ξέρει τη γλώσσα, μιλάει τα ρομανέσκ−, ο οποίος καλεί στη σκηνή και τους υπόλοιπους για να μιλήσουμε για τα προβλήματα αυτής της κοινωνικής ομάδας. Ο Αβραάμ είναι ένα παιδί που έχει μεγαλώσει με όλες τις προκαταλήψεις που συναντάς στην ελληνική επαρχία, στη Βόρεια Ελλάδα, και ερχόμενος στην Αθήνα βίωσε ένα είδος απελευθέρωσης.
Σύμφωνα με την έρευνά μας, είναι ένας από τους λίγους ανθρώπους που είναι Ρομά και δουλεύουν στην τηλεόραση ή στο θέατρο. Έχουμε την περίπτωση μιας κοπέλας, της Θεοδοσίας Γεωργοπούλου, που ανακάλυψε στην εφηβεία της ότι είναι τεκνοθετημένη και ότι έχει καταγωγή Ρομά και ξεκίνησε ένα μεγάλο ταξίδι αναζήτησης της ταυτότητάς της. Το τρίτο πρόσωπο είναι ο Γιώργος Βιλανάκης, ένα παιδί που μεγάλωσε σε έναν καταυλισμό Ρομά στη Θεσσαλία. Δεν τέλειωσε το σχολείο και το εξηγεί − ο μεγάλος πληθυσμός των ανδρών δεν τελειώνει το σχολείο, μαθαίνει τα βασικά. Ο Γιώργος τα τελευταία χρόνια κινητοποιήθηκε μέσα από το δίκτυο κυρίως της “Ελλάν Πασσέ” και έχει γίνει ακτιβιστής για τα ανθρώπινα δικαιώματα των Ρομά.
Και έχουμε και δυο γυναίκες που μένουν στο Ζεφύρι. Η Αγγελική Ευαγγελοπούλου, κοντά στα εξήντα, είναι μια κλασική περίπτωση γυναίκας της γενιάς της. Γεννήθηκε στην Κρήτη, οι δικοί της δούλευαν εργάτες, την πάντρεψαν στα δώδεκα, έκανε πολλά παιδιά. Είναι ένας αξιολάτρευτος άνθρωπος με πλούσια βιογραφία και χαρακτηριστικές ιστορίες. Η Μέλπω Σαΐνη είναι κοντά στα σαράντα, ανήκει σε μια ενδιάμεση γενιά, έμαθε να διαβάζει από τα παιδιά της, είναι μια περίπτωση ανθρώπου που θέλει να προχωρήσει, να φύγει από εκεί που ζει σήμερα και φοβάται πολύ μήπως τα παιδιά της μεγαλώνοντας μπλέξουν με την παραβατικότητα. Οι δυο αυτές γυναίκες δεν δούλεψαν ποτέ γιατί δεν έχουν τελειώσει το σχολείο, δεν είχαν τη δυνατότητα, ανήκαν σε νομαδικό πληθυσμό που γυρνούσε από τη μια περιοχή στην άλλη κάνοντας εμπόριο».
Οι δυο δημιουργοί μού επισημαίνουν τις μεγάλες ομοιότητες του ελληνικού αγροτικού πληθυσμού της δεκαετίας του ‘70 και μέχρι το ‘80 με αυτό που είναι οι Ρομά σήμερα. Δεν μπόρεσαν να ακολουθήσουν τη ραγδαία αστικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας και έτσι, αναγκαστικά, περιθωριοποιήθηκαν. Η παράσταση θα αναπτύξει τους λόγους για τους οποίους δεν μπόρεσαν να απαγκιστρωθούν από το συγκεκριμένο μοντέλο και να προχωρήσουν. Όταν είσαι εκτός κοινωνίας, δεν ενσωματώνεσαι ούτε εύκολα ούτε γρήγορα, όταν μεγαλώνεις σε συγκεκριμένες συνθήκες, είναι πολύ δύσκολο να βγεις από αυτές και να κάνεις κάτι άλλο.
