ΤΑ ΗΝΩΜΕΝΑ ΕΘΝΗ ΕΚΤΙΜΟΥΝ ότι τουλάχιστον το 56% των Παλαιστίνιων αμάχων που σκοτώθηκαν στον πόλεμο Ισραήλ – Χαμάς ήταν γυναίκες και παιδιά.
Το 2024 είναι η χρονιά που έκλεισα τα 60. Λένε τώρα πως δεν ισχύει η παλιά θεωρία των σταδίων, αφού η νέα υπόθεση των ειδικών ισχυρίζεται ότι η βιολογική φθορά χτυπάει με ορμητικά κύματα στα σαράντα και ύστερα εκεί γύρω στα εξήντα, όχι με ανεπαίσθητους κυματισμούς. Είναι η ηλικία όπου επίσης μεγαλώνει ο πειρασμός να περιορίσει κανείς το βλέμμα και την προσοχή του σε ασφαλή περίμετρο. Τακτικές δόσεις νοσταλγίας και οι ωραιοποιημένες ενθυμήσεις κάνουν πιο ανεκτές καταστάσεις που σε άλλη περίπτωση θα προκαλούσαν θυμό. Από εδώ ίσως έχει προκύψει και ο περιλάλητος συντηρητισμός των μεγαλύτερων ηλικιών: έχω την εντύπωση βέβαια πως τα συστατικά του δεν είναι από κάποιο περίσσευμα σοφίας και πείρας όσο από συσσώρευση χρόνιων απογοητεύσεων μαζί με μια βαθιά ανθρώπινη τάση να θέλει να ζήσει κανείς πιο θετικά και ήρεμα την καθημερινότητά του, όταν ιδίως ο χρονικός ορίζοντας στενεύει. Ο μηχανισμός της αυτοσυντήρησης, μαζί με ένα αίσθημα ευγνωμοσύνης –αν έχεις ακόμα την υγειά σου, τη δουλειά σου και κάποιους να σε αγαπούν–, υπαγορεύουν συχνά την προσφυγή σε έναν ισχνό ρεαλισμό.
Αυτό που θέλω να πω είναι ότι δεν μπορεί κανείς να επαίρεται για τη σταθερότητά του δίπλα σε πτώματα ή απολαμβάνοντας με σιχαμένο τρόπο τα παθήματα των άλλων όπως κάνουν όσοι εγκωμιάζουν εσχάτως ένα ελληνικό «οικονομικό θαύμα», ελεεινολογώντας τους Γάλλους ή τους Γερμανούς που τώρα έχουν πέσει στην τρύπα.
Παρατηρώ πως σε μένα συμβαίνει το αντίθετο. Το 2024 είδα να πολλαπλασιάζονται –όχι να ελαττώνονται– οι λόγοι για ανησυχία και, ας συγχωρεθεί ο παλιομοδίτικος όρος, για εγρήγορση. Είναι πιθανόν ένα από τα προνόμια του να διδάσκει κανείς είκοσι πέντε χρόνια στο πανεπιστήμιο, και μάλιστα στα εδάφη των «πολιτικών επιστημών». Αυτή η δουλειά φέρνει μαζί της μεγάλα φορτία καθημερινής ενημέρωσης, πυκνές επισκοπήσεις, καινούργια διαβάσματα και ανακαλύψεις. Φέτος, ας πούμε, ξαναδιάβασα πολιτική οικονομία και διάφορα πανοραμικά της παγκοσμιοποίησης, ιδίως για τον Νότο. Αν φυσικά δεν καθίσεις πάνω σε όσα βόλεψες ήδη –και σε κάνουν να πορεύεσαι αξιοπρεπώς–, μπορεί ακόμα και να εκπλήσσεσαι ή, χειρότερα, να σκανδαλίζεσαι και να αγανακτείς στα 60. Είναι και η επαφή με τον ορίζοντα των αγωνιών και κάποιες αναζητήσεις νεότερων ηλικιών. Αυτό σου επιτρέπει να κοσκινίζεις ακόμα και τις διαφωνίες σου με στόχο να καταλάβεις την κριτική –των άλλων– μαθαίνοντας, εν τέλει, και διαφορετικούς κώδικες.
