Το μεγάλο αφιέρωμα του 65ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης είναι ένα άτυπο sequel των περσινών «Φαντασμάτων», φέρει τον τίτλο «Εμείς, το Τέρας» και τελεί υπό την επιμέλεια ενός άλλου guest curator. Τον καλλιτεχνικό διευθυντή του Φεστιβάλ της Νέας Υόρκης Ντένις Λιμ διαδέχεται ο Κάρλο Σατριάν, καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Βερολίνου από το 2020 ως το 2024.
Μέσα από τις ταινίες που θα προβληθούν στο πλαίσιο του αφιερώματος το φεστιβάλ εξερευνά τα πολλά πρόσωπα του «τέρατος», προσπαθεί να ορίσει και να διευρύνει την έννοιά του. Κατά τον Σατριάν, «σχηματοποιώντας και σωματοποιώντας φόβους και επιθυμίες, το τέρας αγγίζει την πεμπτουσία του σινεμά. Όταν φέρνουμε κατά νου εξαίσιες, μοναδικές, αξέχαστες κινηματογραφικές εικόνες, δεν στρεφόμαστε στην αψεγάδιαστη ομορφιά. Οι ταινίες είναι ταυτόχρονα ένα ανοιχτό παράθυρο στο άγνωστο και ένας παραμορφωτικός πλην απόλυτα πιστός καθρέφτης της εσωτερικής μας φύσης. Όσο συχνά κι αν παρουσιάζονται τα τέρατα ως ο “εχθρός”, γίνονται εξίσου συχνά ένα πρίσμα που μας βοηθάει να αντιληφθούμε την ετερότητα στο περιβάλλον μας, το τερατούργημα που ενδημεί σε κάθε άνθρωπο, όπως και τη φυσική παρόρμηση να κατανοήσουμε και να αποδεχθούμε το διαφορετικό».
Και αν όντως κρύβουμε μέσα μας κάτι τερατώδες ως γένος, ο Κρόνενμπεργκ ήταν ο δημιουργός που έφερε το μέσα έξω, καταγράφοντας γλαφυρά την αφύπνιση του τέρατος και τις μεταμορφώσεις που προκαλεί.
Η πρώτη χρονολογικά ταινία του αφιερώματος είναι, πιθανότατα, και η καλύτερη. Tα Freaks (1932) του τίτλου θεωρητικά αναφέρονται σε μια ομάδα παραμορφωμένων υπάρξεων, μελών ενός περιοδεύοντος freak show. Στην πραγματικότητα, όμως, ίσως να είναι κι εκείνη η ταινία που υπαγορεύει (και δικαιώνει) τον τίτλο του αφιερώματος, με την αρνητική του σημασία. O Tοντ Μπράουνινγκ δεν χαρίζεται σε κανέναν, τα τέρατα είμαστε όλοι εμείς, μηδενός εξαιρουμένου, σε μια τρομακτικά μαυρόψυχη δημιουργία που κλείνει έναν αιώνα ζωής σε λίγα χρόνια, μα ακόμα δεν έχει χάσει την ικανότητά της να σοκάρει. Το αυτό ισχύει και για το κατά λίγες δεκαετίες νεότερο Eyes without a face (1960). Για μερίδα της θεωρίας το αριστούργημα του Ζορζ Φρανζί αποτελεί πρώιμο εκπρόσωπο του σωματικού τρόμου. Ο Φρανζί στοχάζεται πάνω στην επιστημονική ηθική και ανακατεύει είδη, γεννώντας ένα κινηματογραφικό υβρίδιο τεράστιο, μα ποτέ τερατώδες.