«Η ελληνική κοινωνία προχωρά χωρίς να συμβαίνει το ίδιο με τους Ρομά, είναι “βρόμικοι, αγράμματοι, παράσιτα”. Σε αυτό έχει ευθύνες και το ελληνικό κράτος γιατί τους άφησε χωρίς υπηκοότητα για πολλές δεκαετίες. Όταν μεγαλώνουν γενιές ολόκληρες χωρίς δικαιώματα, όταν είσαι homo sacer, όταν σε σκοτώνουν και δεν πάει κανένας φυλακή, είναι λογικό να αναπτύσσονται κάποιοι μηχανισμοί, ακόμα και για την προστασία τους. Δεν τους αγιογραφούμε, τους δίνουμε τη δυνατότητα να πουν την ιστορία τους. Αυτό που μπορεί να κάνει το θέατρο ή η θεατρική σκηνή είναι να επιτρέψει να φωτιστεί και αυτή η οπτική γωνία, που δεν είναι μέρος της mainstream αφήγησης, η οποία συνήθως αποκλείει όλες τις μειονότητες της χώρας», λέει ο Ανέστης Αζάς.
«Να διευκρινίσουμε κάτι άλλο που υποβόσκει συνήθως σε τέτοιες συζητήσεις. Σε μια παράσταση, όπως και σε μια δραματουργία, καλό είναι να μη γενικεύουμε. Ναι μεν εμείς κάνουμε μια παράσταση και θέλουμε να μιλήσουμε για τη δική μας χώρα μέσα από ιστορίες συγκεκριμένων ανθρώπων που έχουν Ρομά καταγωγή, αλλά δεν μπορούμε να μιλήσουμε γενικά για όλους τους Ρομά. Είναι μια αφορμή για συζήτηση ακόμα και με τον εαυτό μας, για πράγματα που δεν γνωρίζουμε ή δεν έχουμε σκεφτεί, γι’ αυτό και αντιμετωπίζουμε πρισματικά και από πολλές γωνίες τη ζωή τους, όχι μόνο τις περιπτώσεις αυτές που ζουν σε κλειστές κοινότητες».
Κάνοντας έρευνα για μια παράσταση την περασμένη χρονιά στην Αυστρία, οι δημιουργοί του «Romáland» έπεσαν πάνω σε ένα στοιχείο που έδειχνε ότι πολλές φορές ο πληθυσμός μιας πόλης αποβάλλει στις άκρες της αυτά που δεν θέλει να δει. Συμβαίνει και στην Αττική. Χωματερές, εμπόριο ναρκωτικών, εγκληματικότητα, καμπ προσφύγων στον Σκαραμαγκά, Δρομοκαΐτειο, και συμπτωματικά όλες οι περιοχές στις οποίες ζουν Ρομά είτε είναι κρυμμένες πίσω είτε βρίσκονται γύρω από το όρος Αιγάλεω. Ζουν εκτός κέντρου και εκτός αυτού που ονομάζουμε καθημερινότητα στην πόλη. Οι περισσότεροι άνθρωποι τούς συσχετίζουν πρωτίστως με την παραβατικότητα.
Υπάρχει απροθυμία και ρατσισμός, κανένας δεν θέλει να αναγνωρίσει στον Ρομά ότι έχει τα ίδια προβλήματα, ακόμα και αν μένει στην ίδια γειτονιά. Ο κατά Φρόιντ «ναρκισσισμός των ασήμαντων διαφορών» συναντά κοινωνικές κατασκευές όπως ότι οι Ρομά θέλουν να μένουν στη φύση, οι Ρομά θέλουν να μένουν σε καταυλισμούς, οι Ρομά δεν θέλουν να πηγαίνουν σχολείο. Πόσο βολική είναι η κατασκευή ότι οι Ρομά θέλουν να μένουν μακριά από την κοινωνία μας;
«Γιατί πιστεύεις ότι οι Ρομά δεν θέλουν να στέλνουν τα παιδιά σχολείο; Δεν αναγνωρίζουν την αξία της εκπαίδευσης;» λέει ο Ανέστης Αζάς. «Υπάρχουν παιδιά που μένουν σε περιοχές που δεν έχουν ρεύμα για να κάνουν τα μαθήματά τους το βράδυ, δεν έχουν τρεχούμενο νερό και θα πάει το παιδί σχολείο και θα λένε “βρομάει το Τσιγγανάκι”, υπάρχουν σχολεία στα οποία οι άλλοι γονείς δεν θέλουν τα παιδιά τους να πηγαίνουν μαζί με παιδιά Ρομά. Πολλές φορές οι γονείς θέλουν να αποφύγουν τον ψυχικό πόλεμο που θα υποστούν τα παιδιά τους σε ένα τέτοιο περιβάλλον, οπότε λένε “θα συνεχίσουμε έτσι όπως ξέρουμε”. Και κάπως έτσι συνεχίζεται η ζωή», λέει ο Ανέστης Αζάς.