Ανησυχία, λοιπόν. Αυτή είναι η δική μου λέξη για τον χρόνο που φεύγει. Και είναι η πιο ήπια εκδοχή όσων πέρασαν από το μυαλό μου. Ανησυχία και μαζί η ανάγκη μεγαλύτερης αφύπνισης, έτσι, για να δανειστώ κι αυτόν τον πολυσυζητημένο όρο. Τι βάρυνε όμως σε μια πορεία αποτίμησης των πραγμάτων που έγινε περισσότερο κριτική; Εν συντομία: η διαρκής επέκταση των πολέμων και όσα φέρνει μαζί του ένας ανεξέλεγκτος καπιταλισμός στον δημοκρατικό πολιτισμό. Θα πρόσθετα την επιδείνωση της κλιματικής κρίσης και, βέβαια, την απογείωση των «τραμπισμών» που εξαπλώνονται σε διάφορες παραλλαγές, στο Βορρά και στον Νότο. Δεν είναι, νομίζω, ανώδυνα συμπτώματα κάποιας περαστικής ασθένειας. Κοντολογίς, έχω την αίσθηση ότι κινούμαστε μέσα μια συνθήκη που δεν έχει σχέση με τους ανοιχτούς λογαριασμούς και τους φατριασμούς της οικείας ελληνικής κομματόσφαιρας. Είναι αυτή η ίδια συνθήκη όπου το να ορκίζεται κανείς, για παράδειγμα, στη σταθερότητα (παραμερίζοντας άλλες, θεμελιακές προτεραιότητες και αξίες) μοιάζει με ένδειξη αποκοπής από την πραγματικότητα. Το περιμένω εν μέρει από ανθρώπους που έχουν μάλλον προνομιακές θέσεις και μια αντίστοιχη αφ’ υψηλού θέαση των πραγμάτων, όχι όμως από κοινωνικούς επιστήμονες και ανθρώπους με ευαίσθητη και γειωμένη ματιά. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι δεν μπορεί κανείς να επαίρεται για τη σταθερότητά του δίπλα σε πτώματα ή απολαμβάνοντας με σιχαμένο τρόπο τα παθήματα των άλλων όπως κάνουν όσοι εγκωμιάζουν εσχάτως ένα ελληνικό «οικονομικό θαύμα», ελεεινολογώντας τους Γάλλους ή τους Γερμανούς που τώρα έχουν πέσει στην τρύπα.
ΦΥΣΙΚΑ, ΕΧΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΚΑΘΕ ΔΙΚΑΙΩΜΑ να πιστεύει πως το μεγάλο πρόβλημα της κοινωνίας μας είναι η… «woke κουλτούρα» ή μια συρρικνωμένη και πολυτραυματισμένη αριστερά (με δική της υπαιτιότητα, εξάλλου, πολλά από τα τραύματά της). Λέω ότι αυτό μου φαίνεται μια τελείως λάθος ανάγνωση της στιγμής εντός και εκτός χώρας. Αντιθέτως, στα μεγάλα γεγονότα αυτής της χρονιάς ξεχωρίζει η εμφανής διάθεση πολλών κυβερνήσεων να παραβιάζουν και τους στοιχειώδεις κανόνες, παίζοντας με το κράτος δικαίου και αξιοποιώντας τη γεωπολιτική αταξία με το πρόσχημα της ανασφάλειάς τους. Και δεν είναι μόνο οι αναθεωρητικοί «αντιδυτικοί» ιμπεριαλισμοί το πρόβλημα. Είναι και οι μεγάλες, αμετάθετες, συστημικές ευθύνες των δυτικών δημοκρατιών με την αποτυχία και την απροθυμία τους να αναμετρηθούν με τις κρίσεις. Ξεχωρίζω εδώ τη συνέχιση του πολιτικού εκπεσμού της Ευρώπης, τις κρίσεις στη Γαλλία και τη Γερμανία και το παιχνίδι μεταξύ ενός συμβατικού, μάλλον εξαντλημένου κέντρου και μιας νέας δεξιάς που κατακτά ζωτικό κοινωνικό χώρο, διασπείροντας παντού ιδέες κοινωνικής σκληρότητας και εθνικιστικού εγωισμού.
Πάντως, καμία από τις μείζονες κρίσεις που ξέσπασαν το ’22 ή το ’23 δεν βρήκε «διευθέτηση». Απεναντίας. Ο πόλεμος στην Ουκρανία έγινε αγριότερος και συγχρόνως περισσότερο αδιάφορος για τους πολλούς που προσέχουν απλώς τις τιμές των καυσίμων. Το Ισραήλ πήγε στα άκρα τη μιλιταριστική βαναυσότητα με την πλήρη αδιαφορία για τον ΟΗΕ, τις εκκλήσεις και τις συστάσεις ακόμα και των φίλων του. Με το τραύμα από την επίθεση της Χαμάς, στράφηκε με αληθινό μένος εναντίον όλου του παλαιστινιακού πληθυσμού και τώρα θέλει να επεκτείνει την εποικιστική του εκστρατεία στη ρημαγμένη Συρία. Ολόκληρες χώρες κυβερνώνται από συμμορίες και καρτέλ, ενώ την ίδια στιγμή οι άκαπνες (για πολύ καιρό) δημοκρατίες του σκανδιναβικού Βορρά προετοιμάζονται για πόλεμο.
