Υ
πήρξε μια εποχή που οι μεταμεσονύκτιες παραστάσεις ήταν γιορτή. Μια σχεδόν συνωμοτική συνάθροιση, ραντεβού μόνο για μυημένους σε παραστάσεις, προβολές και μουσικές που υπόσχονταν νέες προσεγγίσεις, νέες ερμηνείες, νέες μόδες. Ένα είδος συνωμοσίας της τέχνης, της πρωτοπορίας, της καινοτομίας, της πολιτικής και κοινωνικής καταγγελίας. Κάπως έτσι θα περίμενε κανείς να είναι τα πράγματα και σήμερα. Δεν είμαι πια εικοσάρης, αλλά σπάνια μαθαίνω για παραστάσεις που γίνονται μετά τις 12. Οπότε πιθανολογώ ότι όλα αυτά ανήκουν σε ένα ρομαντικό παρελθόν, ότι δεν υπάρχουν πια ακριβώς «συνωμοσίες», άλλωστε όλα έχουν εναρμονιστεί με την καλλιτεχνική παραγωγή της εποχής μας μέσω μεγάλων θεσμών, όπως τα διάφορα φεστιβάλ και οι μεγάλες σκηνές που έχουν αγκαλιάσει και υιοθετήσει κάθε τύπου πρωτοπορία. Φυσικά, υπάρχουν και μικρότεροι χώροι που φιλοξενούν παραστάσεις των νέων τάσεων, αλλά όχι μεταμεσονυκτίως.
Ο εικαστικός περφόρμερ Ιώκο (Ιωάννης Κοτίδης) είναι μια ξεχωριστή και ιδιόρρυθμη περίπτωση καλλιτέχνη. Ένας ταλαντούχος ηθοποιός που διαθέτει τη δική του ταυτότητα και το δικό του συντακτικό, δικές του ιδέες και εικόνες που αποκαλύπτει και ξεδιπλώνει σε περφόρμανς-one man shows οι οποίες φλερτάρουν με την ποίηση, την εικόνα, τη μουσική, την πολιτική. Μια τέτοια περφόρμανς παρουσιάζει κάθε Σάββατο μισή ώρα μετά τις 12, μια in situ υβριδική παράσταση, στη δεύτερη αίθουσα του Cinobo Όπερα με τίτλο «Θρυλικότητες», προφανή παραλλαγή της λέξης «θηλυκότητες».
Ένα παραληρηματικό ποιητικό κείμενο χωρισμένο σε κεφάλαια-εικόνες, κατά το οποίο ξεδιπλώθηκε όλο το πάθος ενός ανθρώπου για έναν άλλο άνθρωπο, χωρίς απαραίτητα να διευκρινίζεται το φύλο, να αναφέρονται ονόματα ή να προσδιορίζονται εποχές και τόποι.
Καλωσορίζοντάς μας στην αίθουσα, μας έδωσε από ένα σακουλάκι με δύο μικρά κομμάτια βαμβάκι, ένα γαλάζιο και ένα ροζ, με την υπόδειξη όταν δούμε στην οθόνη το λογότυπο που φέρει το σακουλάκι να το ανοίξουμε και να το οσφρανθούμε. Απλωμένη στη μικρή σκηνή-οθόνη ήταν μια εικαστική εγκατάσταση με διάσπαρτα ηλιοτρόπια κόκκινου χρώματος που συμπληρωνόταν από ένα deck-ηχητική εγκατάσταση με λάπτοπ και μικρόφωνο. Η οθόνη επρόκειτο να παίξει κι αυτή τον ρόλο της κατά τη διάρκεια της περφόρμανς που ξεκίνησε με τον Ιώκο να παίρνει τον λόγο για να δώσει τις γνωστές οδηγίες για τα κινητά στο αθόρυβο και να μας ανακοινώσει ότι μετά το τέλος του κύριου μέρους της παράστασης θα ακολουθούσε προβολή ταινίας μικρού μήκους.
