Πάντοτε αυτή την εποχή, κάθε χρόνο, σταθερά, γίνεται ένας απολογισμός για το πώς πήγε η Επίδαυρος. Ήταν μια ήσυχη χρονιά που κύλησε ομαλά ή άνοιξε πόλεμος στα social media για τις επιλογές των έργων ή τις προσεγγίσεις; Τελικά η πολυσυζητημένη ή πολυδιαφημισμένη παράσταση ικανοποίησε το κοινό; Τι εντύπωση άφησαν οι παραστάσεις στο κοινό, τι συζητήσεις προκάλεσαν, πόσα σχόλια και κριτικές ακολούθησαν, άξιζε τελικά τον κόπο; Πόσες παραστάσεις έκαναν sold-out; Αυτό ακριβώς το sold-out, και αυτό πολυσυζητημένο και πολλές φορές αμφιλεγόμενο στην Επίδαυρο, καθορίζει εν μέρει και τη μετέπειτα μοίρα των παραστάσεων.
Φυσικά όλοι επιθυμούν η παράστασή τους να γεμίσει την Επίδαυρο. Οι επτά ή οκτώ παραστάσεις που ανεβαίνουν εκεί είναι οι πιο «μεγάλες» και διαφημισμένες κάθε καλοκαιριού. «Είναι ένα διαβατήριο, βγαίνει μια “καλή βρόμα”, όπως λέμε στο θέατρο. Αν η παράσταση αρέσει, η πληροφορία έχει τη δυνατότητα να διαχυθεί με ταχύτερους ρυθμούς και φυσικά η Επίδαυρος έχει τη δική της λάμψη γιατί προσφέρει την ιστορική σφραγίδα που έχει αυτός ο χώρος», λέει η καλλιτεχνική διευθύντρια του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, σκηνοθέτιδα Κατερίνα Ευαγγελάτου.
Πολλοί δείχνουν να περιφρονούν το sold-out, αλλά, ας μη γελιόμαστε, όλοι το ποθούν. Η ανταπόκριση του κόσμου δίνει χαρά στους συντελεστές και στους ηθοποιούς που έχουν κοπιάσει για την παράσταση, ενώ δίνει ώθηση και στο ταμείο, σε εποχές που το χρήμα υπολογίζεται πολύ σοβαρά.
«Κάθε πιάτσα έχει τη δική της αξία και σημασία. Άλλη συνθήκη, άλλο κοινό, άλλες προσαρμογές, και το λέω ως θετικό. Το σκηνικό που έχουμε φτιάξει για τους “Όρνιθες” έχει έξι διαφορετικές εκδοχές. Παίξαμε παντού με σκηνικό γιατί θέλαμε να τιμήσουμε τους θεατές σε κάθε μέρος που πήγαμε, είχαμε κάνει πρόβλεψη», λέει ο Άρης Μπινιάρης.
«Φυσικά είναι μεγάλη χαρά για ένα θέατρο να έχει γεμάτη την Επίδαυρο, είναι μια μεγάλη δυναμική. Και μόνο η συσχέτιση του κοινού με την παράσταση δημιουργεί ένα πολύ ισχυρό φορτίο. Είναι προφανώς για όλους μεγάλη ικανοποίηση να μπορείς να επικοινωνήσεις με τόσο πολύ κόσμο. Το sold-out είναι για μια παράσταση και ένα δείγμα της ανταπόκρισης του κοινού. Προφανώς είναι και μια μεγάλη βοήθεια και στήριξη οικονομική», λέει ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου Γιάννης Μόσχος, ενώ στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η καλλιτεχνική διευθύντρια του Θεάτρου Τέχνης Μαριάννα Κάλμπαρη.
«Μια παράσταση που θα πάει στην Επίδαυρο τη φτιάχνεις και ξέρεις ότι θέλεις να απευθυνθείς σε χιλιάδες κόσμου, είναι ένας στόχος που έχεις στο μυαλό σου και στην ιδανική περίπτωση θέλεις να γεμίσει το θέατρο γιατί θέλεις αυτό το πράγμα που έχεις δημιουργήσει να το δουν και να το ακούσουν όσο περισσότεροι άνθρωποι γίνεται. Όταν συμβαίνει, λοιπόν, και έχεις ένα γεμάτο θέατρο, αυτό σε γεμίζει ικανοποίηση και χαρά, γιατί έφτασε σε χιλιάδες αποδέκτες το μήνυμα, κυρίως αν τους αγγίξει και υπάρξει θετική ανταπόκριση. Προφανώς βοηθά και για τις παραστάσεις που έπονται της Επιδαύρου».
