TO BLOG ΤΟΥ M.HULOT
Facebook Twitter

Το Ζάρι που ενόχλησε τον Μπύθουλα

Το «Ζάρι» που ενόχλησε τον Μπύθουλα

Περί «μουσικών ασυναρτησιών» και ένα τραγούδι (για τα πανηγύρια) που προσβάλλει τoν μουσικό πολιτισμό των Ελλήνων. 

Το «Ζάρι» που ενόχλησε τον Μπύθουλα Facebook Twitter
Το ότι η Σάττι θα πάει στην Eurovision με tallava είναι προς τιμήν της και μπράβο της που έχει το τσαγανό να το κάνει, γιατί είναι ένα είδος που αγνοούν όσοι μιλούν για δικαιώματα και είναι υπέρ των Ρομά, αλλά βγάζουν φλύκταινες με τη μουσική τους.

Ομολογώ ότι την πρώτη φορά που άκουσα το «Ζάρι» έστειλα στον Αλεξ ένα ξεγυρισμένο «δεν μ’ άρεσε» με φατσούλες λύπης. Το άκουσα απ’ το ηχείο του λάπτοπ στο διάλειμμα μιας απομαγνητοφώνησης, με νεύρα απ’ το γλέντι των από πάνω που είχαν μερακλωθεί με τζουράδες λόγω Τσικνοπέμπτης και το βρήκα ιδιαιτέρως αδιάφορο, οπότε ήθελα να το σχολιάσω αμέσως – ευτυχώς όχι δημόσια. Μέχρι να προλάβει να μου απαντήσει ο Άλεξ («Αχχχχχχ εμένα μ’ αρέσει πολύυυυυυ») το είχα ακούσει άλλες τρεις φορές, δυνατά, με ακουστικά, και είχα εντελώς αναθεωρήσει.

Όπως και το «Tucutum» (άλλο ένα τραγούδι που δεν με είχε κερδίσει από την αρχή) το «Ζάρι» φλερτάρει με το βαλκανορεγκετόν και το τσιγγάνικο τραπ, κυρίως όμως φλερτάρει με το funk Mineiro, τον πιο χοτ ήχο αυτή τη στιγμή στον κόσμο (κάτι σαν την version 2.0 του μπραζίλιαν funk, του ήχου της βραζιλιάνικης φαβέλας). Κι η αλήθεια είναι ότι το κάνει πιο πετυχημένα ακόμα και από τον Kanye West στο τελευταίο άλμπουμ του (στο «Paperwork» σαμπλάρει μπραζίλιαν φανκ κάνοντάς το εντελώς unsexy, γιατί δεν έχει καμία πλέον σχέση με τη βρομιά του χώματος και το παρανάλωμα που προκαλούν αυτά τα κομμάτια), με έναν τρόπο που αργείς να το πάρεις είδηση γιατί στο κομμάτι κυριαρχούν τα «χυδαία» Βαλκάνια. Σε κάποιους θύμισε Μπόλιγουντ, σε κάποιους τον νταλκά των ινδικών, σε άλλους «γύφτικα» που είναι τόσο low που θα μολύνουν την εικόνα του υψηλού πολιτισμού που οφείλουμε να δείξουμε στους ξένους (σιγά, μωρή, τη Σάττι περίμεναν για να τον δουν). Ο καθείς με τις γνώσεις και τις καταβολές του σε έναν καταιγισμό σχολίων που θυμίζουν τον ηθικό πανικό των καναλιών που έβγαζαν τη μάνα ρέιβερ στα δελτία ή τους νόμους που ήθελε να περάσει κάποτε ο Παπαθεμελής. Και, δυστυχώς, εδώ και δύο μέρες διαπιστώνω ότι οι περισσότεροι ηθικοφύλακες –και υπερασπίστριες της λαϊκότητας όπως αυτές την αντιλαμβάνονται– είναι γυναίκες. Η επίθεση που έχει υποστεί η Σάττι για ένα τραγούδι –την Ημέρα της Γυναίκας (...)– είναι άνευ προηγουμένου.  

