Μετά τους Πέρσες και τον Προμηθέα Δεσμώτη ο Άρης Μπινιάρης καταπιάνεται πρώτη φορά με την αρχαία κωμωδία και επιστρέφει στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου την Παρασκευή 9 και το Σάββατο 10 Αυγούστου με τους Όρνιθες του Αριστοφάνη. Στην κορυφαία αυτή κωμωδία, αν και η πλοκή είναι φανταστική, η θεματική είναι αληθινή και ουσιώδης: οι Όρνιθες παρουσιάζουν μια καινούργια αρχή, η οποία πρέπει να γίνει έξω από την ανθρώπινη κοινωνία, μακριά από τον κορεσμό, την παρακμή και τη διαφθορά.
Η σκηνοθεσία του Άρη Μπινιάρη αξιοποιεί το στοιχείο της τελετουργίας με στόχο να αναδειχθούν οι αλληγορικές προεκτάσεις του αριστοφανικού έργου, ενώ η μουσική και η κίνηση τοποθετούν στο επίκεντρο της παράστασης την ανθρώπινη κατάσταση, τη μεταμόρφωση και την αποκατάσταση μιας κοσμικής δικαιοσύνης. Με τον ανθρώπινο πολιτισμό να έχει φτάσει σε οριακή στιγμή, το πέταγμα των πουλιών μοιάζει με μια τελετή μύησης και επανασύνδεσης του ανθρώπου με τον φυσικό κόσμο και την πρωτόγνωρη δύναμη που προκύπτει από αυτήν τη σχέση.
«Σ’ εμάς τους σκηνογράφους-ενδυματολόγους υπάρχουν κάποια ζητούμενα, είμαστε μεταξύ της ποίησης και του ανθρώπου που θα την ενσαρκώσει και, όπως λέγαμε και στη σχολή παλιά, είμαστε η γη πάνω στην οποία πατάνε τα πράγματα».
Ο Πάρις Μέξης είναι συνεργάτης του Άρη Μπινιάρη από τις Βάκχες και σε όλες σχεδόν τις παραστάσεις που έκανε έκτοτε. Έχει σχεδιάσει τα σκηνικά, τα κοστούμια, οτιδήποτε είναι η όψη της παράστασης, και ξεκινάει την κουβέντα με μια μεγάλη ατυχία που τους συνέβη μία εβδομάδα πριν παραδοθούν τα σκηνικά.
«Αυτήν τη στιγμή είμαστε υπό την επήρεια μιας φοβερής καταστροφής, η οποία συνέβη στον κατασκευαστή των σκηνικών μας, τον Παναγιώτη τον Λαζαρίδη· κάηκε ολοσχερώς το εργαστήριό τους στο Μαρκόπουλο», εξηγεί. «Μέσα στην ατυχία μας είμαστε τυχεροί, γιατί ενώ το ξύλινο κομμάτι του σκηνικού μας εξαϋλώθηκε, το μεταλλικό δεν υπέστη βλάβες, και χάρη στον αλτρουϊσμό κάποιων συναδέλφων του έχουμε βρει έναν τρόπο να ξαναφτιαχτεί το κομμάτι που λείπει και να μπορέσει και ο Παναγιώτης να επιστρέψει με τον γρηγορότερο δυνατό τρόπο.
Αυτή η παράσταση είναι πολύ δύσκολη, από τις πιο δύσκολες που έχω κάνει, γιατί αναμετριέσαι με πολλά πράγματα, μεταξύ άλλων και με τους Όρνιθες του Κουν. Ωστόσο, η μεγαλύτερη δυσκολία είναι να πετύχει. Η Λυσιστράτη είναι ένα έργο γραμμικής αφήγησης, συμβαίνουν διάφορα και είναι διασκεδαστικό, ενώ οι Όρνιθες είναι ένα ποιητικό έργο, όπως και η Ειρήνη και ο Πλούτος. Από την άλλη, ξέρουμε ότι ο Άρης φτιάχνει κάθε φορά μια ιεροτελεστία. Αν αυτά τα πράγματα τα ενώσεις, κινδυνεύεις να φτάσεις στην αποξένωση.
Βάλαμε, λοιπόν, στο κοκτέιλ και το χιούμορ, φτιάξαμε μια αστεία παράσταση. Το χιούμορ υπονομεύει την ιεροτελεστία γιατί δουλεύει πάντα απομυθοποιητικά. Σχεδόν κάθε παράσταση του Άρη έχει έναν επί της ουσίας πειραματικό χαρακτήρα και δεν ξέρεις αν θα πετύχει, αλλά επειδή η πρόθεση είναι δυνατή, ξέρουμε πάντα πού πηγαίνουμε. Αυτήν τη στιγμή είχαμε μια ατυχία με αυτό που συνέβη στον κατασκευαστή μας και προσπαθούμε να αντιδράσουμε στο τεχνικό του κομμάτι, η παράσταση όμως είναι καλή, κι αυτό μπορώ να σου το πω με αγάπη, είδα πρόβα πρόσφατα. Αν με ρώταγες την προηγούμενη εβδομάδα, δεν θα ήξερα τι να σου πω.