Ένα sold-out στην Επίδαυρο συμβαίνει για πολλούς λόγους. Με την αναγγελία του προγράμματος του Φεστιβάλ και την ένταξή τους στο πρόγραμμα της Επιδαύρου οι παραστάσεις αποκτούν μια υπεραξία: είναι οι μεγάλες καλοκαιρινές παραγωγές και είναι φυσικό να προκαλούν μεγάλο ενδιαφέρον, να μπαίνουν στο πρόγραμμα χιλιάδων θεατρόφιλων και στα προγράμματα άλλων διοργανώσεων, σε φεστιβάλ και δήμους. Τι προσελκύει τους θεατές και δημιουργεί το μεγάλο ενδιαφέρον του κοινού; Η οπτική ενός σκηνοθέτη/τιδας που θεωρεί σημαντική, οι ερμηνείες ή το να δει κάποιον ή κάποιους αγαπημένους του ηθοποιούς, έργα που πάντα συγκινούν και έχουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον από άλλα, όπως κλασικά ο Αριστοφάνης, που πρωταγωνιστεί κάθε καλοκαίρι.
«Μπορεί να έρθουν ακολουθώντας το ένστικτό τους ή για να δουν έναν αγαπημένο ηθοποιό ή τη Μαρίνα Σάττι και να μη φλέγονται να δουν τις “Ικέτιδες”, αλλά τελικά μπορεί να μαγευτούν από την εμπειρία και να βάλουν στο πρόγραμμά τους την κάθοδο στην Επίδαυρο και για μια επόμενη φορά. Η Επίδαυρος είναι μια μεγάλη χοάνη, ένα κοχύλι που χωρά τους πάντες και για μένα σημαντικό είναι να υπάρχει σεβασμός του κοινού απέναντι στους ηθοποιούς, τους συντελεστές που έχουν κοπιάσει για την παράσταση και τους παραγωγούς που την προσφέρουν», λέει η Κατερίνα Ευαγγελάτου.
Ένα sold-out στην Επίδαυρο, πολλές φορές και άσχετα από τις κριτικές, βοηθάει να γεμίσουν, εξαιτίας της συζήτησης που προκαλεί η παράσταση, και επόμενες παραστάσεις, σε άλλα θέατρα της Ελλάδας, ή μπορεί να συμβεί και το αντίθετο.
Ο Άρης Μπινιάρης, ο οποίος σκηνοθέτησε τους «Όρνιθες» του Αριστοφάνη, που γέμισαν και τα δυο βράδια, μου εξηγεί ότι ναι μεν το sold-out της Επιδαύρου βοηθά για τις επόμενες παραστάσεις, αλλά στη δική του περίπτωση, με την παράσταση να έχει πρόγραμμα περιοδείας σε σαράντα πιάτσες, η οποία είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα, η καλή φήμη που είχε ήδη αποκτήσει η παράσταση βοήθησε να γίνουν ανάρπαστες οι δυο παραστάσεις της Επιδαύρου. Οι «Όρνιθες» είναι ένα έργο εξαιρετικά αγαπητό, ο σκηνοθέτης έχει κοινό που παρακολουθεί συστηματικά τις αναγνώσεις του στα έργα που σκηνοθετεί, είχε δυο πολύ καλούς πρωταγωνιστές, γράφτηκαν πριν από την Επίδαυρο κάποιες καλές κριτικές και όλοι αυτοί οι παράγοντες έπαιξαν τον ρόλο τους.
«Βοηθάει η Επίδαυρος σε επόμενες παραστάσεις, αν όμως έχει ξεκινήσει μια περιοδεία νωρίτερα και έχει καλή φήμη και έχουν γραφτεί κάποιες κριτικές, όλα αυτά βοηθούν να συμβεί το sold-out της Επιδαύρου. Αυτό σημαίνει πως, αν πάει καλά ένα έργο στην περιοδεία, εξαργυρώνεται η φήμη και η επιτυχία και στην Επίδαυρο, όπως συμβαίνει φυσικά και το αντίθετο», λέει.
