ΚΑΝΕΝΑΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΝΙΚΗΣΕΙ το «τέρας» που μας κατοικεί. Ο Γιατρός, ένας από τους πέντε βασικούς ήρωες του «Lapis Lazuli», προσπαθεί επισταμένα να θεραπεύσει τον Λυκάνθρωπο-Λασκαρίδη από την τριχωτή ασθένειά του. Στην αρχή δοκιμάζει μεθόδους ψυχαναλυτικές: «What about your father?» τον ρωτά. Η «ομιλούσα θεραπεία», όμως, δεν έχει αποτελέσματα επάνω στο μεταλλαγμένο ον. Ο Γιατρός τον γρονθοκοπεί, τον στουμπώνει με καραμέλες, του χώνει ένα λάστιχο στη στοματική κοιλότητα και τον ρωτά «Ready for the big test?». Αφού τον υποβάλλει σε ηλεκτροσόκ, ξεκινά τη διαδικασία του υπνωτισμού. Όλα όσα ακολουθούν, άναρχα στιγμιότυπα πολυπολιτισμικής παράνοιας, δεν ακολουθούν καμία λογική συνέπεια: ούτως ή άλλως, η έννοια της «φυσιολογικής» εξέλιξης δεν υφίσταται ποτέ ως ζητούμενο –ευτυχώς – σε μια παράσταση του Ευριπίδη Λασκαρίδη.
Ο Νοσφεράτου του Μουρνάου συναντά τους δράκους της κινεζικής μυθολογίας, ένας γιγάντιος λαμπερός ιππόκαμπος κατεβαίνει από τον ουρανό, μια μακρυμαλλούσα με σατέν νυχτικό λιμάρει τα νύχια του Μεγάλου Κακού Λύκου, ο Άνθρωπος-Δέντρο ακολουθεί τον Άνθρωπο-με-τα-Λευκά-Πουλιά, οι Σάτυροι του Μάθιου Μπάρνι οργανώνουν τσιμπούσι και σφάζουν γουρουνάκια-πινιάτες, η τούρτα γενεθλίων προκαλεί ακατάσχετη έμεση σε όσους δεν έχουν συνηθίσει την ανθρώπινη τροφή, «είναι τόσο δύσκολη η ζωή» τραγουδά γλυκερά ο κεντρικός ήρωας, ζητώντας περιπαικτικά τη βοήθειά μας και αναγνωρίζοντας ενδεχομένως ότι η μεγαλύτερη ασθένεια, το σύνδρομο της αχαλίνωτης φαντασίας, δεν έχει, ούτε θέλει να έχει γιατρειά: το μόνο που ζητά είναι μια «σκηνή», έναν χώρο απεριόριστης ελευθερίας, όπου ανεμπόδιστη θα εκπέμψει τον οργιώδη στρόβιλο εικόνων, αισθήσεων, χειρονομιών και ηχητικοτήτων που την κατακλύζουν.
Ούτε η διαρκής παρουσία του κεντρικού «ήρωα», ούτε η συνθήκη του «όλα είναι πρόβα», ούτε το άλλοθι της αλλόκοτης ονειροφαντασίας εξασφαλίζει οργανικότητα στο εγχείρημα.
Το σύμπαν του Ευριπίδη Λασκαρίδη απεχθάνεται τον ρεαλισμό. Προτάσσει την έννοια του «τεχνητού», της κατασκευής, της μεταμόρφωσης ως αέναο παιχνίδι της τέχνης με την τέχνη. Οι ήρωές του δεν είναι βγαλμένοι από την «πραγματική» ζωή αλλά από τον κόσμο της μυθοπλασίας, του σινεμά, του θεάτρου, από κάθε γωνιά της αισθητικής σφαίρας που επινόησαν και σφυρηλάτησαν οι άνθρωποι για να εκφράσουν τις πιο φωτεινές και τις πιο τρομακτικές πτυχές του είναι τους. Γερμανικός εξπρεσιονισμός, θέατρο Νο, κουκλοθέατρο, καλτ ταινίες τρόμου, αποτελούν τη δεξαμενή από την οποία αντλεί εν προκειμένω ο δημιουργός τα ερεθίσματά του. Βουτώντας βουλιμικά στους καλλιτεχνικούς κώδικες της Ανατολής και της Δύσης, ο σκηνοθέτης αναδύεται στην επιφάνεια με τις χούφτες του γεμάτες μικρούς αστραφτερούς θησαυρούς, όπως εκείνο το χρυσό ορυκτό που αιωρείται μαγικά στο σκοτάδι, μετεωρίτης στο Διάστημα ή λεπτεπίλεπτο κουκούλι μιας ευαίσθητης ιδιοσυγκρασίας που το ενδύθηκε για να προστατευθεί.
Το σύμπαν του Λασκαρίδη απεχθάνεται τη σοβαρότητα. Προϋποθέτει μια κωμική θεώρηση του κόσμου, αν η κωμωδία ειδωθεί ως δύναμη αποδέσμευσης από τους νόμους της αιτιότητας, των πιθανοτήτων, κάθε νόμου που ορίζει ότι το «α» ακολουθεί το «β» και ότι η σχέση μεταξύ τους οφείλει να διέπεται από την αρχή της εντελέχειας. Καμία κανονικότητα, καμία δυνατότητα πρόβλεψης, καμία αληθοφανής πλοκή, κανένα ψυχολογικό βάθος χαρακτήρων: μονάχα παλαβή ερωτοτροπία ενός είδους με ένα άλλο, μιας εποχής με μια άλλη, ενός στυλ με το αντίθετό του (γιατί τι σχέση μπορεί να έχει ένας μισογελοίος λυκάνθρωπος από τα b-movies με την τελετουργία του γιαπωνέζικου No), ακατάπαυστη και τρυφερή παρωδία των σημείων, των συμβάσεων, των μύθων της υψηλής και της ποπ κουλτούρας που συνυπάρχουν ισότιμα, χωρίς διαχωρισμούς, χωρίς αξιολογικές κρίσεις, χωρίς «ανθρώπινες» ιδιότητες, αλλά μονάχα ως εργαλεία μιας ξέφρενης πολυπρισματικής ανασύνθεσης του κόσμου.