     
Η Σάττι είναι μουσικός με φοβερό αυτί και αντίληψη, σου αρέσει δεν σου αρέσει, τη θεωρείς ή όχι σημαντική, ξέρει και από τον ήχο των Βαλκανίων και από τον ήχο της Νότιας Αμερικής και ξεχνάνε κάποιοι που σήμερα γράφουν χίλιες μύριες σαχλαμάρες περί «μουσικών ασυναρτησιών» ότι είναι μισή Αφρικάνα, το έχει το χαρμάνι του οριεντάλ έτοιμο, στο αίμα της. Δυστυχώς είναι και Ελληνίδα, και το δυστυχώς πάει στο τι θα μπορούσε να είχε κάνει με τον ίδιο ακριβώς ήχο αν ήταν μισή Γαλλίδα ή μισή Γερμανίδα – αν και εκεί δεν είναι και πολύ διαφορετική η αντιμετώπιση από το παρόμοιο κοινό, δηλαδή από τους αυτοχρισμένους διανοούμενους της αριστεράς που δεν διστάζουν ούτε στιγμή να μιλήσουν για «γυφτοτσιφτετέλια» «με όλη την έπαρση, τον ελιτισμό και το κόμπλεξ ανωτερότητας του μέσου δεξιού φιλελεύθερου (ο οποίος τουλάχιστον δεν υποκρίνεται). Είναι οι ίδιοι που ανεβάζουν ποστ για τους Ρομά, Παλαιστίνη και μετανάστες, αλλά όταν δουν κανέναν σκουρόχρωμο ή άστεγο έξω από το brunchάδικο που τρώνε στο Μεταξουργείο τους κόβεται η όρεξη. Το ότι το κομμάτι το κράζουν οι ελληνιόληδες ψευτοαριστεροί είναι η απόδειξη ότι θα πάει καλά στο διαγωνισμό»*.

Δεν είναι δικά μου λόγια αυτά στα εισαγωγικά, αλλά είναι ένα απ’ τα καλύτερα σχόλια που διάβασα σήμερα, γιατί η κινδυνολογία που προκάλεσε ένα κομμάτι (και έχει προκαλέσει η μουσική τα τελευταία χρόνια) είναι ακατανόητη, και από άτομα που δεν τα λες και συντηρητικά (αλλά δεν παίρνεις και όρκο).

Και μιλάμε για ένα τραγούδι γραμμένο για την Eurovision, ένα μουσικό πανηγύρι, δηλαδή, που σιγά το υψηλό μουσικό επίπεδο που είχε από καταβολής του (και δεν μας παρατάτε πια με τους Abba, έχουν περάσει πενήντα χρόνια).

Το ότι η Σάττι θα πάει στην Eurovision με tallava είναι προς τιμήν της και μπράβο της που έχει το τσαγανό να το κάνει, γιατί είναι ένα είδος που αγνοούν όσοι μιλούν για δικαιώματα και είναι υπέρ των Ρομά, αλλά βγάζουν φλύκταινες με τη μουσική τους.

Tallava είναι το μουσικό είδος που ξεκίνησε από τις αλβανόφωνες κοινότητες του Κοσόβου και της Βόρειας Μακεδονίας και έγινε η πιο δημοφιλής μουσική των Τσιγγάνων της Αλβανίας. Μετά διαχύθηκε παντού στα Βαλκάνια και σάρωσε στους τσιγγάνικους πληθυσμούς, ενσωματώνοντας ένα σωρό στοιχεία από τις τοπικές λαϊκές μουσικές κάθε χώρας (το turbo-folk της Σερβίας, το chalga της Βουλγαρίας, το manele της Ρουμανίας, το ελληνικό σκυλάδικο). Δεν είναι πρόσφατο είδος, ξεκίνησε στα '80s και στα '90s από την Ashkali εθνική μειονότητα των Τσιγγάνων και το όνομά του το πήρε από το χορό, τον chochek, από τη φράση tel o vas που δείχνει την κίνηση του χεριού που κινείται λεπτεπίλεπτα όπως στο δικό μας τσιφτετέλι. Οι Αλβανοί πρόσφυγες που κατέβηκαν στη Βόρεια Μακεδονία από το Κόσοβο λόγω του πολέμου έφεραν το ταλαβά παντού στα Βαλκάνια. Το υιοθέτησαν οι ντόπιοι Τσιγγάνοι και έγινε βαλκανική μουσική – και ελληνική. Ήταν και είναι η μουσική των γάμων και των γλεντιών, τρομερά δημοφιλής, θα μπορούσε κανείς να πει ότι μονοπωλεί το ενδιαφέρον των ανθρώπων κάθε ηλικίας.

