Είναι αρκετά τα δυνατά σάουντρακ σε παλαιές και ξεχασμένες ελληνικές ταινίες, που παραμένουν άγνωστα στο ευρύ κοινό, επειδή δεν δισκογραφήθηκαν – ή δισκογραφήθηκαν, κάποια ελάχιστα σε κάθε περίπτωση, κατόπιν εορτής, σε εκδόσεις περιορισμένων αντιτύπων, που προορίζονταν για τους συλλέκτες.
Το θέμα με το σάουντρακ, γενικά, σχετίζεται με το γεγονός πως στην ολότητά του δεν είναι εύκολο να το παρακολουθήσεις κατά τη διάρκεια του φιλμ – για διαφόρους λόγους. Κατ’ αρχάς, γιατί η κυριαρχία της εικόνας είναι συνήθως τέτοια και τόση, επάνω του, με αποτέλεσμα να «μετακινείται» η μουσική σ’ ένα πιο πίσω επίπεδο. Έπειτα, γιατί διάφορα μέρη ενός σάουντρακ είναι «κρυμμένα» στην ταινία, σε χαμηλή ένταση, είτε γιατί ακούγονται κάτω από φωνές ή άλλους ήχους, είτε γιατί αποτυπώνονται συντομευμένα, επειδή ακολουθούν και αυτά τη διαδικασία του μοντάζ, για να μην αναφερθούμε σε περιπτώσεις (υπάρχουν τέτοιες και δεν είναι λίγες) όπου ένα μικρό ή και μεγαλύτερο μέρος μιας γραμμένης μουσικής μπορεί να απουσιάζει, παντελώς, από την ταινία.
Έτσι, η δισκογράφηση ενός σάουντρακ είναι ένας σχετικά ασφαλής τρόπος αποτύπωσης της μουσικής, που έχει γραφτεί για μια ταινία, εκείνος που θα αναδείξει την κινηματογραφική δουλειά του συνθέτη – η οποία, αυτοδύναμη ή όχι, θα ακολουθήσει από ’κει και πέρα τη δική της διαδρομή.
Ο Κόκοτος χρησιμοποιεί κάπως «ειδικά» όργανα, για τούτη τη μουσική του, όπως τσέμπαλο, χάμοντ όργανο, φλάουτο, σαντούρι, κρουστά, ηλεκτρική κιθάρα, συν κάποια έγχορδα, προκειμένου να ντύσει με... εξώκοσμους ήχους, τις εικόνες του Ζερβουλάκου, δημιουργώντας ένα μυστηριακό κλίμα.
Το κακό με τον ελληνικό κινηματογράφο, ιδίως τον παλαιότερο, είναι πως ελάχιστα σάουντρακ έγιναν δίσκοι στην εποχή τους, ώστε να καταξιωθούν ως τέτοια, μέσα στο πέρασμα του χρόνου. Φυσικά, έγιναν κάποιες προσπάθειες αργότερα, σε δεύτερο χρόνο, αλλά και πάλι το υλικό που έχει μείνει πίσω, κρυφό και άγνωστο, είναι ανεπίτρεπτα πολύ. Για να μην πολυλογούμε... ένα χαμένο κι ένα κερδισμένο ελληνικό σάουντρακ θα μας απασχολήσουν στη συνέχεια και φυσικά οι αντίστοιχες ταινίες.
Η σεζόν 1973-74 ήταν σχεδόν κακή για τον ελληνικό κινηματογράφο – όχι η χειρότερη της ιστορίας του, αλλά μία από τις χειρότερες. Η τηλεόραση έχει επιβληθεί ως οικογενειακό θέαμα απ’ άκρη σ’ άκρη στη χώρα, με αποτέλεσμα οι ταινίες που γυρίζονται να είναι, πλέον, το 1/3 εκείνων που γυρίζονταν στα χρόνια της «μεγάλης δόξας», στο μέσο του ’60, με τις περισσότερες απ’ αυτές, τις συντριπτικά περισσότερες, να είναι ερωτικού περιεχομένου, αφορώντας, στην ουσία, ένα μικρό κομμάτι του κόσμου.
