Η παράσταση του Κωνσταντίνου Ντέλλα «Οι γριές που μαζεύουν την τσουκνίδα» έχει συζητηθεί πολύ αυτήν τη χρονιά. Οι παραστάσεις που έγιναν με μεγάλη επιτυχία στην Αθήνα θα επαναληφθούν στο θέατρο Σταθμός από τις 3 Απριλίου. Για τον σκηνοθέτη είναι μέρος μιας work in progress σκηνικής προσέγγισης της σύνδεσης της μαγείας με τη μαγειρική ως γυναικείου μυστικού κώδικα της περιοχής της Θεσσαλίας.
Είναι ενδιαφέρον ότι η δουλειά αυτή έρχεται από την περιφέρεια, από το Θεσσαλικό Θέατρο, που παρουσιάζει για πρώτη φορά μια παράσταση εμπνευσμένη από τη θεσσαλική λαογραφία σε μια σκηνική φόρμα σύγχρονη, που μας επανασυστήνει αλλιώς αυτό το υλικό.
Ο Κωνσταντίνος Ντέλλας, που έχει κάνει και τη δραματουργική επεξεργασία του κειμένου, εξηγεί την «καταγωγή» της παράστασης.
«Μελετούσα το έμφυλο μέσα από την ανθρωπολογία, τη θρησκεία και την τελετουργία, τα πεδία με τα οποία ασχολούμαι έτσι κι αλλιώς. Το θέμα της τεχνογνωσίας της λαϊκής θεραπευτικής μαγείας σε σχέση με τη μαγειρική το είχα στον νου μου και βρήκε πάτημα στο Θεσσαλικό Θέατρο. Στη Θεσσαλία υπάρχει η παράδοση, με τη Μήδεια και όλη αυτή τη σύνδεση με τις αρχαίες πηγές και τις μάγισσες της περιοχής. Υπάρχει ο μύθος ότι της έπεσε η σακούλα με τα μαγικά πάνω από τη Θεσσαλία και έτσι όλη η περιοχή απέκτησε αυτή την ένταση σε σχέση με το θηλυκό στοιχείο και τη μαγεία, στον αντίποδα του αρσενικού στοιχείου και της θεραπείας, που εκπροσωπείται από τον Ασκληπιό και τον αθάνατο κένταυρο Χείρωνα στο Πήλιο, που ασκούσε την ιατρική. Σχετίζεται και με την Ενοδία, τη χθόνια θεότητα της οποίας η λατρεία διαδόθηκε σε ολόκληρη τη Θεσσαλία».
Ο Κωνσταντίνος Ντέλλας παρουσιάζει τρεις γυναικείες μορφές τις οποίες υποδύονται τρεις άντρες ηθοποιοί με εντυπωσιακή μεταμόρφωση: μάσκες με ρυτίδες που έχει χαράξει ο χρόνος, σώματα βασανισμένα από τη χειρωνακτική εργασία, «αφρόντιστα», αόρατα κάτω από τα μαύρα ρούχα, ασήμαντα όταν δεν έχουν εκπληρώσει την αποστολή τους, την «αναπαραγωγή».
Η Μήδεια, από τη γενιά της Εκάτης και της Κίρκης, έχοντας μάθει την τέχνη της μαγείας, την οποία χρησιμοποιούσε σ' όλη τη ζωή της, έφτασε στη Θεσσαλία. Ποια βότανα μπορεί να είχε η Μήδεια στο σακούλι της όταν ήρθε από την Κολχίδα; Στη Θεσσαλία, η παράδοση θέλει τις μάγισσες της περιοχής να έχουν παραλάβει τις μυστικές δεξιότητές τους από τη μυθική ηρωίδα και να ειδικεύονται στο «κατέβασμα του φεγγαριού», γνωστό και ως «το άρμεγμα του φεγγαριού». Η δραστηριότητα αυτή παραμένει γνωστή μέχρι τους νεότερους χρόνους στον θεσσαλικό χώρο.