Ομολογώ ότι δεν καταλαβαίνω πώς μπορεί κανείς να θεωρήσει μικρά πράγματα της συγκυρίας όλες αυτές τις βαρβαρότητες, ιδίως τα σοβαρά στρατηγικά αδιέξοδα που αγγίζουν χώρες και διαφορετικά θεσμικά συστήματα. Προφανώς, ο απολογισμός πολλών σε αμιγώς προσωπικό επίπεδο μπορεί να έχει πολλές δωρήτριες εμπειρίες: τέχνη, οι αγαπημένοι μας άνθρωποι, τα βιβλία, οι μουσικές, τα ταξίδια. Για ένα μέρος της κοινωνίας (που μπορεί να είναι και στο τριάντα τοις εκατό, όχι δηλαδή μια στενή ολιγαρχία) οι συγκυρίες, το ΕΣΠΑ, οι διευκολύνσεις και ο δημοσιονομικός χώρος και η φοροαποφυγή έχουν προσφέρει αρκετές ευκαιρίες και έναν αέρα «επιστροφής σε μια ορισμένη ευζωία». Ένας πυρήνας της ευπορότερης μεσαίας τάξης διατίθεται πάντα να ξεχάσει τους υπόλοιπους –και μέσα στην ίδια ευρύτερη φαμίλια– όταν βρεθεί με περισσότερα γκατζετάκια, εκδρομικές εβδομάδες στο Παρίσι και κάποια άνεση στην κατανάλωση. Η δημοκρατία δεν ενδιαφέρει παρά ως υποσημείωση στις ζωές τους. Έστω όμως και με αυτές τις εστίες μητσοτακικού νεοευδαιμονισμού, τα προβλήματα, τα δικά μας και αυτά που περιβάλλουν την ελληνική φούσκα, είναι παρόντα. Και το ’24 τα όξυνε, δεν τα μαλάκωσε. Όλο αυτό όμως δεν καταγράφεται πάντα στα πολιτικά και διανοητικά χρονικά της επικαιρότητας. Υφέρπει και δρα «κάτω», σε επίπεδο ηθών και κοινωνικών αισθημάτων.
ΓΙΑ ΚΑΠΟΙΟΝ ΛΟΓΟ δεν μου ζητήθηκε φέτος να φτιάξω «λίστες» βιβλίων ή άλλων πολιτισμικών εμπειριών της χρονιάς. Είναι, πάντως, δεκάδες και σε άλλη ευκαιρία ίσως αναφερθώ αναλυτικότερα σε κάποια από αυτά. Στέκομαι, ενδεικτικά, στα μυθιστορήματα-καθεδρικούς ναούς της Μπάιατ, στον σπουδαίο Βόλφγκανγκ Κέπεν με τον Θάνατο στη Ρώμη, στην Ατίμωση του Κουτσί και στη νέα συλλογή διηγημάτων του Μπέρναρντ Μάλαμουντ. Σκέφτομαι όμως και τη δική μας Βασιλική Πέτσα που μπόρεσε να γράψει για κάτι «μη ελληνικό» και όμως βαθύτερα σύγχρονο και οικουμενικό (Δεν θα αργήσω) ή τον πολύ ενδιαφέροντα Κώστα Καλτσά που επιστρέφει με πρωτότυπο τρόπο στην εμφύλια διαγενεακή σπορά (Νικήτρια Σκόνη). Στην άλλη πλευρά του προσωπικού μου βιωματικού λόφου, χάρηκα το καινούργιο, αξιοθαύμαστα σκοτεινό άλμπουμ των Cure. Όπως και τα Παιδιά του χειμώνα του Αλεξάντερ Πέιν και τις Υπέροχες Μέρες του Βιμ Βέντερς με τον ήρωά του που τον έσωζαν οι δίσκοι του παλιού ροκ και η ακαταπόνητα παιδική δομή της ονειροπόλησής του. Είχε όντως γενναιόδωρες στιγμές ο χρόνος, μαζί με τη λύπη για κάποιους αποχωρισμούς. Στα τελειώματα του κειμένου έμαθα τον θάνατο ενός σπουδαίου βιρτουόζου της ινδικής τάμπλας Zakir Hussain. ΄Ήταν ένας από τη σπορά των πειραματιστών της fusion μαζί με τον Τζον Μακλάφλιν και τόσους άλλους. Χθες μιλούσαμε για την εκδημία ενός ταλαντούχου ηθοποιού της γενιάς μου, του Δημήτρη Ήμελλου. Ο θάνατος ανθρώπων που μας έγνεψαν μέσα από την τέχνη τους –του Γκανά, του Βαλτινού και τόσων άλλων– συνομιλεί με την ανάγκη να βρούμε επειγόντως κοινά εδάφη συγκίνησης, πνευματικότητας και αλήθειας.
Με αυτό το άλλο τρίπτυχο, λοιπόν, συγκίνηση, πνευματικότητα και αλήθεια μπορεί κανείς να ευχηθεί για τις γιορτές, προσδοκώντας πάντα νέες αφετηρίες. Και ίσως μια ευκαιρία στην ειρήνη που θα την επικαλούνταν και θα την τραγουδούσε ο Τζον Λένον. Δεκέμβρης ήταν που τον δολοφόνησαν πριν από σαράντα πέντε χρόνια.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LIFO