Σήμερα είναι πολλές και αξιοσημείωτες οι περιπτώσεις θιάσων που δεν βλέπουν την καλοκαιρινή περιοδεία που προηγείται ή έπεται της Επιδαύρου σαν «αρπαχτή». Έχουν σοβαρές προθέσεις και κάνουν τέτοιες προσαρμογές ώστε το κοινό σε κάθε μέρος της Ελλάδας εκτός Επιδαύρου –η οποία δίνει το πλεονέκτημα να αναπτυχθεί πλήρως μια παράσταση− να έχει μια ολοκληρωμένη εικόνα, να απολαύσει τη θεατρική εμπειρία, ενώ παλιά άλλο έβλεπες στην Επίδαυρο και άλλο στην περιφέρεια, με σκηνικά να μη χωράνε πουθενά και αποδεκατισμένους θιάσους.
«Κάθε πιάτσα έχει τη δική της αξία και σημασία. Άλλη συνθήκη, άλλο κοινό, άλλες προσαρμογές, και το λέω ως θετικό. Το σκηνικό που έχουμε φτιάξει για τους “Όρνιθες” έχει έξι διαφορετικές εκδοχές. Παίξαμε παντού με σκηνικό γιατί θέλαμε να τιμήσουμε τους θεατές σε κάθε μέρος που πήγαμε, είχαμε κάνει πρόβλεψη», λέει ο Άρης Μπινιάρης.
«Η δική μας παραγωγή πολύ αργά πήγε στην Επίδαυρο, τελευταία, είναι πολύ διαφορετικό από μια παράσταση που πάει αρχικά στην Επίδαυρο και ακολουθεί η περιοδεία», λέει η Μαριάννα Κάλμπαρη. «Η δική μας παράσταση έχει δυο σχήματα, ένα μικρό που περιοδεύει και ένα μεγάλο που θα παίξει στον Λυκαβηττό και στο Ηρώδειο. Είχαμε αυτή την ιδιαιτερότητα στον σχεδιασμό, αλλά δεν μπορείς να κάνεις περιοδεία με 53 άτομα πάνω στη σκηνή, υπάρχουν θέατρα που δεν τους χωράνε όλους, συν το κόστος, τα εκτός έδρας και τους τεχνικούς∙ ακόμα και με το sold-out δεν βγαίνει η παράσταση. Ας πούμε, στο πολύ ωραίο ρωμαϊκό θέατρο της Νικόπολης ή στην Άνδρο με το ζόρι χωρούσε ο Χορός των 15 ατόμων ή το σκηνικό. Και εμείς, έχοντας τις πολυφωνίες, δεν μπορούσαμε να έχουμε λιγότερα από 12 άτομα στον Χορό».
Ένα sold-out σημαίνει και πράγματα αντικρουόμενα μεταξύ τους. Πολλές φορές βλέπουμε την Επίδαυρο γεμάτη από ένα κοινό που δεν είναι προετοιμασμένο για αυτό που θα δει. Το καταλαβαίνεις από τον τρόπο που καταφθάνουν, από την ώρα που καταφθάνουν, από τη συμπεριφορά τους την ώρα της παράστασης, από το γεγονός ότι χειροκροτούν όταν βγει ένας γνωστός πρωταγωνιστής. Υπάρχουν διάφορα σημάδια που σε κάνουν να καταλαβαίνεις ότι η μαζική προσέλευση πολλές φορές υπονομεύει την παράσταση, είναι δίκοπο μαχαίρι.
Αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι απαραιτήτως οι θεατές πρέπει να περνάνε από φροντιστήριο. Ωστόσο αξίζει να είναι ενημερωμένοι, να έχουν αντίληψη αυτού που πρόκειται να συμβεί. Αλλιώς, η παρακολούθηση μιας παράστασης είναι βασανιστικά διασπαστική, όταν ο διπλανός σου τραβάει βίντεο ασταμάτητα, χαζεύει βίντεο και ειδήσεις στο κινητό του, βαριέται αφάνταστα και αναστενάζει, όχι για τα πάθη της Μήδειας αλλά για τα δικά του βάσανα, που κάποιος τον παρέσυρε και έφτασε εκεί, και δεν μπαίνει καν στον κόπο να καταλάβει τι συμβαίνει απέναντί του, ή κρίνει ότι είναι οκ να προσέρχεται σαράντα λεπτά αργότερα, απαιτώντας να καθίσει στη θέση του, κάνοντας φασαρία, δημιουργώντας απίστευτη δυσκολία στην ταξιθεσία, που έχει πολύ σημαντικό ρόλο στη διοργάνωση, ενοχλώντας τελικά τους πάντες.