Η λαϊκή μαγεία είναι το ένα από τα στοιχεία του τρίπτυχου που χρησιμοποιεί ο Κωνσταντίνος. «Το τρίπτυχο αφορά τη μαγειρική, πώς οι πρώτες ύλες μπορούν να χρησιμεύσουν ως τροφή αλλά και ως υλικό που μπορεί να προκαλέσει βλάβη, τη λαϊκή μαγεία και το θηλυκό στοιχείο. Υπάρχει και το πρόσθετο στοιχείο της τρίτης ηλικίας που με ενδιαφέρει».
Στον τίτλο της παράστασης υπάρχει η τσουκνίδα, ένα «παρεξηγημένο» βότανο, εξαιτίας του κνησμού που προκαλεί όταν την αγγίξουμε. Ωστόσο είναι γνωστή από την αρχαιότητα για τις θεραπευτικές της ιδιότητες, αλλά και για τη χρήση της στη μαγειρική. Υπάρχει η περίφημη μάρσινα, που είναι μια παραδοσιακή βλάχικη πίτα. Η τσουκνίδα, που ανήκει στο γένος των αγγειόσπερμων φυτών Κνίδη και στην οικογένεια των Κνιδοειδών, σχετίζεται τόσο με τη θεραπεία –ακόμα και σήμερα– παθήσεων όσο και με τις παράδοξες προλήψεις και τελετουργίες που συσχετίζουν τα βότανα με τον έρωτα και τον θάνατο. Οι θρυλικές δυνάμεις των βοτάνων σε αρχαία και σύγχρονα ξόρκια κατευνάζουν, προστατεύουν και θεραπεύουν. Η δραματουργία βασίστηκε στην παρασκευή μιας χορτόπιτας με τα υλικά που αποτελούν βασική τροφή του ανθρώπου, το λάδι, το νερό και το αλεύρι, το αλάτι.
Οδηγήτριες σε αυτό το μυστικό ταξίδι τρεις θηλυκές μορφές που συνδιαλέγονται μεταξύ οικείου και αρχετυπικού, της ακίνδυνης «γιαγιάς» και της επικίνδυνης θεραπεύτριας, και μιλάνε για τη ζωή τους, γι’ αυτά που έμαθαν από τις παλιές, για αυτά που έπαθαν ως γυναίκες και αυτά που παραδίδουν στις επόμενες.
Περνώντας τη ζωή τους στη σκιά της κυρίαρχης ανδρικής εξουσίας, οι γυναίκες της περιφέρειας του 19ου και του 20ού αιώνα παρέμεναν σε μεγάλο ποσοστό στο περιθώριο, χωρίς να έχουν λόγο στις αποφάσεις, που ήταν αποκλειστικά δικαίωμα των ανδρών.
Ο Κωνσταντίνος Ντέλλας παρουσιάζει τρεις γυναικείες μορφές τις οποίες υποδύονται τρεις άντρες ηθοποιοί με εντυπωσιακή μεταμόρφωση: μάσκες με ρυτίδες που έχει χαράξει ο χρόνος, σώματα βασανισμένα από τη χειρωνακτική εργασία, «αφρόντιστα», αόρατα κάτω από τα μαύρα ρούχα, ασήμαντα όταν δεν έχουν εκπληρώσει την αποστολή τους, την «αναπαραγωγή».
«Με ενδιαφέρει το στοιχείο της μεταμόρφωσης και της ιερότητας των εργαλείων και αυτό είναι κάτι που ξεφεύγει από τα κοινωνικά φύλα. Παρουσιάζουμε ένα σχήμα που δεν υπάρχει πλέον, έχει σχεδόν εκλείψει, οι μαυροντυμένες γυναίκες στα χωριά. Εκεί έγκειται και το πιο καρναβαλικό κομμάτι, που επίσης με ενδιαφέρει πολύ. Είχα ένα τέτοιο σκεπτικό στον νου μου σε σχέση με την τρίτη ηλικία και ήθελα να ερευνήσω τι έχω κρατήσει εγώ από τις δικές μου γιαγιάδες και τι έχει περάσει στο δικό μου σώμα, ένα άδηλο αρχείο και μέσα από την προφορικότητα και μέσα από τη σιωπή, σαν κώδικας. Αυτό είναι κάτι που δεν αναγνωρίζει φύλα».