Είναι μουσική που είχε πάντα χαμηλό στάτους και δεν τη θεώρησαν ποτέ άξια μελέτης ή έστω αναφοράς οι ντόπιοι μη Ρομά –σε κάθε χώρα των Βαλκανίων, όχι μόνο στην Ελλάδα– για καθαρά ρατσιστικούς λόγους. Θεωρείται ακόμα μουσική για εξαθλιωμένους, κάτι σαν κατάντια της μουσικής, βρόμικη, πρόστυχη σε κάθε επίπεδο, ένα σίχαμα, αυτό που θεώρησαν το «Ζάρι» όσοι εκπροσωπούν «υψηλό» πολιτισμό, που οτιδήποτε λαϊκό ξεφεύγει από τα στενά όρια του έντεχνου θεωρούν ότι μολύνει την ελληνική κουλτούρα. 

Είναι άνθρωποι που βαφτίζουν τραπ οτιδήποτε τους ενοχλεί στο αυτί, γιατί και το τραπ είναι ένα μίασμα της μουσικής που δηλητηριάζει τα εκλεπτυσμένα γούστα τους, παραβλέποντας ότι η μουσική για διασκέδαση ήταν, ανέκαθεν, ακαταμάχητη. Ο διονυσιασμός και όχι η μπαλάντα. 

«Η ημιμάθεια είναι χειρότερη της αμάθειας», μας έλεγε μια φιλόλογος που επέμενε ότι ήταν SOS θέμα τότε που έδινα πανελλήνιες, και δεν της έδινα καμία σημασία, αλλά τα βρίσκεις μπροστά σου όλα τα κλισέ που κορόιδευες και ισχύουν φουλ, το καταλαβαίνεις από μία γύρα στα ποστ και στα σχόλια που εμφανίζονται από χθες το βράδυ στο timeline σου. Άνθρωποι που αγνοούν τι είναι το turbo-folk, τι είναι ταλαβά και τι ρεγκετόν –και τι εκπροσωπούν στις ομάδες που τα λατρεύουν– ψάχνουν να βρουν αναφορές στο φτηνό για να τονίσουν την κατάντια της ελληνικής μουσικής και τους ενόχλησε η (σατιρική) αισθητική του βιντεοκλίπ, γιατί αν κοιτάξουν γύρω τους στον Μπύθουλα βλέπουν αριστοκρατία και Ροκοκό.

Θα δανειστώ άλλα δύο σχόλια που είναι to the point:  «Ένα λουλούδι που φυτρώνει στον ακάλυπτο και κάνει tik tok. Αυτό κάνει η Μαρίνα, αυτό κάνει μια γενιά ολόκληρη στα αποκαΐδια της μεταολυμπιακής μας χώρας. Έχω ενθουσιαστεί με τον διπλό της ρόλο. Την ξεναγό που μιλά με δέος και χάρη για το μεγαλείο και το κορίτσι που επιβιώνει, τραγουδά και χορεύει μες τον νταλκά μιας χώρας που ταυτίζεται με τουριστικό προϊόν. Disclaimer: το έργο (τραγούδι-δρώμενο) δεν είναι για την πλειονότητα της μέσης ηλικίας που πιστεύει πως η Eurovision συνιστά ένα σύνολο από γλυκερές μπαλάντες.

Κοίτα, εδώ που τα λέμε προσφέρει μια εξαιρετικά πολυεπίπεδη και πολυσύνθετη πολιτισμική ανάλυση, αναδεικνύοντας την ικανότητα της Σάττι να αντλεί στοιχεία από τον πλούτο της παραδοσιακής ελληνικής κουλτούρας, ενώ παράλληλα ενσωματώνει και ερμηνεύει σύγχρονες πολιτισμικές επιρροές. Δημιουργεί έτσι μια διαρκή διαλεκτική σχέση μεταξύ του τοπικού και του παγκόσμιου, όπου οι λαϊκές παραδόσεις μετουσιώνονται και παρουσιάζονται μέσα από έναν σύγχρονο πολιτισμικό φακό.