Σ’ εμάς τους σκηνογράφους-ενδυματολόγους υπάρχουν κάποια ζητούμενα, είμαστε μεταξύ της ποίησης και του ανθρώπου που θα την ενσαρκώσει και, όπως λέγαμε και στη σχολή παλιά, είμαστε η γη πάνω στην οποία πατάνε τα πράγματα. Για να μπορέσεις, λοιπόν, να φτιάξεις ένα πρόσφορο έδαφος για να αφηγηθείς ένα παραμύθι, το πλαίσιο αυτής της αφήγησης, βοηθάει να ξέρεις τι πας να κάνεις, ποιο είναι το παραμύθι, τι θες να πεις, σε ποιον κ.λπ. Ο Άρης έχει προσεγγίσει τους Όρνιθες από μια μεριά πολύ ιδιαίτερη.
Το διαφορετικό είναι ότι έχει εστιάσει στο προσωπικό εσωτερικό ταξίδι που κάνει ένας άνθρωπος προκειμένου να φτάσει σε μια ανάταση. Αυτό υπάρχει στο έργο, είναι γραμμένο από τον Αριστοφάνη, αλλά για τον Άρη είναι το κέντρο βάρους. Υπάρχουν διάφορα πράγματα που μπορείς να πεις για τους Όρνιθες, υπάρχει το κωμικό στοιχείο, που είναι πολύ έντονο, η επιθεώρηση της εποχής και ο σχολιασμός κάποιων ανθρώπων, και αυτά μας έχουν απασχολήσει πολύ λιγότερο.
Ο Άρης ως δημιουργός εστιάζει στο αρχετυπικό, τον ενδιαφέρει πάρα πολύ η ιεροτελεστία, το κέντρο των αρχέγονων συναισθημάτων, οπότε και στη δική μας την περίπτωση έχει εστιάσει στο κομμάτι που αφορά τους χαρακτήρες και όχι τους μικρορόλους. Ας πούμε, υπάρχει ένας έμπορος στο πρωτότυπο έργο, σ’ εμάς είναι το λαμόγιο, ο άνθρωπος που θέλει να εκμεταλλευτεί κάποιον. Η παραγγελία για το πώς θα στηθεί το σκηνικό είναι “ένα μέρος στο οποίο θα συναντηθούν τα πουλιά και οι άνθρωποι”.
Καταλήξαμε να δημιουργήσουμε έναν στίβο μέσα στον οποίο θα γίνει αυτή η συνάντηση, ένα άλσος, δηλαδή το ήπιο κομμάτι όπου τελειώνει το δάσος και αρχίζει σιγά σιγά το κατοικημένο κομμάτι. Στο τέλος του δάσους, των δέντρων, λοιπόν, όπου κανονικά ζούνε τα πουλιά, γίνεται η συνάντησή τους με τους ανθρώπους. Αυτό το μεταίχμιο, αυτό το σημείο συνάντησης, είναι το σκηνικό μας.
H πραγματικότητα είναι ότι η συντριπτική πλειονότητα των παραστάσεων παίζεται σε θέατρα σε όλη την Ελλάδα, άρα δεν σχεδιάζεις για την Επίδαυρο μόνο, σχεδιάζεις και όλα τα υπόλοιπα θέατρα που θα πας περιοδεία. Το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου για μένα είναι μοναδικό σε όλο τον κόσμο, όχι ως θέατρο αλλά ως μνημείο της ανθρωπότητας. Το θεωρώ σημαντικότερο από την Ακρόπολη γιατί επιτελεί ακόμα τη λειτουργία για την οποία σχεδιάστηκε, είναι ακόμα θέατρο.
Το σημαντικότερο πράγμα που συμβαίνει στην Επίδαυρο είναι η σχέση που έχει το κοινό με αυτό που συμβαίνει εκείνη τη στιγμή και με τη φύση. Αυτό το τριπλό πράγμα δεν είναι ποτέ αμελητέο, από αυτό ξεκινάς. Η παλέτα μου για τα σκηνικά, τα κουστούμια, είναι δανεισμένη από τα χρώματα που υπάρχουν εκεί. Δεν είναι κάτι που κάνω πάντα και δεν το παίρνω ως δεδομένο, αλλά εδώ είχα τη δυνατότητα να το κάνω και το εκμεταλλεύτηκα. Στο πρακτικό κομμάτι, η παράσταση αυτή πρέπει να κουμπώνει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο σε κάθε θέατρο που θα τη φιλοξενήσει.
Τα κοστούμια είναι πουλιά κι αυτό είναι κάτι πολύ όμορφο. Ο Άρης ξεκίνησε με τη λογική ότι θα κάνουμε φαντασία, ότι θέλουμε πουλιά και όχι κάποιους που είναι σαν πουλιά. Εδώ συγγενεύουμε με τον Τσαρούχη ως σκέψη, κι εκείνος είχε μια παρόμοια παραγγελία: ήθελε να κάνει πουλιά και κατέληξε να φτιάξει μερικά από τα συγκλονιστικότερα κοστούμια που έχουν δημιουργηθεί ποτέ σε επίπεδο σύλληψης – πρόκειται για ένα ημιτελές κοστούμι, για μένα αυτός ήταν ο στόχος.