Δύο απ’ αυτές τις ταινίες, ερωτικές φυσικά και από τις πιο αξιοπρεπείς της εποχής, ήταν και οι «Σπίτι στους Βράχους» και «Γυμνοί στο Χιόνι», σκηνοθετημένες αμφότερες από τον Γιώργο Ζερβουλάκο (1933-2023).
Ο Ζερβουλάκος δεν ήταν τυχαίο πρόσωπο. Όπως διαβάζουμε σ’ ένα μικρό βιογραφικό του, που υπάρχει στο βιβλιοnet: «Ο Γιώργος Ζερβουλάκος γεννήθηκε το 1933, στο Γεράκι της Λακωνίας. Έχει σκηνοθετήσει πολλές ταινίες μεγάλου μήκους: “Συννεφιασμένη Κυριακή”, “Το σπίτι της Ηδονής” (σ.σ. σπουδαία!), “Υποβρύχιο Παπανικολής”, “Λυσιστράτη” (σ.σ. έχουμε γράψει τα σχετικά εδώ στο LiFO.gr), “Το Σπίτι στους Βράχους”, “Γυμνοί στο Χιόνι”, “Το Γυμνό Κεντρί”, “Με τον Ορφέα τον Αύγουστο”. Έχει κάνει επίσης τις παραγωγές στις ταινίες “Άρης Βελουχιώτης: Το Δίλημμα” (σκ. Φώτος Λαμπρινός), “Ρεμπέτικο” και “Oh Babylon” (σκ. Κώστας Φέρρης) και “Ο Σταύρος Ξαρχάκος στα Μετέωρα” (σκ. João Correa). Έχει παράγει και σκηνοθετήσει πάνω από 200 πολιτικά, ιστορικά, κοινωνικά και τουριστικά ντοκιμαντέρ για την ελληνική τηλεόραση. Έχει γράψει τα βιβλία “Η Βασίλισσα των Τζιτζικιών” και “Εν Τριπόλει 1949”».
Και στις δύο αυτές ταινίες, τις «Σπίτι στους Βράχους» και «Γυμνοί στο Χιόνι», ο Ζερβουλάκος επιχείρησε να προσδώσει μία αισθητική οντότητα και απ’ αυτή την άποψη θα λέγαμε πως (οι ταινίες του) ξεχωρίζουν, μέσα στο πλαίσιο του «ρεαλιστικού κινηματογράφου» της εποχής. Γι’ αυτές ακριβώς τις ταινίες ο σημαντικός συνθέτης του «έντεχνου» Λίνος Κόκοτος θα ετοίμαζε δύο έξοχα σάουντρακ, ένα εκ των οποίων θα κυκλοφορούσε σε δίσκο βινυλίου πολλά χρόνια αργότερα. Αλλά ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή...
Μιλώντας, κατά πρώτον, για τον Κόκοτο, οφείλουμε να πούμε πως αναφερόμαστε σ’ έναν από τους πιο αξιόλογους «έντεχνους» συνθέτες-τραγουδοποιούς μας, που θα εμφανίζονταν μετά το μέσο του ’60. Όλοι γνωρίζουν το πρώτο τραγούδι που δισκογράφησε, το περίφημο «Μικρό παιδί» (1966), σε στίχους Αργύρη Βεργόπουλου, με τον Γιώργο Ζωγράφο – τραγούδι που άνοιξε το δρόμο, στον Κόκοτο, προσφέροντας, περαιτέρω, μεγάλη ώθηση σ’ εκείνο που αποκαλούμε Νέο Κύμα.
Από πολύ νωρίς, σχεδόν από την αρχή της διαδρομής του (1967), ο Κόκοτος έρχεται σε επαφή με τον κινηματογράφο, καθώς μουσικές και τραγούδια του (ερμηνευμένα πάντα από τον Ζωγράφο) ακούγονται στην ενδιαφέρουσα κοινωνική ταινία «Ο Πουλημένος Άνθρωπος» του Παναγιώτη Κωνσταντίνου (που διέθετε, ανάμεσα σε άλλα, και ουσιαστικό γκέι ρόλο). Θα ακολουθούσαν μερικές ακόμη συνεργασίες του στο σινεμά (στην «Βαβυλωνία» π.χ. του Γιώργου Διζικιρίκη), πριν φθάσουμε στο 1974 και στα σάουντρακ για τις ταινίες του Ζερβουλάκου, που εδώ μας ενδιαφέρουν.
