Όταν στη μέση του δίωρου και κάτι magnum opus του Φράνσις Φορντ Κόπολα άναψαν τα φώτα, ένας κύριος ανέβηκε στη σκηνή, πήρε το μικρόφωνο και απηύθηνε μια σύντομη σειρά ερωτήσεων στον Καίσαρα Κατιλίνα, δηλαδή τον χαρακτήρα που υποδύεται ο Άνταμ Ντράιβερ, χωρίς να διακόψει τη ροή της ταινίας, και εκείνος του απάντησε εν είδη μίνι συνέντευξης, όλοι αναρωτηθήκαμε αν αυτό το οργανικό τρικ θα συμπεριλαμβάνεται, πιθανώς με κάποια παραλλαγή, στις επικείμενες προβολές στην εμπορική διανομή, και αμέσως συνειδητοποιήσαμε πως, όταν ο Αμερικανός σκηνοθέτης μιλούσε για φιλμ-γεγονός, το εννοούσε!
Το παραβολικό Megalopolis μετατρέπει τη Νέα Υόρκη του 21ου αιώνα στην αρχαία Ρώμη, μια αυτοκρατορία που εκπίπτει κάτω από το βάρος της απληστίας και της ηθικής της αποσύνθεσης, και ο γίγαντας του σινεμά έχει βαλθεί να τονίσει την επείγουσα ανάγκη διορθωτικής πορείας, επιστρατεύοντας ό,τι ακαδημαϊκό και κινηματογραφικό όπλο έχει στη φαρέτρα του, προσθέτοντας τεχνολογία που φαίνεται πως τον ξεπερνά.
Υπερδραματική σπουδή χαρακτήρων και επιστημονική φαντασία με στοιχεία φουτουρισμού, εννοείται με οπερετικές πινελιές και, ευτυχώς, χτυπητές δόσεις αυτοϋπονόμευσης, η ταινία φέρνει αντιμέτωπους δυο ισχυρούς άνδρες, τον αρχιτέκτονα Σίζαρ Κατιλίνα και τον δήμαρχο μιας παραλλαγής της Νέας Υόρκης, Φράνκλιν Σίσερο (Τζιανκάρλο Εσπόζιτο), συντηρητικό και δειλό εκ πρώτης όψης, που αποδεικνύεται πιο ευαίσθητος στη συνέχεια.
Τα 120 εκατομμύρια δολάρια που επένδυσε ο Κόπολα είναι αντικειμενικά ένα πολύ σεβαστό ποσόν, ειδικά όταν γνωρίζουμε πλέον όλοι πως βγήκε από τα δικά του αμπέλια, αλλά συγκριτικά είναι και φαίνονται λιγότερα από το οικοδόμημα που ευαγγελίζεται ο Καίσαρας.
Ο νομπελίστας Κατιλίνα θέλει να γκρεμίσει την πόλη και να την ξαναχτίσει με βάση τον άνθρωπο και τη βιωσιμότητα, αν και η κλίμακα και η φιλοδοξία του δημιουργούν προβλήματα, φθόνο και μίσος – Καίσαρας είν’ αυτός… Είναι πεισματάρης και εριστικός, πιστεύει ακράδαντα στο όραμά του, ζει σε ένα παράλληλο σύμπαν όπου, ως άλλος Neo από το Matrix, ελέγχει τον χρόνο, και αν η ουτοπία του δεν έσταζε ουμανισμό, δεν θα απείχε πολύ από τον αλαζόνα και παρεξηγημένο Χάουαρντ Ρουρκ, τον πρωταγωνιστή του Fountainhead της Άιν Ραντ.
Με άλλα λόγια, ο αρχιτέκτονας που αιωρείται μελαγχολικά από την κορυφή του Chrysler Building πασχίζει και παθιάζεται, αγαπά και καταστρέφεται, πεθαίνει πολλές φορές αλλά ξαναγενννιέται, είναι ο ίδιος ο Κόπολα, και το Megalopolis εκλαμβάνεται αναμφισβήτητα ως αλληγορία για το σινεμά των ονειροπόλων, και ταυτόχρονα κατατίθεται οριστικά ως διαθήκη του δημιουργού του για ένα καλύτερο αύριο – μια ταινία αφιερωμένη στη σύζυγό του, Έλινορ, που απεβίωσε πρόσφατα, στην ελπίδα και τα παιδιά.