«Νομίζω ότι καλλιτεχνικά δεν πρέπει να φτιάχνει κάποιος παραστάσεις αποσκοπώντας στο sold-out», λέει η Κατερίνα Ευαγγελάτου. «Βέβαια είναι θαυμάσιο και για τον παραγωγό και για τον διοργανωτή, για τους ηθοποιούς που είναι στην ορχήστρα και για όλους τους συντελεστές. Μια γεμάτη Επίδαυρος από ένα κοινό που ενδιαφέρεται γι’ αυτό που βλέπει προσφέρει ένα συναίσθημα, μια συγκίνηση και μια εμπειρία αξέχαστη. Από την άλλη, μπορώ να πω και ως σκηνοθέτης, έχοντας απολαύσει και παραστάσεις δικές μου άλλοτε εντελώς γεμάτες, άλλοτε λιγότερο, ότι είναι πάντα σημαντικό να φτιάχνεις την παράσταση σύμφωνα με αυτά που θέλεις να πεις πάνω στο έργο με τους συνεργάτες σου και όχι σκεπτόμενος αν θα γεμίσει το θέατρο».
Τι σημαίνει ένα sold-out σε αριθμούς
Το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, έχει μέγιστη χωρητικότητα 13.000-14.000 θεατών και φιλοξενούσε τους μουσικούς, ωδικούς και δραματικούς αγώνες που συμπεριλαμβάνονταν στη λατρεία του Ασκληπιού. Δεν είναι λίγες οι φορές που ακούμε για παραστάσεις περασμένων δεκαετιών που συγκέντρωναν πάνω από 20.000 κόσμο και τις δυο ημέρες.
Συνέβαινε όντως αυτό. Οι αριθμοί μπορούν να το εξηγήσουν. Κυρίως γιατί δεν υπήρχαν κερκίδες οι οποίες δεν χρησιμοποιούνται, όπως σήμερα, αλλά και γιατί δεν υπήρχε αρίθμηση θέσεων στο επάνω διάζωμα, ούτε μαξιλαράκια σε όλες τις θέσεις του κάτω διαζώματος. Έτσι, έβλεπες ένα θέατρο στο οποίο δεν υπήρχαν ελεύθεροι διάδρομοι, δεν υπήρχε ένα κενό. Σήμερα προηγείται η ασφάλεια, οι εργασίες αναστήλωσης έχουν θέσει όρια που είναι σεβαστά, οι κερκίδες Α και Μ, οι οποίες είναι χαμηλής ορατότητας, χρησιμοποιούνται για να στηθούν οι κατασκευές για τους υπότιτλους, ενώ φιλοξενούν σε κάποιες περιπτώσεις τους αργοπορημένους θεατές.
Η χωρητικότητα της Επιδαύρου είναι γύρω στις 9.200 θέσεις και από αυτές μπορούμε να αφαιρέσουμε τα σημεία όπου στήνονται οι κονσόλες ή οι κάμερες.
Το κάτω διάζωμα έχει αριθμημένες θέσεις και το επάνω διάζωμα αριθμημένες σειρές, πωλούνται συγκεκριμένα εισιτήρια και κάθονται ορισμένα άτομα σε κάθε σειρά. Το κάτω διάζωμα έχει 10 κερκίδες με 33 σειρές, δηλαδή 4.219 θέσεις, και το επάνω διάζωμα 22 κερκίδες με 19 σειρές, που μπορούν να φιλοξενήσουν 4.988 θεατές. Sold-out σημαίνει 9.000 θεατές τη βραδιά, όταν λοιπόν οι παραστάσεις αγγίξουν αυτό το όριο, θεωρούνται sold-out.