Ο Κόκοτος είχε δείξει από το ξεκίνημά του, φυσικά, τις δικές του συνθετικές ποιότητες. Πηγαίος μελωδός, καταγράφει στίγμα διακριτό από πολύ νωρίς. Πολλά από τα τραγούδια του χαρακτηρίζονται από μια αίσθηση... θαλασσινής αύρας, παρότι ο ίδιος δεν είναι θαλασσινός (αφού είναι γεννημένος στο Αγρίνιο, το 1945), εκπέμποντας μια αμεσότητα και μια οικειότητα, που τα κάνει αμέσως αγαπητά. Ο πρώτος μεγάλος δίσκος του, οι περίφημες «Ώρες» [Lyra, 1969], είναι ένας από τους κορυφαίους του «έντεχνου» τραγουδιού μας, μέσα στις εποχές και τις δεκαετίες, ενώ ακόμη και οι πιο πρόσφατες ηχογραφήσεις του είναι άξιες λόγου κι έχουν πράγματα να πουν.
Με αυτά τα φυσικά και τεχνικά προσόντα, ο Λίνος Κόκοτος δεν θα ήταν δύσκολο να διαπρέψει και στο χώρο της κινηματογραφικής μουσικής – κάτι που συμβαίνει, βασικά, αλλά όχι μόνο, μ’ αυτά τα δύο σάουντρακ των ταινιών του Γιώργου Ζερβουλάκου.
«Σπίτι στους Βράχους»
Το «Σπίτι στους Βράχους» προβάλλεται πρώτο, τον Ιανουάριο του 1974 και στο διάστημα που θα παραμείνει στις αίθουσες Α προβολής Αθηνών, Πειραιώς και προαστίων θα κόψει 53.398 εισιτήρια (21η ταινία σε εισπράξεις από τις 44 εκείνης της σεζόν).
Η ταινία, που ήταν παραγωγή της G.D. Films του Γρηγόρη Δημητρόπουλου είχε καλούς συντελεστές (στη φωτογραφία τον Άρη Σταύρου, στο μοντάζ τον Ανδρέα Ανδρεαδάκη), ενώ στους τέσσερις βασικούς ρόλους (δεν υπάρχουν άλλοι εξάλλου, καθώς όλοι οι υπόλοιποι είχαν να κάνουν με κομπάρσους) βλέπουμε τη Νορβηγίδα Bente Børsum, τον νεαρό Χρήστο Σπυρόπουλο, την επίσης νεαρή Άντα Βαρθολομαίου και βεβαίως τον Ανδρέα Μπάρκουλη. Μάλιστα το «Σπίτι στους Βράχους» είναι η τελευταία ταινία του Μπάρκουλη, που θα έβγαινε εκείνη την εποχή στις αίθουσες, μετά την περιπέτειά του με τη δικαιοσύνη, με αφορμή τη σύλληψή του για μια υπόθεση χασίς, στις 7 Νοεμβρίου 1973 και την κατοπινή μετάβασή του στην Αμερική (για όλα αυτά έχουμε γράψει, αναλυτικά, παλαιότερα, εδώ στο LiFO.gr), κάτι που πιθανώς να μέτρησε αρνητικά στη διανομή της.
Το στόρι στο «Σπίτι στους Βράχους» είναι απλό – με τον Ζερβουλάκο να δανείζεται την κεντρική ιδέα από τον «Ιππόλυτο» του Ευριπίδη.