Τα φώτα χαμήλωσαν, ο μουσικός Βασίλης Ζλατάνος, που υπογράφει και την πρωτότυπη μουσική σύνθεση, πήρε τη θέση του μπροστά από το λάπτοπ και ο Ιώκο, υποδυόμενος την περσόνα Plāsma, με ολόκληρο το σώμα και το πρόσωπο καλυμμένο με μαύρη λίκρα και τούλια –χρυσού χρώματος μεταλλικές κατασκευές διέγραφαν μάτια και μύτη-, ξεκίνησε να μας αφηγείται μια ιστορία αγάπης, με εικόνες να εναλλάσσονται στην οθόνη, δημιουργώντας το φόντο. Ένα παραληρηματικό ποιητικό κείμενο χωρισμένο σε κεφάλαια-εικόνες κατά το οποίο ξεδιπλώθηκε όλο το πάθος ενός ανθρώπου για έναν άλλο άνθρωπο, χωρίς απαραίτητα να διευκρινίζεται το φύλο, να αναφέρονται ονόματα ή να προσδιορίζονται εποχές και τόποι. Ξεκινούσε από την Αργεντινή, στις 22 Ιουνίου 1995, αλλά πιθανόν αυτός να μην είναι ο πραγματικός τόπος της δράσης παρά μια φανταστική αναφορά ίσως από το κινηματογραφικό-σινεφιλικό σύμπαν του Γουόνγκ Καρ-Βάι και το Happy Together – αυτό το σκέφτηκα όταν αναφέρθηκε σε καταρράκτες που τραγουδάνε. Νομίζω, πάντως, ότι, καθώς το ποιητικό κείμενο, το οποίο δεν είχε απαραίτητα συμβατική αφήγηση, αποτελεί μια διακειμενική σύνθεση από μικρά δάνεια από τον κινηματογράφο και το θέατρο, αναμφισβήτητα συνιστά μια «επιστολή»-ιδανική εξομολόγηση σε έναν ιδεατό εραστή μέσα από τα λογοτεχνικά και σινεφίλ κλισέ ενός (ή μιας) ονειροπόλου.
Η αφήγηση, με συναισθηματικό οδηγό την ηλεκτρονική μουσική που ακουγόταν μέσα στο σκοτάδι, σε υπέβαλλε, σε συγκινούσε και σε καθήλωνε. Ο περφόρμερ κάποια στιγμή κατέβηκε από τη σκηνή, διέσχισε τον διάδρομο και πλησίασε έναν θεατή, οδηγώντας τον στο φως της σκηνής για να χορέψει ένα σύντομο βαλς με τον μουσικό. Η ένταση του λόγου του από κει και πέρα πλησίασε ένα κρεσέντο, ξεκινώντας παράλληλα την κάθοδο στη θλιβερή πραγματικότητα. «Οι πετσέτες, τα μαξιλάρια, τα αντικείμενα κλαίνε, βρίζουν, αναζητούν τον χαμένο εραστή», μας λέει. Λίγο μετά, σε ένα όνειρο, οι πετσέτες, τα μαξιλάρια, τα αντικείμενα, θα χαμογελάσουν ξανά.
Αλλαγή κοστουμιού, αλλαγή φωτισμού. Φεύγει το μαύρο ένδυμα, το Plāsma παίρνει ξανά τη μορφή του Ιώκο, με το πρόσωπο αυτήν τη φορά να φαίνεται, αλλά με το σώμα καλυμμένο με μια χορταριασμένη «προβιά» επάνω στην οποία ο μουσικός τοποθετεί μερικά από τα κόκκινα άνθη. Τα λόγια παίρνουν μια άλλη διάσταση. Το έτερον ήμισυ αποχωρεί, ο έρωτας υποχωρεί, η σχέση διαρρηγνύεται, ο τρόμος του τέλους γίνεται συγκλονιστική διαπίστωση και συντριβή. Αλλά ο έρωτας παραμένει η υπέρτατη αξία. Η περφόρμανς, μια ελεγεία περί έρωτος, κλείνει με τα λόγια μιας γυναικείας ηχογραφημένης φωνής: «Σε όλους εκείνους που εξαιτίας της αγάπης τους ο κόσμος κρατιέται ακόμα». Ο Ιώκο/Plāsma κάνει την τελευταία του εμφάνιση φορώντας κατάσαρκα σακάκι, ενώ στο γυμνό του στήθος στραφταλίζουν χρώματα και πολύχρωμες πέτρες. Όταν πια τα φώτα άναψαν, συνειδητοποίησα ότι η μόνη καθαρή πράξη αντίστασης και πολιτικής θέσης σήμερα για τη νέα γενιά –και αντικείμενο μεταμεσονύκτιας καλλιτεχνικής συνάθροισης– δεν θα μπορούσε να είναι κάτι άλλο από αυτό ακριβώς, έναν λυρικό χαιρετισμό στον έρωτα.
Ακολούθησε το ονειρικό φιλμ «Απόδραση από τον Εύθραυστο Πλανήτη» του Θανάση Τσιμπίνη, μια σύντομη κουίρ ιστορία με φόντο έναν πλανήτη που καταρρέει, η οποία ενίσχυσε τα συναισθήματα που είχαμε εισπράξει λίγο πριν χάρη στις «Θρυλικότητες».