«Το sold-out το μετράμε ανά παράσταση», λέει η Κατερίνα Ευαγγελάτου. Η φετινή χρονιά είναι πολύ επιτυχημένη, με ένα σοβαρό ταμείο και για το φεστιβάλ και για τις παραγωγές που φιλοξενήθηκαν. Ο επίσημος απολογισμός βγαίνει τον Νοέμβριο, αλλά η καλλιτεχνική διευθύντρια του Φεστιβάλ, βάσει των εισιτηρίων που κόπηκαν, λέει: «Είχαμε sold-out σχεδόν κάθε Σαββατοκύριακο. Sold-out έκαναν και τις δυο ημέρες η “Ορέστεια”, οι “Όρνιθες” και οι “Ικέτιδες”, sold-out ήταν το Σάββατο και η “Ιφιγένεια” του Κουλιάμπιν και ο “Πλούτος” του Γιάννη Κακλέα με το ΚΘΒΕ. Άρα πλην της “Εκάβης” του Τιάγκο Ροντρίγκες και των “Βακχών” του Θάνου Παπακωνσταντίνου του Εθνικού Θεάτρου, όλες οι άλλες παραστάσεις είχαν τη μία ή και τις δύο ημέρες αγγίξει το όριο, αυτές τις 9.000 θέσεις».
Συνεπώς, φέτος από τις 14 βραδιές της Επιδαύρου, οι 8 συγκέντρωσαν περίπου 72.000 θεατές, άρα από την Επίδαυρο φέτος πέρασαν πάνω από 100.000 θεατές, με έναν πρόχειρο υπολογισμό.
«Είχαμε 18.000 εισιτήρια στην “Ορέστεια”, δεν υπήρχε εισιτήριο που να έμεινε απούλητο και φυσικά το έσοδο είναι αξιοσημείωτο, 380.000 ευρώ», λέει ο Γιάννης Μόσχος. Επισημαίνει ότι η τιμολογιακή πολιτική του Εθνικού Θεάτρου είναι διαφορετική από αυτή ενός ιδιώτη παραγωγού. «Η τιμολογιακή πολιτική του Εθνικού, η διαβάθμιση των τιμών είναι τέτοια ώστε να ανταποκριθούν όσο το δυνατόν περισσότεροι θεατές, είναι μια απόφαση που εγκρίνεται από το Δ.Σ. του θεάτρου. Ως δημόσιος οργανισμός επιδιώκουμε τα εισιτήρια να είναι όσο το δυνατόν πιο προσιτά».
Το Εθνικό Θέατρο από αυτή την είσπραξη αποδίδει ΦΠΑ 6%, ενώ για την ενοικίαση του χώρου της Επιδαύρου κάθε βραδιά πληρώνει στο Φεστιβάλ 20.000 ευρώ. Οι εισπράξεις των sold-out παραστάσεων ενός κρατικού θεάτρου και μιας ιδιωτικής παραγωγής διαφέρουν. Οι εισπράξεις των «Ορνίθων» και των «Ικέτιδων» κινήθηκαν γύρω στις 500.000 ευρώ. Και αυτοί πληρώνουν ένα παρόμοιο ποσό για την παραχώρηση του χώρου.
«Υπάρχει μια διαφορά στην τιμολογιακή πολιτική αν πρόκειται για έναν θεσμό δημόσιο, όπως το Εθνικό Θέατρο ή το Φεστιβάλ, ή αν πρόκειται για κάποιον ιδιώτη παραγωγό που η παράστασή του εντάσσεται στο Φεστιβάλ», λέει η Κατερίνα Ευαγγελάτου. «Το εύρος των εισπράξεων σε μια γεμάτη παράσταση κυμαίνεται από 230 ως 270 χιλιάδες ευρώ ανά βραδιά».
Όταν λέμε sold-out παράσταση, μετράμε τους θεατές και όχι τα εισιτήρια. Αυτό σημαίνει ότι, και βάσει του πρωτοκόλλου, άλλες υποχρεώσεις προσκλήσεων έχουν το Φεστιβάλ Αθηνών και τα κρατικά θέατρα και άλλες οι ιδιώτες, που πολλές φορές, όταν δουν ότι υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον για την παράσταση, επιδιώκουν να φέρουν τους καλεσμένους και τις προσκλήσεις την ημέρα της γενικής δοκιμής. Αυτό εννοούν κάποιοι όταν μιλάνε για «καθαρό sold-out», ότι δεν υπήρχαν κάποιες εκατοντάδες προσκλήσεις που αντιστοιχούν σε προσκεκλημένους των θιάσων και καλύπτουν κάποιες συμβατικές υποχρεώσεις τους. Όσο για τα κέρδη, οι δημόσιοι φορείς έχουν πάντα λιγότερα, αφού κάνουν και μικρότερες περιοδείες, έχουν άλλες συμβάσεις και πολλές φορές άλλες συμφωνίες στα ποσοστά των συντελεστών, αν υπάρχουν τέτοια.