Μια γυναίκα (Bente Børsum), που ασχολείται με την παλαιοντολογία, ζει απομονωμένη σε μια δύσκολα προσπελάσιμη περιοχή, μένοντας σ’ ένα παλιό σπίτι πάνω στους βράχους, δίπλα στη θάλασσα (από παλιά είχα την αίσθηση ότι η τοποθεσία ήταν κάπου στην ανατολική Πελοπόννησο, στο Μυρτώο Πέλαγος, αλλά μάλλον είναι στην παραλία Τσακαίοι, στη Νότια Εύβοια). Κάποια στιγμή έρχεται να την επισκεφθεί ο γιος του άντρα της (από άλλη γυναίκα) (παίζει ο Χρήστος Σπυρόπουλος), με τον οποίο η γυναίκα θα δεθεί ερωτικά – ουσιαστικά ξεμυαλίζοντας τον άβγαλτο νεαρό. Όταν ο επιχειρηματίας και πλούσιος πατέρας (Ανδρέας Μπάρκουλης) θα επισκεφθεί κι αυτός το σπίτι στους βράχους, ερχόμενος με ελικόπτερο(!), ο γιος θα νοιώσει άβολα με την άφιξή του. Καθώς το αντρόγυνο θα μείνει μαζί, ο νεαρός νομίζει πως η μητριά του τον «προδίδει» (για χάρη του πατέρα του), οπότε, για να την κάνει να ζηλέψει, θα συνευρεθεί με μια χωριατοπούλα (Άντα Βαρθολομαίου). Ο πατέρας αντιλαμβάνεται, εν τω μεταξύ, τι έχει παιχθεί ανάμεσα στον γιο και τη δεύτερη σύζυγό του, κι έτσι το μόνο που του απομένει να κάνει είναι να «απαγάγει» τον γιο, με το ελικόπτερο, πετώντας προς άγνωστη κατεύθυνση, αφήνοντας τη γυναίκα του, μόνη της, στο σπίτι στους βράχους.
Πέρα από τον μύθο, που είναι αυτός που είναι και ο οποίος παρουσιάζεται τυπικά, και χωρίς ιδιαίτερη έμπνευση, εκείνο το παράλληλο που έχει αξία στην ταινία είναι ο χώρος, που υποβάλλει με την παρθένα και απείραχτη ομορφιά του, όπως και κάποια λατρευτικά έθιμα από τους ντόπιους, κάποιες πράξεις εξαγνισμού, που εντάσσονται στην ταινία ερχόμενες από το πουθενά (είναι ουρανοκατέβατες, δηλαδή, σε σχέση με το κεντρικό στόρι), περιλαμβάνοντας brutal θυσία αρνιού, πυροβασίες κ.λπ. και στις οποίες παίρνει μέρος ακόμη και η εκκλησία!
Και κάπως έτσι το «Σπίτι στους Βράχους», που προβλήθηκε και στο εξωτερικό ως “House on the Rocks”, “La Porno Matrigna” κ.λπ., μοιάζει να προσεγγίζει πτυχές του θρυλικού και συγχρόνου του “The Wicker Man” (1973) του Robin Hardy με τον Christopher Lee – με τις αναβιώσεις των αλλόκοτων εθίμων, τις ιστορίες για τον τραγοπόδαρο Πάνα κ.λπ. να προσδίδουν στην ταινία του Ζερβουλάκου μια παγανιστική χροιά. Να πούμε, όμως, πως το “The Wicker Man” (ε.τ. «Το Καταραμένο Σκιάχτρο») είχε προβληθεί στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1974, αργότερα, δηλαδή, από το «Σπίτι στους Βράχους», και πως είναι μάλλον αδύνατο να το είχε δει νωρίτερα ο Ζερβουλάκος – ο οποίος από κάπου αλλού θα είχε επηρεαστεί, σε μια εποχή όπου το ενδιαφέρον για την λαϊκή παράδοση βρισκόταν ήδη στην πρώτη γραμμή.