Ο Κωνσταντίνος Ντέλλας μού επισημαίνει ότι η παράδοση είναι κάτι που τον ενδιαφέρει πάντα. Είναι εξοικειωμένος αρκετά, και θεωρητικά και πρακτικά, όμως αυτό που θεωρεί πιο ενδιαφέρον είναι το περιθώριο της παράδοσης.
«Οι γυναίκες είναι στο περιθώριο, ακόμα και στην παράδοση. Εμείς έχουμε το μοντέλο μιας γιαγιάς, έτσι έχει περάσει σε εμάς, η ηλικιωμένη γιαγιά των αναγνωστικών που κάθεται και πλέκει καρτερικά μέσα σε ένα μοντέλο πυρηνικής oικογένειας που είναι πετυχημένη σύμφωνα με τους κοινωνικούς όρους. Μια γυναίκα της τρίτης ηλικίας άκληρη είναι περιθώριο. Το μοντέλο που έχουμε εμείς είναι σε ένα μασίφ περίβλημα. Προσδιορίζεται το άτομο μέσα από τους ρόλους του. Δεν έχει ερωτηθεί ποτέ αυτό το πρόσωπο, δεν την αντιλαμβανόμαστε καν ως γυναίκα. Είναι σαν τοτέμ, μέσα από τους ρόλους της παίρνει το σχήμα ενός αυτονοήτου υποκειμένου που υφίσταται και γίνεται συνώνυμο της καρτερίας, της φροντίδας των άλλων πρωτίστως. Είναι στο περιθώριο γιατί παύει να υπολογίζεται ως άτομο, δεν είναι "επικίνδυνο" και αυτό που εμένα με ενδιαφέρει είναι να του δώσω φωνή και ορατότητα. Παίρνω συνεντεύξεις σε ανθρωπολογικό και λαογραφικό πλαίσιο από ανθρώπους εδώ και χρόνια και θα σου πω ένα παράδειγμα: δεν έχω πάρει ποτέ συνέντευξη από τις γιαγιάδες μου, σαν να ήταν κάτι αυτονόητο, κάτι που υπάρχει και το συνηθίζεις ή και το αγνοείς».
Θέλοντας να τις βγάλει από τη λήθη, ο Κωνσταντίνος επέλεξε ηθοποιούς του αντίθετου φύλου για να τις μελετήσουν, ξεκινώντας αντίστροφα και ηλικιακά. Οι ηθοποιοί είναι νέοι και καλούνται να φορέσουν το σώμα, τις κινήσεις και τον τρόπο των γυναικών της τρίτης ηλικίας.
«Ήθελα να δω αν με τους ηθοποιούς μπορούμε να μελετήσουμε αυτές τις γυναίκες και ως θεατρική σπουδή. Έχει στοιχεία και από θέατρο ντοκουμέντο και από μια έρευνα η οποία δεν έχει σταματήσει και γι' αυτόν το λόγο η παράσταση δουλεύεται συνεχώς και εμπλουτίζεται με νέο υλικό».
Στη σκηνή παρουσιάζεται το προσωπικό και συλλογικό αφήγημα του οικείου γερασμένου θηλυκού σώματος. Με εκφραστικά εργαλεία τις πρώτες ύλες της τελετουργικής διαδικασίας, τη μεταμφίεση, τη μάσκα και τον συντονισμό του λόγου και του σώματος, οι τρεις ηθοποιοί (Μιχάλης Αναγνώστου, Μανούσος Γεωργόπουλος, Πλάτωνας- Γιώργος Περλέρος) επιδίδονται σε ένα καταιγιστικό storytelling που ταξιδεύει από τις «Μεταμορφώσεις» του Οβίδιου και τα «Φαρσάλια» του Λουκανού μέχρι τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία του Θωμά Ψύρρα, από παλιότερες αφηγήσεις, συνταγές και ιατροσοφικούς κώδικες του 19ου αιώνα, που ρίχνουν φως στη ζωή των παλιών γυναικών του θεσσαλικού τόπου που για χρόνια κρατούσαν κρυφές.