Τι θα πει ημιτελές κοστούμι, ημιτελές σκηνικό, ημιτελής σκηνογραφία; Η σκηνογραφία που συντελείται στο μυαλό του θεατή. Σου δίνει τόσα πράγματα ώστε να καταλάβεις πού βρίσκεσαι και τι βλέπεις, αλλά το υπόλοιπο κομμάτι, αυτό που λείπει, μπορείς να το συμπληρώσεις εσύ κι έτσι να γίνει δικό σου. Για μένα αυτό είναι το ζητούμενο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, λοιπόν, είχα να κάνω πουλιά και πήρα τα φτερά τους, τα ανακάλυψα από παλιές υδατογραφίες καταπληκτικά φτιαγμένες, τα εκτύπωσα σαν να έκανα ένα print δικό μας, μοναδικό, επιζωγράφισα τα σημεία που έλειπαν και με αυτό το φτέρωμα έφτιαξα κοστούμι, δηλαδή σακάκι και σορτς-παντελόνι.
Όλα τα φτερά που βρίσκονται στο κοστούμι, εκτός από τα τυπωμένα, βρίσκονται στο κεφάλι, το κεφάλι για μένα είναι το πιο ενδιαφέρον πράγμα σε ένα πουλί: επειδή έχει τα μάτια του χωρισμένα αναγκαστικά γυρίζει πότε από τη μία πότε από την άλλη πλευρά το κεφάλι. Έχω φτιάξει ένα κεφάλι πουλίσιο κι εκεί είναι το πιο ορνιθικό στοιχείο του κοστουμιού. Κατά τα άλλα, είναι ένα κοστούμι το οποίο είναι άνετο, δροσερό, γεμάτο αεραγωγούς, γιατί λαμβάνουμε υπόψη και τα πρακτικά πράγματα.
Ένα κοστούμι πρέπει να είναι πάντοτε ασφαλές και τεχνικά άρτιο, για να μπορεί ο ηθοποιός να κάνει τη δουλειά του. Κι επειδή υπάρχει διαρκής κίνηση, διαρκής εγρήγορση, κόντυνα το παντελόνι για να αποκαλύψω τα πόδια του ανθρώπου, βάζοντας τον όγκο του κοστουμιού στο πάνω μέρος. Έτσι συμβαίνει και με το πουλί: το φτέρωμα είναι ψηλά και τα πόδια του πολύ λεπτά».
Το κοστούμι συνοδεύεται από μια μάσκα που μοιάζει με κράνος και ολοκληρώνει την εικόνα του πουλιού. «Από τα πιο δύσκολα πράγματα που μπορείς να δώσεις σε έναν ηθοποιό είναι μια μάσκα. Τη λέμε κράνος γιατί έτσι είναι η κατασκευή της», εξηγεί ο Πάρις. «Δεν είναι τυχαίο ότι αναπτύχθηκε ολόκληρη σχολή μασκών για χώρους όπως η Επίδαυρος και τα μεγάλα ανοιχτά θέατρα. Με το κράνος θέλαμε να πετύχουμε πολλά πράγματα, να έχουμε το μυθικό στοιχείο, την απόσταση, την ομοιογένεια.
Το πιο ενδιαφέρον απ’ όλα είναι ότι υποβάλλουμε τους ηθοποιούς σε περιορισμό, δίνοντάς τους ταυτόχρονα τη δυνατότητα να παίζουν με το κέντρο βάρους του προσώπου να είναι στο ράμφος. Τα φτερώματα είναι όλα πίσω, σαν λοφίο, ακριβώς όπως και στα πουλιά. Φοράς, λοιπόν, μια κατασκευή η οποία μπροστά έχει μια μύτη και πίσω ένα λοφίο κι έτσι αυτομάτως αλλάζει ο τρόπος με τον οποίο κινείται το κεφάλι. Αυτό, λοιπόν, ήταν ζητούμενο και ως προς την κίνηση αλλά και εικαστικά, ως αποτέλεσμα…».
Πρώτοι σταθμοί περιοδείας
Παρασκευή 12 & Σάββατο 13 Ιουλίου: Αρχαίο Θέατρο Φιλίππων, Καβάλα
Δευτέρα 15 & Τρίτη 16 Ιουλίου: Ανοιχτό Θέατρο Συκεών «Μάνος Κατράκης», Θεσσαλονίκη
Τετάρτη 17 Ιουλίου: Κηποθέατρο Αλκαζάρ, Λάρισα
Πέμπτη 18 Ιουλίου: Ανοιχτό Δημοτικό Θέατρο «Μελίνα», Βόλος
Σάββατο 20 Ιουλίου: Ρωμαϊκό Ωδείο Νικόπολης, Πρέβεζα
Κυριακή 21 Ιουλίου: Αρχαίο θέατρο Οινιαδών, Μεσολόγγι
Παρασκευή 9 & Σάββατο 10 Αυγούστου: Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.