Τέλος πάντων αυτό το κλίμα έρχεται να υπηρετήσει, τώρα, και με τον καλύτερο δυνατό τρόπο η μουσική του Λίνου Κόκοτου – που είναι, με διαφορά, το σημαντικότερο στοιχείο αυτής της κάπως ασυνήθιστης, εν τέλει, ταινίας. Να πούμε λοιπόν πως το σάουντρακ από το «Σπίτι στους Βράχους» θα κυκλοφορήσει για πρώτη φορά, το 2004, σε μια πολύ καλή έκδοση βινυλίου, με unipak εξώφυλλο, από την εταιρεία Potfleur, δίνοντάς μας, έτσι, την ευκαιρία να ακούσουμε και να απολαύσουμε τη μουσική και τα τραγούδια τού συνθέτη, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Ο Κόκοτος χρησιμοποιεί κάπως «ειδικά» όργανα, για τούτη τη μουσική του, όπως τσέμπαλο, χάμοντ όργανο, φλάουτο, σαντούρι, κρουστά, ηλεκτρική κιθάρα, συν κάποια έγχορδα, προκειμένου να ντύσει με... εξώκοσμους ήχους, τις εικόνες του Ζερβουλάκου, δημιουργώντας ένα μυστηριακό κλίμα.
Με όρους διεθνείς θα λέγαμε πως πρόκειται για ένα folk-pagan-psychedelic σάουντρακ, χωρίς αυτό να σημαίνει πως μπορείς να το αντιστοιχίσεις, σώνει και καλά, με κάτι προφανές ή λιγότερο προφανές από το εξωτερικό – κάτι που οφείλεται στα διάσπαρτα παραδοσιακά στοιχεία, που είναι με τον τρόπο τού «έντεχνου» καλυμμένα εντός των διαφόρων θεμάτων, και τα οποία προσδίδουν στις συνθέσεις του Κόκοτου μία παράξενη, μια ξεχασμένη ομορφιά.
Περαιτέρω και η επιλογή της φωνής της Γεωργίας Λόγγου –από τις πολύ σημαντικές τραγουδίστριες, που ακούστηκαν στα σέβεντις–, μοιάζει ιδανική για τις συνθέσεις, τόσο με το τραγούδισμά της (σε αγγλικά και ελληνικά), όσο και με τα haunted vocals της, προσφέροντας στο σάουντρακ τελείως απροσδόκητες στιγμές («Ο χορός της Μέδουσας», «Ο εξαγνιστικός ρόλος της φωτιάς»).
Γενικά, θα γράφαμε για ένα σπουδαίο σάουντρακ, ασυζητητί μεταξύ των κορυφαίων ελληνικών, από τη δεκαετία του ’70.
Λίνος Κόκοτος - 1974 - Αγάπη μου - Γεωργία Λόγγου - Από το "Σπίτι στους βράχους"
«Γυμνοί στο Χιόνι»
Η δεύτερη ταινία του Γιώργου Ζεβουλάκου, με σάουντρακ πάντα από τον Λίνο Κόκοτο, είναι η «Γυμνοί στο Χιόνι», που έκανε πρεμιέρα στις 25 Μαρτίου 1974, κόβοντας, στο διάστημα που θα παρέμενε στις αίθουσες Α προβολής Αθηνών, Πειραιώς και προαστίων, 39.044 εισιτήρια (30η ταινία σε εισπράξεις από τις 44 εκείνης της σεζόν). Η ταινία ήταν κάτι σαν συμπαραγωγή της Finos Films και της Κύκλος Φιλμς, έχοντας φωτογραφία από τον Άρη Σταύρου και μοντάζ από τον Μπάμπη Αλέπη (που ήταν και συνθέτης, γράφοντας και σάουντρακ). Μάλιστα στην αρχή (και πριν από την επίσημη προβολή της) η ταινία είχε άλλο τίτλο, καθώς διαβάζουμε γι’ αυτήν στο περιοδικό «Ταχυδρόμος» (τεύχος #1034, 1 Φεβ. 1974):
«Αυτή τη στιγμή η Αιμιλία Υψηλάντη στο Πήλιο, μέσα σε μια μεγάλη φυσική ελευθερία, ενσαρκώνει την ασύνορη μοναξιά μιας λαογράφου, που φτάνει στον φόνο, μέσα από μια σταθερή έλξη αυτοκαταστροφής. Είναι η νέα ταινία του Γιώργου Ζερβουλάκου “Λευκό Τραγούδι”, με οπερατέρ τον Άρη Σταύρου».
