— Η τελευταία σας κοινή εμφάνιση επί σκηνής ήταν το «You» της Ερμίρα Γκόρο το 2019 στις Ροές, μια παράσταση που δινόταν για έναν θεατή τη φορά.
Σταυρούλα Σιάμου: Ακριβώς, τώρα βέβαια απευθυνόμαστε σε μεγαλύτερο κοινό! Το «Shifting Time» είναι μια σύλληψη του Γιάννη Νικολαΐδη – εκείνος μας προσκάλεσε και έκανε την «παντρειά».
— Σπάνια βλέπει κανείς ανθρώπους του χορού να εμφανίζονται στη σκηνή σε μεγάλη ηλικία. Είναι, πιστεύετε, περισσότερο θέμα προκατάληψης;
Σ.Σ.: Σίγουρα ο χώρος προτιμά τη νεότητα και την ωραιότητα. Για την ακρίβεια, όχι ο ίδιος ο χώρος, αλλά το κοινό του. Προσωπικά δεν είμαι βέβαιη αν κάποια εσωτερική ανάγκη με σπρώχνει να βγω στη σκηνή και να χορέψω, κάτι πάντως που σίγουρα μου είχε λείψει είναι να βρεθώ σε πρόβα μαζί με ανθρώπους που εκτιμώ και να φτιάχνω κινήσεις. Αυτό μου είχε πράγματι λείψει πολύ και γι' αυτό δέχτηκα, παρότι το σώμα μου δεν είναι πια στην ακμή του και κουβαλά πολλές δυσκολίες και πόνους. Αυτό όμως το σώμα έχω τώρα, με αυτό θα προσπαθήσω!
«Για μένα το δυσκολότερο είναι να καθησυχάσω το μυαλό μου ότι αυτό που κάνω έχει πράγματι καλλιτεχνική αξία. Γιατί ενώ το αν είμαι πια καλή χορεύτρια ή όχι είναι ένα ερώτημα, το ότι είμαι μια μεγάλη σε ηλικία χορεύτρια είναι μια βεβαιότητα και ο πολιτισμός μας τις μεγαλύτερες ηλικίες τείνει να τις παραμερίζει, και στην τέχνη και παντού».
Αγγελική Στελλάτου: Ναι, ισχύουν όλα αυτά και το ζήτημα δεν είναι ότι χορεύεις στο σπίτι σου μόνη ή μπροστά σε φίλους και δεν σε νοιάζει αν κάνεις ένα «στραβοπάτημα», αλλά ότι καλείς και θεατές να σε δουν. Αυτό σίγουρα είναι ένα παραπάνω στοίχημα και εκεί αποσκοπούσε η δουλειά που κάναμε στις πρόβες.
Σ.Σ.: Ένα μέρος της δουλειάς είναι ακριβώς αυτό, να δεις τι μπορείς πλέον να κάνεις και κυρίως τι από αυτά στέκεται άνετα σε μια παράσταση. Ο σύγχρονος χορός δεν έχει βέβαια τους αυστηρούς κανόνες του κλασικού μπαλέτου όπου το βηματολόγιο είναι πολύ συγκεκριμένο, άρα έχουμε μεγαλύτερη ελευθερία να δείξουμε τι δύναται κινησιολογικά να κάνει ένα σώμα σε αυτή την ηλικία.
Α.Σ.: Είναι γεγονός ότι στο πλαίσιο της συμπεριληπτικότητας βλέπει κανείς σήμερα χορογράφους να συνεργάζονται και με χορευτές-τριες μεγαλύτερης ηλικίας. Στην Ολλανδία, ας πούμε, είχε δημιουργηθεί το Netherlands Dance Theater III για χορευτές άνω των 40 ετών. Δεν κράτησε πολύ το εγχείρημα, αλλά έθεσε ενδιαφέρουσες προβληματικές. Είναι σαν να στρέφεται σταδιακά το ενδιαφέρον στο ερώτημα μέχρι πότε μπορεί κανείς να χορεύει, πόσο νέο «πρέπει» να είναι ένα σώμα για να λάβει μέρος σε μια παράσταση χορού, όλα αυτά. Εκείνο που ξεχωρίζει στο «Shifting Time» είναι ότι ο Γιάννης μετέφερε αυτή την προβληματική στο ίδιο το έργο.