«Όλα γίνονται με έναν τρόπο χορικό, έτσι ξεκινάμε, με μια επίκληση στην πρώτη διδάξασα, τη Μήδεια, και όπως έχουμε συζητήσει και παλιότερα, ο Χορός είναι αυτό που με ενδιαφέρει και στην ενασχόλησή μου με το αρχαίο δράμα. Βλέπω τα έργα από τη μεριά του Χορού. Στην παράσταση αυτή υπάρχει πολύ έντονα το στοιχείο του συντονισμένου λόγου, αφηγούνται προσωπικά και επιστρέφουν για να στροβιλιστούν μπροστά μας σαν σύνολο. Υπάρχει και ένα έντονο ηχητικό στοιχείο, με επαναλήψεις, που είναι και βασικό στοιχείο της τελετουργίας, όργανα, που συνδέουν την τοπικότητα με τον ηλεκτρικό ήχο, και ένα μέρος ηχητικό, με συνεντεύξεις. Η βασική συνέντευξη που ακούγεται είναι της γιαγιάς ενός από τους ηθοποιούς, με καταγωγή από τη Θεσσαλία, και εδώ έχουμε και τη διαδικασία του καλλιτέχνη ως ερευνητή. Παράλληλα, από την πρώτη εκδοχή υπάρχουν πέντε βασικά στάδια στη διάρκεια της προετοιμασίας μιας τροφής. Ξεκινάμε από την ιερότητα, είναι η νύχτα, το μάζεμα χόρτων, περνάμε στην επεξεργασία της τροφής, στο πλύσιμο, η γυναίκα εξευγενίζει την πρώτη ύλη. Ακολουθεί η προσθήκη των βασικών υλικών, που είναι και βασικά για την ίδια τη ζωή μας. Μέσα σε μια συμβολική ανάγνωση όλου του πράγματος, ό,τι αφορά μια πίτα είναι για μένα –γι' αυτό και ήθελα να υπάρχουν αυτές οι παράλληλες κλίμακες– τα χόρτα-άνθρωποι που μαζεύονται, πλένονται, μπαίνουν στον πολιτισμό, στην κοινότητα. Περνάω από τη φάση της υλικότητας, που για χρόνια δεν τα μελετούσαμε αυτά τα πράγματα. Ήταν πολύ πιο αρσενικό το υποκείμενο της έρευνας. Για κάποιον λόγο μάς φορέθηκε ότι η φροντίδα των παιδιών, για παράδειγμα, ανήκει στη γυναίκα, αν δεν κάνει παιδιά, είναι άχρηστη. Παράλληλα, είναι αυτονόητο ότι πηγαίνουν οι γυναίκες στα χωράφια να μαζέψουν βαμβάκι, είναι γυναικεία δουλειά, αλλά είναι μοιρασμένο το ότι το αρσενικό θα φροντίσει τα ζώα, η γυναίκα θα φέρει νερό, είναι σχεδόν τα αυτονόητα στερεότυπα. Έτσι υπήρξε και πολλή σιωπή».
Διαγενεακά από αυτές τις γυναίκες μάς έμειναν πολλές πληροφορίες, όπως ο τρόπος που βάζουν το χέρι στη μέση, γι' αυτό ο Κωνσταντίνος ερεύνησε πολύ και τη γλώσσα του σώματος. Άλλες ξεχάστηκαν. Κάτω από τις βαριές φορεσιές αποκαλύπτει την κοινωνική απομόνωση, τον παραγκωνισμό τους, ακόμα και την απόκρυψη του γυναικείου σώματος. Οι πληθωρικές αυτές γυναίκες προσφέρουν μια αβίαστη σύνδεση τόσο με τις ρίζες μας όσο και με το παρόν μας, προκαλώντας συγκίνηση, αλλά ανοίγοντας και μια ακόμα συζήτηση για τις αόρατες ηρωίδες του καθημερινού βίου και αποκαλύπτοντας τη βαθιά κρυμμένη δύναμή τους.