Το ντοκιμαντέρ To arms, we’re fascists (1962) εξετάζει το τέρας του φασισμού και τον ρόλο της Καθολικής Εκκλησίας στην ανάπτυξή του, διαπιστώνοντας ότι παρέμεινε ενεργό και μετά το πέρας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. To Landru (1963) τοποθετείται στο μέσον του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και ακολουθεί τη δολοφονική δράση ενός αριβίστα που θυμίζει εκείνη του Κυανοπώγωνα. Μinor Σαμπρόλ, μα με στιγμές που υποδεικνύουν όσα ωραία θα ακολουθούσαν από τον Γάλλο δημιουργό. Από την παραγωγή της ίδιας χρονιάς προβάλλεται και το θρυλικό Lord of the flies (1963) του Πίτερ Μπρουκ, μια ταινία που καταδεικνύει τη ροπή του ανθρώπινου γένους προς τη διάρρηξη του (εκάστοτε) κοινωνικού συμβολαίου και τη βαρβαρότητα.
Το Night of the living dead (1968) του Τζορτζ Ρομέρο συστάσεις δεν χρειάζεται, πρόκειται για υπόδειγμα σινεμά χαμηλού προϋπολογισμού, έδωσε στα ζόμπι τα χαρακτηριστικά με τα οποία τα αναγνωρίζουμε σήμερα και έστειλε τους θεατές σπίτι με την πικρή διαπίστωση ότι μεγαλύτερο τέρας από τους ζωντανούς νεκρούς είναι εκείνο του ρατσισμού. Από τις ΗΠΑ μεταφερόμαστε στη χώρα μας, με μια ταινία που κάνει συχνά την εμφάνισή της στις αίθουσες μετά την ψηφιακή της αποκατάσταση και μπόρεσε, έτσι, να γίνει ευρύτερα γνωστή. Ο λόγος για τον Ιωάννη τον Βίαιο (1973) της Τόνιας Μαρκετάκη, μία από τις εξέχουσες στιγμές του εγχώριου κανόνα που θα προβληθεί με όρους καθολικής προσβασιμότητας.
Ακολουθουν δυο μεγάλες δόξες του σινεμά των προβοκατόρων, το Grande Bouffe (1973) του Μάρκο Φερέρι, όπου το τέρας είναι ο αστός και το αμάρτημά του η λαιμαργία, και το La Bete (1975) του Βαλέριαν Μπορόβζικ, όπου το τέρας είναι η ίδια η ταινία και το αμάρτημά της η αμετροέπεια. Κάποιοι θα κάνουν λόγο για σινεμά που πέρασε και δεν ξανάρχεται, άλλοι θα σταυροκοπιούνται, διερωτώμενοι τι περνούσε κάποτε για arthouse πρώτης γραμμής. Και τα δυο έργα, πάντως, ανήκουν σε εκείνα που καλό είναι να έχει δει κάθε σινεφίλ μία φορά στη ζωή του.
Επιστροφή στο καλό γούστο με το Elephant Man (1980) του Ντέιβιντ Λιντς, μια ταινία στην οποία ο Τζον Χερτ, ως Τζόζεφ Μέρικ, φωνάζει «δεν είμαι ζώο» και έχει δίκιο, επειδή τέτοια, της χειρότερης μορφής, είμαστε εμείς οι υπόλοιποι – εδώ δικαιώνεται και πάλι ο πρώτος αρνητικός συνειρμός που κάναμε διαβάζοντας τον τίτλο του μεγάλου αφιερώματος του Φεστιβάλ. Και αν όντως κρύβουμε μέσα μας κάτι τερατώδες ως γένος, ο Κρόνενμπεργκ ήταν ο δημιουργός που έφερε το μέσα έξω, καταγράφοντας γλαφυρά την αφύπνιση του τέρατος και τις μεταμορφώσεις που προκαλεί.
Στα χέρια άλλου σκηνοθέτη θα προέκυπτε camp θέαμα το The Fly (1986), στου Κρόνενμπεργκ γίνεται σύνθετη διανοητική κατασκευή αλλά και τραγωδία με την πολύτιμη βοήθεια των οπερετικών συνθέσεων του Χάουαρντ Σορ – ακούγεται, όμως, και το εθιστικό «Help me» του Μπράιαν Φέρι, για να μην ξεχνάμε σε ποια δεκαετία βρισκόμαστε. Μεταμόρφωση, ακόμα πιο ανήκουστη, έχουμε και στο Tetsuo: The Iron Man (1989), μια cyberpunk μεταμεσονύκτια απόλαυση, σερβιρισμένη σε οικονομική συσκευασία – διαρκεί λίγο παραπάνω από μια ώρα.