«Η απόλυτη πλειοψηφία των ανθρώπων με τους οποίους μιλήσαμε φυσικά και θέλουν να πάνε σχολείο, εννοείται πως δεν θέλουν να μεγαλώσουν τα παιδιά τους σε αυτές τις συνθήκες, εννοείται πως θέλουν να ενταχθούν. Εννοείται πώς “θέλω κι εγώ να πάω στα ΙΚΕΑ να πάρω πράγματα”, ακούσαμε και αυτή την ατάκα. Δεν θέλουν να πάνε στο Κολωνάκι, να νοικιάσουν ένα σπίτι στον Ασπρόπυργο θέλουν, κάτι που δεν γίνεται γιατί είναι Ρομά. Ωστόσο, η εικόνα έχει αλλάξει τις τελευταίες δεκαετίες. Έχει σχεδόν εξαλειφθεί το φαινόμενο των πρόωρων γάμων, όλο και περισσότερα παιδιά πάνε σχολείο. Αν δεν υπήρχε το διαδίκτυο, αυτό θα έπαιρνε περισσότερο χρόνο. Έχοντας πρόσβαση πλέον σε έναν άλλο τρόπο ζωής, βλέποντας άλλες εικόνες, έχουν αποκτήσει την επιθυμία για κάτι διαφορετικό, για διεκδικήσεις που δεν υπήρχαν πριν δέκα χρόνια. Για παράδειγμα, έχουμε γνωρίσει στην έρευνα γυναίκες πολύ δυνατές και χειραφετημένες που θέλουν να απαγκιστρωθούν από το πατριαρχικό μοντέλο που ούτως ή άλλως είναι πολύ δυνατό και στην υπόλοιπη ελληνική κοινωνία» λέει ο Πρόδρομος Τσινικόρης.
Ο περισσότερος κόσμος ξέρει τους Ρομά από τη συμβολή τους στη διάσωση και τη διάδοση της δημοτικής και της παραδοσιακής μουσικής, είναι ίσως ο μόνος λόγος για τον οποίο τους σεβόμαστε. Ακολουθεί η μακρά λίστα με τα αρνητικά στερεότυπα. Τις περισσότερες φορές την υποστηρίζουμε χωρίς να έχουμε γνωρίσει ούτε έναν Ρομά από κοντά. Χωρίς να γνωρίζουμε ότι το προσδόκιμο ζωής τους είναι δέκα χρόνια μικρότερο από το δικό μας και να αναρωτηθούμε για τους λόγους. Κάθε φορά που συμβαίνει κάτι με τους Ρομά, αν ανατρέξει κάποιος στα σχόλια κάτω από τις αναρτήσεις, θα δει ότι το μέγεθος της προκατάληψης είναι αβυσσαλέο. Ακόμα και αν ιδανικά υπάρχει βούληση να λυθούν τα προβλήματα, η υπόθεσή τους σκοντάφτει στον ρατσισμό της ελληνικής κοινωνίας.
«Σε μια κοινωνία άκρως ατομικιστική και με μεγάλους φόβους, έρχονται στην επιφάνεια αυτόματα τα χειρότερά μας ένστικτα, αυτά που δεν επιτρέπουν να υπάρξει χώρος για τη διαλλακτικότητα, το ενδιαφέρον, ακόμα και για την περιέργεια» λέει ο Πρόδρομος Τσινικόρης. «Όσο περίεργο και αν ακούγεται αυτό, πιο εύκολα θα έρθουν οι Ρομά πιο κοντά στην ελληνική κοινωνία παρά η ελληνική κοινωνία σε αυτούς».
Romáland - Mια φορά κι έναν καιρό ήταν και δεν ήταν
Έρευνα, Κείμενο & Σκηνοθεσία: Ανέστης Αζάς, Πρόδρομος Τσινικόρης
Σκηνικά & Κοστούμια: Διδώ Γκόγκου
Σχεδιασμός Φωτισμών: Ελίζα Αλεξανδροπούλου
Μουσική & Ηχητικός Σχεδιασμός: Παναγιώτης Μανουηλίδης
Βίντεο: Oliwia Twardowska
Επιστημονικός Σύμβουλος: Γιώργος Τσιτιρίδης
Παίζουν: Γιώργος Βιλανάκης, Θεοδοσία Γεωργοπούλου, Αβραάμ Γκουτζελούδης, Αγγελική Ευαγγελοπούλου, Μέλπω Σαΐνη
Μουσικός επί σκηνής: Γιώργος Δούσος
Στέγη Ιδρύματος Ωνάση - Κεντρική Σκηνή
2-26/11
Τετ.-Κυρ. 20:30