Η ιστορία, εδώ, είναι μια αναπροσαρμογή εκείνης από το «Σπίτι στους Βράχους», με τον κύριο ρόλο να τον κρατά και πάλι γυναίκα (Αιμιλία Υψηλάντη), που αυτή τη φορά δεν είναι παλαιοντολόγος, μα λαογράφος όπως είδαμε στο απόσπασμα από τον «Ταχυδρόμο» (να και πάλι το ενδιαφέρον για την λαϊκή παράδοση, από τη μεριά του Ζερβουλάκου), με το σκηνικό να μετατοπίζεται από το απομονωμένο σπίτι κοντά στη θάλασσα, το καλοκαίρι, σ’ ένα άλλο απομονωμένο σπίτι, από το χιόνι, το χειμώνα, και με τον Χρήστο Σπυρόπουλο να υποδύεται ξανά τον βασικό, αντρικό, ρόλο.
Η λαογράφος, λοιπόν, βρίσκει θαμμένο στο χιόνι, σε άσχημη κατάσταση, ένα νεαρό, ο οποίος, όμως, είναι δραπέτης φυλακών. Η γυναίκα αντιλαμβάνεται από νωρίς πως πρόκειται για καταζητούμενο, καθώς η χωροφυλακή θα φθάσει (και) στο σπίτι της, αλλά είναι αποφασισμένη να καλύψει το νεαρό, τον οποίον περιθάλπει αρχικώς, ενώ στη συνέχεια τον ερωτεύεται. Όταν όμως στο σπίτι θα καταφθάσει η κόρη της (Αλίκη Ζάννου) οι σχέσεις, ανάμεσα στα τρία άτομα, περιπλέκονται. Οι δύο νέοι ερωτεύονται, αλλά ο έρωτάς τους θα έχει το σκληρότερο τέλος, καθώς η λαογράφος, θα θεωρήσει πως ο δραπέτης πρόδωσε τον έρωτά της, σκοτώνοντάς τον τελικά μ’ ένα κυνηγετικό όπλο.
Και αυτή η ταινία του Ζερβουλάκου, που επίσης προβλήθηκε στο εξωτερικό (ως “L’Amante di mia Madre” στην Ιταλία κ.λπ.), έχει κάποιο ενδιαφέρον, αν και μικρότερο από το «Σπίτι στους Βράχους», παρότι ως... καλλιτεχνική κατασκευή φαίνεται αρτιότερη – με το πολύ ωραίο σάουντρακ του Λίνου Κόκοτου να μην κυκλοφορεί σε δίσκο. Αν και ποτέ δεν είναι αργά, υπό την προϋπόθεση να υπάρχει στο αρχείο του συνθέτη.
Εδώ πρωταγωνιστούν οι κιθάρες, τα έγχορδα, το πιάνο και το φλάουτο, με τις μελωδίες να κυριαρχούν (ιδίως τα μινόρε θέματα είναι καταπληκτικά) και με μια γυναικεία φωνή να κάνει ξανά τη διαφορά, προσθέτοντας κι άλλα bonus στις συνθέσεις. Είναι λοιπόν η Ελένη Βιτάλη στα πρώτα ηχογραφικά βήματά της, η οποία ερμηνεύει το «Πράσινο δενδρί» (που το ακούσαμε από την Δήμητρα Γαλάνη στο LP των Λίνου Κόκοτου-Λευτέρη Παπαδόπουλου «Αποχαιρετισμός», το 1975) και ακόμη ένα τραγούδι (άγνωστο), με τη μελωδία του να παραπέμπει στο ελαφρώς γνωστότερο «Ελάφι κι αγριμάκι», που θα έλεγε ξανά η Γαλάνη (στο LP «Αποχαιρετισμός»).
Και τα δύο τραγούδια είναι στο ύφος της μπαλάντας, ενορχηστρωμένα με τα απολύτως απαραίτητα, σχεδόν «γυμνά», ταιριάζοντας απολύτως με το ύφος της ταινίας και τις περιπέτειες των ηρώων της.
Λίνος Κόκοτος - 1974 - Ελένη Βιτάλη - Για σένα - Ανέκδοτο κινηματογραφικό - Γυμνοί στο χιόνι