Αν δεν είχατε προλάβει το BeDevil (1993) της Τρέισι Μόφατ σε παλιότερο αφιέρωμα του φεστιβάλ στο σινεμά των αυτοχθόνων, θα έχετε ακόμα μία ευκαιρία – η ταινία αρέσει πολύ στον συνάδελφο Θοδωρή Κουτσογιαννόπουλο. Μιλώντας για ευκαιρίες, στο πλαίσιο του αφιερώματος θα προβληθεί και το Peppermint Candy (1999) του Λι Τσανγκ-Ντονγκ («Βurning», «Poetry»), ένα φιλμ που διατείνεται ότι το τέρας καραδοκεί στο κενό μεταξύ των ιδανικών που γύρεψες μικρός και εκείνων που υπηρέτησες μεγαλώνοντας.
Eπιστρέφουμε στα αληθινά τέρατα με το ντοκιμαντέρ The specialist - Portrait of a modern criminal (1999) που συνθέτει το πορτρέτο του επονομαζόμενου «αρχιτέκτονα του ολοκαυτώματος» Άντολφ Άιχμαν και έπειτα, για να αποβάλουμε τη μαυρίλα, ταξιδεύουμε μέχρι τη Χώρα των Θαυμάτων του Χαγιάο Μιγιαζάκι με το οσκαρικό και εκλεκτό Spirited Away (2001), ένα από τα διαμάντια του στέμματος της φιλμογραφίας του Studio Ghibli. Σε οικογενειακό κοινό απευθύνεται και ο επόμενος τίτλος, το αδίκως ξεχασμένο Where the wild things are (2009) του Σπάικ Τζόνζι, μια ταινία-σωστή ψυχολογική συνεδρία που βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Μορίς Σέντακ. Εκεί, ένας πληγωμένος ανήλικος προσπαθεί να καθοδηγήσει τα τερατώδη μαγικά πλάσματα, βάζοντας έτσι και τα συναισθήματά του σε τάξη.
Την ύπαρξη του United Red Army (2007) του Κότζι Γιουκαμάτσου την αγνοούσα. Σύμφωνα με τους προγραμματιστές του φεστιβάλ «σκιαγραφεί μια ιστορία παρακμής και απομάγευσης, όπου τα πιο τρομακτικά τέρατα κρύβονται πίσω από τις πιο αγνές προθέσεις, αποτυπώνοντας παράλληλα το μούδιασμα και τον συναισθηματικό κλονισμό μιας ολόκληρης χώρας».
Στο πλαίσιο του αφιερώματος θα παρακολουθήσουμε στην εκδοχή που προβλήθηκε στις Κάννες το 2014 το P’Tit Quinquin (2014), εγχείρημα του Μπρούνο Ντιμόν που κυκλοφόρησε τελικά υπό τη μορφή μίνι σειράς. Θα δούμε και ένα μεγάλο sleeper hit κατά τη δύσκολη για τις αίθουσες περίοδο της πανδημίας, το Ατυχές Πήδημα ή Παλαβό Πορνό (2021), όπου ο δαιμόνιος Ράντου Ζούντε τα βάζει με το τέρας της κοινής γνώμης και το κατατροπώνει, πυροβολώντας το με καυστικό χιούμορ.
Τέλος, έχουμε και δύο ταινίες της φετινής σοδειάς, το άνευ διαλόγων Sasquatch Sunset (2024) των αδερφών Ζέλνερ, όπου οι Τζέσι Άιζενμπεργκ και Κρίστεν Στιούαρτ υποδύονται τους Μεγαλοπόδαρους κάτω από τόνους προσθετικού μακιγιάζ, αλλά και το Devil’s Bath (2024), επίσημη πρόταση της Aυστρίας για το Όσκαρ Διεθνούς Ταινίας.
Το 65ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης θα διεξαχθεί από την Πέμπτη 31/10 μέχρι την Κυριακή 10/11.