ΕΝΑ ΚΕΙΜΕΝΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΜΟΡΦΙΑ θα έπρεπε να ξεκινάει με τα προφανή. Προφανώς, η ομορφιά είναι υποκειμενική, δεν υπάρχει ως ιδιότητα κάποιου ατόμου ή πράγματος αλλά γεννιέται μεταξύ του παρατηρούμενου και του παρατηρητή. Προφανώς, η ομορφιά καθορίζεται από κοινωνικές συνθήκες και παίρνει διαφορετικές μορφές σε κάθε ιστορικό και πολιτισμικό πλαίσιο. Προφανώς, η ομορφιά τείνει να ακολουθεί τις καθιερωμένες σχέσεις εξουσίας με τρόπους που είναι βίαιοι και καταπιεστικοί.
Η αποικιοκρατία εδραίωσε τη λευκότητα ως παγκόσμιο στάνταρ ομορφιάς. Ο Édouard Glissant περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο τα μαύρα παιδιά στη Γαλλική Μαρτινίκα μάθαιναν ότι είναι άσχημα λόγω του δέρματός τους. Ακόμα και σήμερα η κληρονομιά της αποικιοκρατίας, η πολιτισμική ηγεμονία της Δύσης (Χόλιγουντ, μουσική βιομηχανία κ.λπ.) και ο ρατσισμός κρατάνε αυτή την αντίληψη ζωντανή. Έτσι, εκατομμύρια άνθρωποι στην Αμερική, την Ασία και την Αφρική (το 77% των Νιγηριανών γυναικών, το 60% των γυναικών της Ιορδανίας) καταφεύγουν σε προϊόντα λεύκανσης του δέρματος, τα οποία είναι τοξικά και ενδεχομένως καρκινογόνα.
Οι ιδέες των περισσότερων κοινωνιών περί «θηλυκής ομορφιάς» έχουν εξίσου βίαια αποτελέσματα. Δεν χρειάζεται να κοιτάξουμε τις αιωνόβιες πρακτικές του «δεσίματος ποδιών» στην Κίνα και των κορσέδων στην Ευρώπη∙ μπορούμε απλώς να δούμε τον τρόπο με τον οποίο η αποθέωση της παθολογικής λεπτότητας –από το heroin chic των nineties μέχρι τις influencers του σήμερα– έχει συμβάλει στην αύξηση των διατροφικών διαταραχών, οι οποίες πλήττουν, στη συντριπτική τους πλειονότητα, γυναίκες και θηλυκότητες.
Πέρα, όμως, από αυτά τα πράγματα που είναι (ή που θα έπρεπε να είναι) προφανή, υπάρχει και μια πιο γενική, μια ενδεχομένως καθολική διάσταση της ομορφιάς. Αναφέρομαι στην ομορφιά ως εμπειρία, στο «όμορφο» ως κάτι που δεν ορίζεται, μα που ακολουθεί τη λογική «το ξέρεις όταν το βλέπεις».
Ακριβώς λόγω της βίας που παράγουν τα άφταστα ιδανικά του κάλλους, η απόλυτη ομορφιά μπορεί να προκαλέσει φρίκη. Αλήθεια, υπάρχει κάτι πιο τρομακτικό από την «τελειότητα», από την πλήρη συμμόρφωση με τα κοινωνικά επιβεβλημένα πρότυπα ομορφιάς; Συμμετρικά χαρακτηριστικά, ξανθό μαλλί, γαλάζια μάτια, η αρία φυλή σερφάρει πια με μαυρισμένο δέρμα, το πρόσωπο της Καλιφόρνιας που είναι το πρόσωπο του θανάτου. Σε αυτόν τον τρόμο βασίζονται θρίλερ όπως το Stepford Wives (1975) με τις ομοιόμορφα όμορφες υποτακτικές νοικοκυρές και το Neon Demon (2016) με τα φρικιαστικά σέξι μοντέλα του high fashion και τον σχεδιαστή μόδας που δηλώνει «beauty isn’t everything; it’s the only thing», προτού πνιγεί στο αίμα.
Πέρα, όμως, από αυτά τα πράγματα που είναι (ή που θα έπρεπε να είναι) προφανή, υπάρχει και μια πιο γενική, μια ενδεχομένως καθολική διάσταση της ομορφιάς. Αναφέρομαι στην ομορφιά ως εμπειρία, στο «όμορφο» ως κάτι που δεν ορίζεται, μα που ακολουθεί τη λογική «το ξέρεις όταν το βλέπεις». Στην προκειμένη περίπτωση, το ξέρεις όταν το αισθάνεσαι, νιώθεις την ομορφιά, τη βιώνεις ασυνείδητα, αυτόματα και σωματικά.
Στην πρώτη σκηνή της Μεγάλης Ομορφιάς βλέπουμε κινούμενα πλάνα από το Gianicolo, τον «όγδοο» λόφο της Ρώμης. Είναι μεσημέρι κι ένα γκρουπ τουριστών απ’ την Ιαπωνία ακολουθεί μια ξεναγό στο σιντριβάνι Dell’ acqua Paola. Λίγο πιο κει, μια χορωδία γυναικών τραγουδάει το «I lie» του David Lang. Ένας Ιάπωνας αποσπάται απ’ το γκρουπ. Στέκεται στην άκρη του λόφου, τραβάει φωτογραφίες. Κοιτάει την πόλη, ακούει τη χορωδία. Κι ύστερα καταρρέει από την τόση ομορφιά.