Το sold-out στην Επίδαυρο είναι σπουδαίο, αλλά η σπουδαιότητα των παραστάσεων δεν μπορεί να κριθεί πάντα βάσει αυτού. Ιστορικά έχουν κάνει sold-out και σπουδαίες παραστάσεις-καλλιτεχνικά γεγονότα και εμπορικές παραστάσεις με δημοφιλείς πρωταγωνιστές όχι τόσο μεγάλης καλλιτεχνικής αξίας. Για παράδειγμα, το φετινό καλοκαίρι η παράσταση «Εκάβη, όχι Εκάβη» του Τιάγκο Ροντρίγκες σε μια μισογεμάτη Επίδαυρο απέπνεε το κύρος και την καλλιτεχνική σφραγίδα ενός σημαντικού δημιουργού, ενώ το κοινό που έφτασε εκεί επιζητούσε να έχει μια θεατρική εμπειρία, δεν υπήρχαν «σειρήνες», δημοφιλείς πρωταγωνιστές και γνωστά αγαπητά θέματα. Έχουν ανοίξει πολλές συζητήσεις τα τελευταία χρόνια για το τι «πρέπει» να ανεβαίνει στην Επίδαυρο∙ όλοι θυμόμαστε αυτά που συνέβησαν το περσινό καλοκαίρι με τους «Σφήκες» της Λένας Κιτσοπούλου και τη «Μήδεια» του Φρανκ Κάστορφ, με το θέατρο να γίνεται πεδίο μάχης και τις συζητήσεις για την «ιερότητα» του χώρου να εξάπτουν τα πάθη.
Η Κατερίνα Ευαγγελάτου έχει υπογραμμίσει πολλές φορές τα τελευταία χρόνια ότι στην Επίδαυρο υπάρχει ένα ποικίλο πρόγραμμα, που έχει κάτι για την καθεμιά και τον καθένα μας. «Υπάρχει κάτι για τον θεατή που θέλει νέα δραματουργία, που το προσπαθούμε εδώ και πέντε χρόνια, νέα έργα εμπνευσμένα από το αρχαίο δράμα, είτε στη μεγάλη Επίδαυρο είτε στη μικρή, υπάρχουν πιο κλασικότροπες αναγνώσεις, υπάρχουν μεγάλοι σκηνοθέτες που ακολουθούν μια πορεία ετών και πάντα ο κόσμος θέλει να βλέπει και την πορεία της έρευνάς τους, υπάρχουν σκηνοθέτες νέοι που βλέπουν τα πράγματα πιο λοξά, δραματουργίες που ανήκουν στους συγγραφείς τους αρχαίους, δραματουργίες που στέκουν στο ενδιάμεσο, που έχουν φορμαλιστικές, ψυχολογικές, μεταδραματικές, λαοφιλείς προσεγγίσεις, σχεδόν τα πάντα».
Αν ρωτήσετε έναν αληθινά θεατρόφιλο, δεν μπορεί παρά να σας πει ότι μια γεμάτη Επίδαυρος, ένα θέατρο στο οποίο έχουν φτάσει 9.000 άνθρωποι, που έχουν ταξιδέψει μέσα σε ακραίο καύσωνα, όπως συμβαίνει τα τελευταία χρόνια, είναι μια εμπειρία μαγική και ανεπανάληπτη. Το ίδιο θα σας πουν και οι ηθοποιοί, για το δέος που νιώθουν μπροστά στο κατάμεστο θέατρο∙ η ηθική ικανοποίηση είναι απερίγραπτη.
Το ίδιο συμβαίνει όταν αισθανθείς ότι μπορείς να συνδεθείς έστω για ελάχιστα λεπτά με τους διπλανούς σου άγνωστους συνταξιδιώτες σε αυτή την εμπειρία, όταν το κατάμεστο κοίλον δονείται από τα ίδια αισθήματα, ενώνεται μέσα σε μια κατανυκτική σιωπή. Μόνο το θέατρο μπορεί να το κάνει αυτό, και στην Επίδαυρο όλα τα αισθήματα αποκτούν αυτό το μαγικό μέγεθος που υποβάλλει ο ίδιος ο χώρος, σαν μεγεθυντικός καθρέφτης όλων των ανθρώπινων παθών.