Το στυλ πάντα επικρατεί επί της ουσίας, η αισθητική επί της ηθικής, η ειρωνεία επί της κυριολεξίας. Η οντολογία του δεν είναι μεταφυσική, είναι «μετά» ατόφιο: μια ατέρμονη οικειοποίηση κλασικών μοτίβων, μορφών, πρακτικών του παρελθόντος που πραγματώνονται εκ νέου μέσα από μια διάθεση επανεξερεύνησης και αναζωπύρωσης της γοητείας τους στο σήμερα. Η θεατρικότητα ανάγεται σε στάση ζωής, σε υπέρτατη αξία: η ικανότητα να πλάθεις τον εαυτό σου μέσα από διαρκώς εναλλασσόμενα προσωπεία, να πειραματίζεσαι με ξένες «γλώσσες», με ανοίκεια σύμβολα, με ασυνείδητες ταυτίσεις, με γόνιμες αντιμεταθέσεις που αποκαλύπτουν τις άπειρες δυνατότητες ύπαρξης μέσα από ένα ακαταπόνητο γίγνεσθαι-άλλο. Είναι η κατάφαση της «εσώτερης λαχτάρας για έναν ρόλο και μία μάσκα» (Νίτσε), η επινόηση του εαυτού αλλά και η χαρά της υπερβολής, της πολλαπλότητας, της ανασύνταξης, της παραμόρφωσης, της ζωτικής επανάληψης και της μανιώδους πρόσθεσης. Είναι η ζωή-ως-θέατρο και το θέατρο ως επιθυμητική μηχανή που παράγει ένα σαρωτικό συνεχές ροών και εντάσεων.
Έχοντας αναλύσει συνοπτικά τη φιλοσοφία που διέπει το έργο του Λασκαρίδη γενικότερα, οφείλω να ομολογήσω τώρα ότι το «Lapis Lazuli» δεν συνιστά μια ευτυχή ενσάρκωση της φιλοσοφίας αυτής. Παρόλο που διέπεται από την ίδια ορμή και διάθεση, η εν λόγω παράσταση αδυνατεί να μας μεταδώσει τον οίστρο της: όχι επειδή τα «κομμάτια» φαντάζουν αταίριαστα μεταξύ τους –ο Λασκαρίδης βρίσκει συνήθως τρόπους να συναρμόζει τα υλικά του, διαφυλάσσοντας συγχρόνως την ετερογένειά τους– αλλά επειδή, ως σύνολο, στερούνται στόχευσης. Μπορεί τα χαριτωμένα στιγμιότυπα να διαδέχονται το ένα το άλλο, είναι όμως σαν να μην ξέρουν τι θέλουν να «πουν». Ακόμη και μέσα σε ένα κλίμα εκκεντρικότητας, ντανταϊστικής αισθητικής, άναρχης δόμησης ή παιχνιδιού, δεν παύουν να υπάρχουν ζητούμενα: η τρέλα χρειάζεται κι αυτή τη μέθοδό της.
Εδώ έχουμε «εκλάμψεις», προκλητικές ιδέες, γαργαλιστικά σπαράγματα, μια συρραφή από κωμικά σκετς που παραμένουν ορφανά, περιπλανιούνται χωρίς νόημα, χωρίς συνεκτική γραμμή, αφηγηματική, εννοιολογική ή άλλου είδους. Ούτε η διαρκής παρουσία του κεντρικού «ήρωα», ούτε η συνθήκη του «όλα έναι πρόβα», ούτε το άλλοθι της αλλόκοτης ονειροφαντασίας εξασφαλίζει οργανικότητα στο εγχείρημα. Έχοντας ξορκίσει την παντοδυναμία των αιτιακών σχέσεων, οφείλει κανείς, εν προκειμένω ο σκηνοθέτης, να προτάξει μια άλλη «λογική», ένα άλλο είδος σχέσεων, μέσω των οποίων να συγκροτήσει τον πυρήνα του έργου του.
Το «Lapis Lazuli» πάσχει όχι από έλλειψη φαντασίας αλλά από κατάφωρη έλλειψη δραματουργίας. Εμφανίζεται πασιχαρές επί σκηνής για να μας αφηγηθεί μια ιστορία, αλλά δεν έχει αποφασίσει ακριβώς ποια είναι αυτή – μονάχα τις πρώτες ύλες έχει επιλέξει. Η παρέα των καλόκαρδων «τεράτων» συγκεντρώνεται, ξεκινάει το ταξίδι της, δοκιμάζει ποικίλες γραμμές πλεύσης, αλλά δεν ερωτεύεται κανέναν προορισμό αρκετά ώστε να τον ακολουθήσει περαιτέρω με όποιο τίμημα – κι ας πέσει σε ύφαλο. Μένει να τσαλαβουτά στα ρηχά, να πιτσιλίζεται και να περνά καλά με τον εαυτό της, αφήνοντάς μας, απορημένους και αμήχανους, να βυθιζόμαστε στην πλήξη του ατελέσφορου.
Ένα προσχέδιο που χρειάζεται ανάπτυξη, ένα πέτρωμα που χρειάζεται επεξεργασία, μια δουλειά που ενδεχομένως να εξορύξει χρυσό σε κάποιο μεταγενέστερο στάδιο...