Πρόκειται για το Σύνδρομο του Σταντάλ, που πήρε το όνομά του από την εμπειρία του συγγραφέα στη βασιλική της Santa Croce στη Φλωρεντία. Αναλύοντας την επίσκεψή του, ο Σταντάλ γράφει πως βρισκόταν «σε ένα είδος έκστασης. Απορροφημένος στην ενατένιση της ανυπέρβλητης ομορφιάς. [Ό]λα μιλούσαν τόσο έντονα στην ψυχή μου. [Ε]ίχα ταχυκαρδία, κάτι που στο Βερολίνο το αποκαλούνε “νεύρα”. Περπατούσα και φοβόμουνα μην πέσω»¹. Το σύνδρομο ξανάρθε στον δημόσιο διάλογο το 2018, όταν ένας άντρας έπαθε καρδιακό αντικρίζοντας την Αφροδίτη του Μποτιτσέλι. Μάλιστα, υποτίθεται πως τα νοσοκομεία της Φλωρεντίας εξετάζουν δεκάδες τέτοιες περιπτώσεις κάθε χρόνο. Υπό αυτήν τη σκοπιά, το «όμορφο» είναι αυτό που διαπερνά τα τείχη της συνείδησης, προκαλώντας μια –υποφερτή ή ανυπόφορη, μα πάντοτε έντονη– αίσθηση υπέρβασης, συγκίνησης και θάμπους.
Όπως σχεδόν τα πάντα, η εμπειρία της ομορφιάς έχει εμπορευματοποιηθεί σ’ έναν τρομακτικό βαθμό. Η ομορφιά των ανθρώπων εργαλειοποιείται μέσα απ’ τη μόδα, τις διαφημίσεις, τη βιομηχανία του θεάματος και τους influencers, ενώ η ομορφιά της φύσης γίνεται προϊόν μέσα από τον τουρισμό, την ιδιωτικοποίηση του δημόσιου χώρου (π.χ. παραλίες) και τη δημιουργία προστατευόμενων περιοχών (στις οποίες αυτό που πωλείται δεν είναι μόνο η ομορφιά αλλά και το «παρθενικό», η ίδια η «μη εμπορευματοποίηση» του χώρου). Υπό συνθήκες αγοράς, η ομορφιά αξιοποιείται.
Τότε, συμβαίνει κάτι παράξενο. Όταν η ομορφιά –η οποία είναι αυτόνομη, υπάρχει χωρίς λόγο– γίνεται εξάρτημα ενός προϊόντος, όταν γίνεται εργαλείο για κάτι πέρα απ’ τον εαυτό της, ο χαρακτήρας της αλλάζει και η εμπειρία της χάνει την έντασή της. Το δέος που προκαλεί η συνάντηση με έναν εκθαμβωτικό άνθρωπο, η αίσθηση του υψηλού που γεννά ένα τοπίο ή η συγκίνηση που φέρνει ένα έργο τέχνης συμπιέζεται, φιλτράρεται και μεταμορφώνεται σε μια πιο κενή, πεζή και «επίπεδη» εμπειρία: το ίδιο εκθαμβωτικό άτομο να διαφημίζει κάλτσες, το ίδιο τοπίο να προωθεί ένα τουριστικό γραφείο, το ίδιο έργο τέχνης να χρησιμοποιείται σε μια διαφήμιση ή μια δημοπρασία.
![Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.](/sites/default/files/inline-images/843_1.jpg)
Ταυτόχρονα, αυτή η διαδικασία αξιοποίησης παράγει μια προσπάθεια ταξινόμησης της ομορφιάς σε διάφορα γούστα και στυλ, μια «προσωποποιημένη τυποποίηση» της ίδιας της αισθητικής. Το ίντερνετ και οι αλγόριθμοι παίζουν μεγάλο ρόλο εδώ. Η ταξινόμηση των στυλιστικών αστερισμών έχει γίνει η αγαπημένη ασχολία του Pinterest. Ποιο είναι το aesthetic σου; Είσαι cottagecore ή ethereal; Skater ή dark academic; New age ή mob wife; Φυσικά, η δημοκρατική παραγωγή του «νέου» και του «διαφορετικού» είναι μία απ’ τις μεγαλύτερες αρετές του διαδικτύου. Όμως, στο σύμπαν του αλγορίθμου αυτή η ποικιλία αποτελείται από μονάδες που είναι προσδιορίσιμες –αν όχι προσδιορισμένες–, που πρέπει να μπορούν να λάβουν μια ταυτότητα, μια ταμπέλα και ένα (αγοραστικό) κοινό.
Αυτό δεν αφορά μονάχα τα «aesthetics». Τα dating apps μάς επιτρέπουν να δηλώσουμε ή να επιλέξουμε τον «τύπο» της ομορφιάς που ψάχνουμε: τη θέλω ψηλή και καστανή, τον θέλω τριαντάρη. Το ίδιο και οι τσόντες: χιλιάδες, απίστευτα συγκεκριμένες κατηγορίες για να διαλέξεις τι σ’ ερεθίζει, taste profiles και τα συναφή. Τα πάντα ώστε τα πράγματα να μπουν σ’ ένα κουτί και το κλειστό κύκλωμα «ομορφιά - κατανάλωση - εκτόνωση» να διατηρηθεί ακέραιο, να μην υπάρχει τίποτα το καινούργιο, τίποτα το έντονο ή το εκπληκτικό, παρά μόνο η ίδια διαφορά παντού, η διαφορά εκκενωμένη από οτιδήποτε την κάνει διαφορετική, η διαφορά ως στείρος πολλαπλασιασμός εκδοχών του ωραίου, σαν λίστες με αυτοκίνητα, σαν μάρκες αναψυκτικών, σαν λόφοι χωρίς ύψωμα και λάκκοι χωρίς βάθος.
¹ Συνοδή Νταμπεγλιώτου, «Σύνδρομο Stendhal», ATLAS-MACHINE: An Eclectic Glossary, 2020.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.