Η επιλογή της να αποτυπώσει εικόνες λαϊκής καθημερινότητας, ντεκαντάνς και εξαθλίωσης αποκαλύπτει μια βαθιά κριτική στάση απέναντι στις σύγχρονες κοινωνικοοικονομικές δυναμικές και τις μορφές κοινωνικής ανισότητας. Αυτή η καλλιτεχνική επιλογή υπογραμμίζει την υποβόσκουσα δυναμική της εξουσίας και της πολιτικής στον κοινωνικό χώρο, καθώς και την αντίσταση και την αναζήτηση ταυτότητας μέσα σε ένα πλαίσιο εξαθλίωσης και περιθωριοποίησης.

Πολιτισμικός υβριδισμός, λοιπόν, στον οποίον αναδεικνύεται πως οι σύγχρονες κοινωνίες και οι καλλιτεχνικές τους εκφράσεις είναι αποτέλεσμα της συνάντησης, της σύγκρουσης και της ενσωμάτωσης διαφορετικών πολιτισμικών κώδικων και παραδόσεων. Μεταμοντερνιστική κριτική που προσφέρει ανάγνωση της καλλιτεχνικής πρακτικής ως προσπάθεια υπέρβασης των διαχωριστικών γραμμών μεταξύ "υψηλού" και "χαμηλού" πολιτισμού, τοπικού και παγκοσμίου, παραδοσιακού και σύγχρονου». (Δημήτρης Βαλσαμάρας)

«Το κλιπ είναι αριστουργηματικό (σ.σ. είναι σαν να γυρίστηκε το 2004, με κάθε λεπτομέρεια στο background να αναβιώνει την εποχή). Με σαφές μήνυμα το χάος της ελληνικής πολιτείας και κοινωνίας. Βλέπουμε τον τουρισμό (τον στερεοτυπικά κακό μαζικό τουρισμό) να περιπλέκεται με την καθημερινότητα του Έλληνα. Μέσα από αυτή τη μίξη προβάλλεται η δυσκοιλιότητα του τουρίστα να βιώσει αυθεντικά τον τόπο που επισκέπτεται. Από την άλλη ο Έλληνας ζει τη φτωχική του ζωή θυσιάζοντας τα πάντα για τα κέρδη από αυτήν την μοναδική πηγή εισοδήματος που του απομένει. Η ασχήμια που δημιουργείται από τα κιτς χρώματα, την ταχύτητα στην εναλλαγή καρέ και τη δυσνόητη σκηνοθεσία, είναι η Ελλάδα μας 2.0. Είναι μια πολύ ρεαλιστική απόδοση-διαφήμιση της ελληνικής πραγματικότητας για έναν διεθνή διαγωνισμό. Η οποία σε συνδυασμό με τον στίχο (προφανώς επιφανειακά μόνο ερωτικό), σαν να ήταν γραμμένος από τον Ρασούλη, μάς τονίζει επίκαιρα πως αν και αχ Ελλάδα σ' αγαπούμε, δυστυχώς όμως τα αφήνουμε όλα στην προσευχή και την τύχη και "πάμε κι όπου βγει" και ξεχνούμε γρήγορα ότι οδεύουμε σε άλλο ένα τέλμα. ("Πόνος μη μας έρθει μακάρι / Πέφτω και κυλιέμαι σαν ζάρι / Κάνω πως ξεχνάω τ' όνομά σου / Κι όλα αλλάζουν γύρω μου απότομα")». (Μήτσος Μαυράκης)