— Πόση επαφή κρατάτε με τον χορό, συνεχίζετε να εξασκείστε τακτικά;
Α.Σ.: Ας πούμε ότι προσπαθούμε! Εμένα με έχει «σπρώξει» η Σταυρούλα και κάνω καθημερινά τον τελευταίο καιρό ένα ζέσταμα κι ένα κομμάτι κινητικού αυτοσχεδιασμού, περισσότερο ως συνομιλία με το τωρινό μου σώμα. Το δοκιμάζω, το «γλυκαίνω» γιατί πονάει, το καλοπιάνω, είναι γενικά μια φροντίδα. Γιατί μεγαλώνοντας έρχεσαι αντιμέτωπος με την καταπόνηση, την κληρονομικότητα, τους τραυματισμούς…
— Η μεγαλύτερη δυσκολία είναι άραγε οι αντοχές ή το τεχνικό κομμάτι;
Α.Σ.: Για μένα το δυσκολότερο είναι να καθησυχάσω το μυαλό μου ότι αυτό που κάνω έχει πράγματι καλλιτεχνική αξία. Γιατί ενώ το αν είμαι πια καλή χορεύτρια ή όχι είναι ένα ερώτημα, το ότι είμαι μια μεγάλη σε ηλικία χορεύτρια είναι μια βεβαιότητα και ο πολιτισμός μας τις μεγαλύτερες ηλικίες τείνει να τις παραμερίζει, και στην τέχνη και παντού. Φυσικά και πρέπει να δίνεται χώρος στους νεότερους, όμως και οι μεγαλύτερης ηλικίας χορευτές δικαιούμαστε να δείξουμε ότι ακόμα υπάρχουμε και θα έπρεπε να μας δίνεται η δυνατότητα να δοκιμάσουμε τις δυνάμεις και τις αντοχές μας. Εξάλλου όλοι από το αποτέλεσμα κρινόμαστε, ανεξάρτητα από τα χρόνια μας. Αυτή είναι η καλή εκδοχή κι αυτή κρατάω – η κακή είναι «πού πας, ρε Καραμήτρο!».
Σ.Σ.: Στο κομμάτι της καθημερινής εξάσκησης έρχομαι κι εγώ πολλές φορές αντιμέτωπη με τον «μπαμπούλα» της ματαιότητας, όμως αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο – από μικρή με προβλημάτιζε το αν κάνω κάτι που αξίζει να ανέβει στη σκηνή. Απλώς το άγχος αυτό όσο μεγαλώνεις οξύνεται, γιατί δεν μπορείς πια να επενδύσεις στη φρεσκάδα και τη δεξιοτεχνία της νεότητας. Το καλό είναι ότι, έχοντας συνηθίσει πια να ακούω αυτήν τη «φωνή» μέσα μου, κωφεύω πιο εύκολα και προχωρώ παρακάτω!
— Έχοντας τόσα χρόνια εμπειρία στον χώρο, και ως χορεύτριες-χορογράφοι και ως διδάσκουσες, πώς βλέπετε την εξέλιξη του είδους στην Ελλάδα και πόσο υποσχόμενες είναι οι νέες γενιές χορευτών;
Σ.Σ.: Νομίζω ότι το δυσκολότερο μέρος για τα νεότερα παιδιά που ασχολούνται με τον χορό είναι το βιοποριστικό. Πάντα ήταν πρόβλημα, όμως η κατάσταση έχει χειροτερέψει. Παλιότερα υπήρχαν μεγάλες περίοδοι που μπορούσαμε να ζούμε μόνο από την τέχνη μας, όχι πλουσιοπάροχα μεν αλλά σίγουρα αξιοπρεπώς. Αυτό σήμερα είναι ένα προνόμιο για ελάχιστους, οι περισσότεροι χρειάζεται να κάνουν μία και δύο επιπλέον δουλειές για να επιβιώσουν. Σε πολλούς μαθητές μου διακρίνω μια ανασφάλεια και μια αγωνία για το αν θα καταφέρουν να βιοποριστούν μέσα από τον χορό και το πώς θα τον συνδυάσουν με την άλλη τους απασχόληση. Κάποιοι αποθαρρύνονται και εγκαταλείπουν. Και είναι κρίμα γιατί και ενδιαφέρον και ταλέντα και θέληση υπάρχουν.
— Θα υπέθετε κανείς ότι η πολιτεία θα είχε αγκαλιάσει περισσότερο μια τέχνη που γνωρίζει άνθιση και φέρνει διακρίσεις στη χώρα.
Α.Σ.: Η πολιτεία ξεχνά ότι για να βγει ο σπουδαίος χορογράφος που θα κάνει διεθνή καριέρα πρέπει να υπάρχει μια βάση, μια «δεξαμενή» από καλούς, μέτριους ή και κακούς χορογράφους. Από εκεί θα ξεπηδήσει ο ένας ή η μία που θα ξεχωρίσει. Το λιγότερο που θα μπορούσε να κάνει είναι να φτιάξει μια στέγη για τον χορό όπου να μπορούν οι άνθρωποι του χώρου να εξασκούν κάπου την τέχνη τους. Καλό το Μέγαρο Χορού στην Καλαμάτα, όπου γίνεται μια σοβαρή δουλειά, όμως δεν φτάνει. Στην Αθήνα δεν υπάρχει τίποτα ανάλογο, ούτε στη Θεσσαλονίκη. Ας βοηθήσουν περισσότερο τον χορό κι αυτός θα τους το ανταποδώσει.