Στο μεταξύ, και πέρα από τα νοήματα και τις προθέσεις, συμβαίνει η ταινία: η σύγκρουση φιλοσοφίας, ώρες σαν κουίζ γνώσεων, αφού ανταλλάσουν τσιτάτα από Σαπφώ μέχρι Πετράρχη, ανάμεσα στον πολιτικό και τον καλλιτέχνη περιλαμβάνει κι άλλους εξωθεσμικούς και μη χαρακτήρες, που συμπληρώνουν τους αυτοκράτορες και μπαινοβγαίνουν στην πλοκή με ελάχιστα ολοκληρωμένους ρόλους, συντίθεται με καταιγιστικό, ενίοτε αιφνιδιαστικό, εν τέλει αφόρητο διάλογο και ζαλιστικές εικόνες, διανθισμένες από τα ντραπέ κοστούμια της επίσης θρυλικής ενδυματολόγου Μιλένα Κανονέρο, και βαριά ψηφιακή, ολίγον synthesizer τεχνολογία.
Τα 120 εκατομμύρια δολάρια που επένδυσε ο Κόπολα είναι αντικειμενικά ένα πολύ σεβαστό ποσόν, ειδικά όταν γνωρίζουμε πλέον όλοι πως βγήκε από τα δικά του αμπέλια, αλλά συγκριτικά είναι και φαίνονται λιγότερα από το οικοδόμημα που ευαγγελίζεται ο Καίσαρας. Προτάσσοντας την ατάκα «μην αφήσεις το τώρα να καταστρέψει το για πάντα» στον δήμαρχο, περιμένεις πολύ περισσότερα και πιο ευφάνταστα από τη μετατροπή του Central Park σε Tomorrowland των πάρκων της Ντίσνεϊ, και μάλιστα σε rendering.
Ωστόσο, το κύριο ζήτημα του Megalopolis είναι το χαοτικό σενάριο, που ράβει σκέψεις και ιδέες για το κατανοητό θέμα της ύβρεως, της εμπιστοσύνης, της αξιοπρέπειας και της μεγαλοθυμίας, σε ένα σεμινάριο ρωμαϊκής φιλολογίας, σαν παράθεση χωρίων και ανθολογία των κλασικών (ο Μάρκος Αυρήλιος πάει σύννεφο), σε ένα μεγαλόστομο πλαίσιο σαιξπηρικής προδοσίας και εμφατικής τραγωδίας. Τα πνευματώδη περάσματα και το τρελό χιούμορ (ο Γιόν Βόιτ ως πάμπλουτος Κράσσος, ντυμένος Ρομπέν των Δασών, κανονικό τρολ, ρίχνει χρυσό βέλος στον μονίμως αλαφιασμένο Σάια Λαμπέφ και τον βρίσκει στον κώλο) σαστίζουν και εξατμίζονται μπροστά στην κλιμάκωση ενός πολύ σημαντικού μηνύματος που κυριαρχεί από την αρχή ως το φινάλε, που ο Κόπολα δείχνει να επιδιώκει με πλήρη ευθύνη, θυσιάζοντας στην πορεία τις γυναίκες της ταινίας (Νάταλι Εμάνιουελ), την κόρη του δημάρχου και μούσα του αρχιτέκτονα, και την καρικατούρα ονόματι Wow Platinum (Όμπρεϊ Πλάζα), στον βωμό της αναίσθητης πατριαρχίας.
Χωρίς παρεμβάσεις άλλων παραγωγών, απαιτήσεις επενδυτών ή τη σπάθη των στούντιο, ο Κόπολα γύρισε ακριβώς την ταινία που ήθελε, κι αυτό του το δίνουμε. Ως γνήσιο πνευματικό τέκνο του Ρότζερ Κόρμαν, προτείνει την αυτονομία και την ανεξαρτησία του κινηματογραφιστή, ακόμη κι αν ολισθαίνει.
Εδώ, συνοψίζει το προσωπικό του ευαγγέλιο περί καλλιτεχνικής ευσυνειδησίας, κλείνοντας το μάτι στην πολυμορφία που τον έσωσε από αδιέξοδα αλλά και τη μεγαλομανία που συχνά τον δυσκόλεψε στη μυθική καριέρα του. Στην πιο πειραματική ταινία του από το One from the Heart, τόλμησε ως έναν βαθμό (θα μπορούσε να τους βάλει όλους να μιλάνε λατινικά, όπως ο Γκίμπσον έκανε τον Χριστό του στην αραμαϊκή) αλλά εδώ, ο άρτος και το θέαμα της σύγχρονης ρωμαϊκής αυτοκρατορίας παραείναι προφανής και υπερτονισμένος, όπως αντίστοιχα το δράμα του φουτουριστή εκτυλίσσεται κυρίως στο μυαλό του, και όταν δραπετεύει, χάνει την όποια αλήθεια του.
Το Megalopolis φαντάζει ως το κύκνειο άσμα του δημιουργού του Νονού, αλλά το παρήγορο είναι πως, σύμφωνα με δικές του δηλώσεις, δεν θα είναι το τελευταίο του φιλμ…
Το τρέιλερ του «Megalopolis»