«Ας ξεκινήσουμε με το προφανές. Το κομμάτι της Marina Satti απλά έγινε υπέρ-viral. Όλοι το μοιράζονται και το συζητούν. Lovers και Haters το προστάρουν και γράφουν την άποψή τους. Αυτό στον cyber κόσμο που ζούμε, σημαίνει ΑΠΟΛΥΤΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ. Την πρώτη φορά λες "τι είδα". Το ακούς και το βλέπεις ξανά και είναι εθιστικό. Συνταγή επιτυχίας λέγεται αυτό. Cult από τη φύση του. Πρωτοποριακό και σίγουρα όχι αδιάφορο. Στον κόσμο του gentrification, του Airbnb, του υπερτουρισμού και τις υποκουλτούρας είναι η καλύτερη επιλογή. Statement λέγεται όλο αυτό και επίκαιρο όσο ποτέ. Και βλέπεις μια σοβαρότητα και ξινίλα από κάποια άτομα, αλλά μόλις βάζω το Gazolina χορεύουν σαν Slatin@ στο Μπουρνάζι. Πρώτη φορά ένα βίντεο μυρίζει τζατζίκι σαν να περνάς μεσημέρι από τον Μπαϊρακτάρη.

ΥΓ1: Μου έλειψε μια εμφάνιση του Χοσέ Καπουτζίδη από τις Σαββατογεννημένες. Έτσι κι αλλιώς την ίδια προσέγγιση είχε.

ΥΓ2: Τόσο μισογυνισμό (από άντρες και γυναίκες) τη Μέρα της Γυναίκας;» (Γιάννης Gizmo)

Το «Ζάρι» δεν είναι για όλους, αν δεν σου αρέσει δεν είναι φτιαγμένο για σένα και πάμε παρακάτω, δεν χρειάζεται και να ζοριστείς. Δεν έχει τίποτα βαθυστόχαστο, τίποτα να καταλάβεις, είναι τραγούδι για γλέντι και αν δεν μπορείς να γλεντήσεις μ’ αυτό βρες κάτι άλλο. Τόσα τραγούδια υπάρχουν. Πες «δεν μ’ αρέσει» κι αρκεί.

Είναι όμως φτιαγμένο για να γίνει χιτ και να σαρώσει, δομημένο σοφά για να κολλάς, από την εισαγωγή, τη φωνή στην αρχή μέχρι τους εναλλασσόμενους ρυθμούς, με υλικά του τώρα, καλά, κακά, αυτό είναι το τώρα, και ακόμα κι αν πατώσει στη Eurovision αρκούν οι πρώτες εντυπώσεις τόσων παιδιών (από όλη την Ευρώπη) στα βίντεο που έχουν ανέβει από χθες στο YouTube για να καταλάβεις πού απευθύνεται και γιατί σαστίζουν ευχάριστα όταν το ακούν. Γιατί είναι για μια γενιά που δεν έχει ενοχές. Δεν θα πρέπει και να απολογηθεί επειδή της αρέσει η Σάττι.    

Κλείνω με ένα σχόλιο του Poka Yo: 

«Αυτό το κομμάτι είναι έργο υπερταύτισης (overidentification). Κριτικάρει με το να ενδυθεί όσα κριτικάρει και μάλιστα σε υπερθετικό βαθμό. Η σωστή χρήση της υπερταύτισης είναι να μην γνωρίζει το κοινό αν έχει ενστερνιστεί ο καλλιτέχνης αυτό που κριτικάρει ή αν το κοροϊδεύει (παράδειγμα Laibach). Σήμερα θεωρείται από τον κυρίαρχο κριτικό λόγο ως συντηρητικό μέσο γιατί μη μιλώντας ανοιχτά εναντίον μπορεί να έχει το αντίθετο αποτέλεσμα. Στην Ελλάδα έχουμε μια από τις τελευταίες κουλτούρες που χρησιμοποιεί τέτοια μέσα παρωδίας γιατί άλλωστε εμείς τα έχουμε γεννήσει. Στις πιο πετυχημένες των περιπτώσεων αυτά γίνονται και hit. Enjoy, που θα έλεγε ο Μπάμπης ο σερβιτόρος».

*δεν βάζω όνομα γιατί το δανείστηκα χωρίς να ρωτήσω.

 
Nothing Days

ΘΕΜΑΤΑ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

THE GOOD LIFO ΔΗΜΟΦΙΛΗ