Δεν αρκεί να στηρίζεις εκείνους που είναι ήδη στην κορυφή, χρειάζεται να δημιουργείς και υποδομή. Οι λίγοι που κατάφεραν να προχωρήσουν το πέτυχαν χάρη σε ένα εξαιρετικό ταλέντο κι ένα τεράστιο πείσμα, όμως δεν μπορείς να επενδύεις μόνο σε αυτά. Χρειάζεται επίσης να εκπαιδεύεις όχι μόνο νέους καλλιτέχνες αλλά και το ίδιο το κοινό ώστε να στηρίζει την τέχνη με τη σειρά του. Για να μην επεκταθούμε στο θέμα της γενικότερης απαξίωσης των καλλιτεχνικών σπουδών που ανέδειξαν και οι περσινές κινητοποιήσεις.
Σ.Σ.: Για κάποια πρόσωπα και θεσμούς, η τέχνη έχει νόημα μόνο αν φέρνει χρήμα κι αν υπακούει στους νόμους της αγοράς. Αλλά για να δημιουργηθεί αυτή η «δεξαμενή» που ανέφερε πριν η Αγγελική χρειάζεται η αισθητική αποτίμηση να μην είναι το πρωτεύον. Να δίνεις ως πολιτεία ευκαιρίες χωρίς να προσδοκάς άμεσα κέρδη αλλά με το βλέμμα στο παρακάτω. Ούτε γίνεται η ιδιωτική πρωτοβουλία, όσο φιλότιμη κι αν είναι, να καλύπτει τα κενά της πολιτείας.
Α.Σ.: Στις εισαγωγικές για τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, όπου διδάσκω, έδωσαν πέρσι 1.200 παιδιά και φέτος 800. Αναρωτιέμαι καμιά φορά τι κεντρίζει τους ανθρώπους να δοκιμάσουν την τύχη τους στην τέχνη παρ’ όλες τις αντιξοότητες, η ανάγκη τους να εκφραστούν, η προσδοκία της καταξίωσης, της αναγνωρισιμότητας; Πιστεύω πάντως ότι η δημιουργικότητα είναι κύριο χαρακτηριστικό μας ως ανθρώπινων πλασμάτων και η εκπαίδευσή μας στην Ελλάδα δυστυχώς αυτό το ψαλιδίζει. Και όχι, δεν χρειάζεται η δημιουργικότητα αυτή να είναι οπωσδήποτε παραγωγική και να αποτιμάται με όρους αγοράς.
— Για να επανέλθουμε στο «Shifting Time», θα δώσετε εννέα μόνο παραστάσεις ή μπορεί να πάρει και παράταση;
Σ.Σ.: Όχι, τρία Παρασκευοσαββατοκύριακα και μετά τέλος. Αυτό είναι και ένα μεγάλο μου παράπονο, πάντοτε ήταν δηλαδή, να κοπιάζεις τόσο πολύ για μια παράσταση και όταν επιτέλους ανεβαίνει να κρατά λίγες μόνο μέρες, έτσι, σαν πυροτέχνημα! Πολλές φορές δεν προλαβαίνεις καν να συνειδητοποιήσεις τι έχεις φτιάξει. Σ' αυτό θα βοηθούσε πολύ αν υπήρχε μια στέγη για τον χορό, καθώς εκεί θα είχες άλλα περιθώρια.
— Το δικό σας «απόλυτο» χορευτικό μουσικό κομμάτι;
Α.Σ.: Για μένα είναι ο «Γαλάζιος Δούναβης» του Γιόχαν Στράους. Δεν ξέρω καν αν θα ήθελα να το χορέψω μπροστά σε κόσμο, αλλά μπορώ να φανταστώ το σώμα μου ρευστό, να κυλάει μαζί με τις μουσικές φράσεις!
Σ.Σ.: Ένα κομμάτι που αγαπώ πολύ είναι το «Space Oddity» του David Bowie. Με γοητεύει και φτιάχνει στο μυαλό μου κύματα που με συνεπαίρνουν.
— Τι θα λέγατε ότι σας δίδαξε ο χορός;
Σ.Σ.: Να θαυμάζω το ανθρώπινο σώμα. Νομίζω ότι φέρει μέσα του πολύ περισσότερα πράγματα από όσα νομίζουμε, ότι είναι μεγαλύτερο από την ατομικότητα του καθενός. Όταν αρχίσεις να χορεύεις, συνειδητοποιείς ότι μέσα στο σώμα σου, στην κυτταρική σου μνήμη, είναι εγγεγραμμένη όχι μόνο η προσωπική σου ιστορία αλλά όλου του ανθρώπινου γένους από την αυγή της δημιουργίας του. Αυτό είναι που με εκπλήσσει και που με παρακινεί να συνεχίζω.
Α.Σ.: Αυτό που ο χορός και η κίνηση καλλιεργούν μέσα μου περισσότερο από οτιδήποτε άλλο είναι η συναίσθηση ότι αποτελώ μέρος του σύμπαντος, ότι βυθίζομαι σε αυτό. Μπορεί να ακούγεται κάπως πομπώδες, αλλά έτσι είναι! Αλλά και την αξία της συνεργατικής δουλειάς, όπως αυτή που κάναμε με όλους τους συντελεστές αυτής της παράστασης.
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση «Shifting Time» εδώ