Ο Εχθρός του λαού έπεσε θύμα παρερμηνείας από την πρώτη σχεδόν στιγμή. Ο γιατρός Στόκμαν, ο κεντρικός ήρωας που συγκρούεται με τις Αρχές μιας μικρής κοινωνίας, πασχίζοντας ν’ αποκαλύψει το σκάνδαλο των μολυσμένων τοπικών υδάτων, αιχμαλώτισε τη φαντασία των απανταχού εξεγερμένων άμα τη εμφανίσει του. Οι προοδευτικοί Γάλλοι της δεκαετίας του 1890 τον εξομοίωσαν με τον Εμίλ Ζολά στην υπόθεση Ντρέιφους, ενώ λίγα χρόνια αργότερα, όταν ο ίδιος ο Στανισλάφσκι υποδύθηκε τον ήρωα στη Μόσχα, προκάλεσε πανδαιμόνιο στην πλατεία του θεάτρου.
«Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι, εκείνη την εποχή της πολιτικής αναταραχής, ο χαρακτήρας του Στόκμαν έγινε αμέσως δημοφιλής στη Μόσχα και ακόμη περισσότερο στην Πετρούπολη», έγραφε αργότερα στο ημερολόγιό του. «Ο Εχθρός του Λαού αναδείχθηκε σε αγαπημένο έργο των επαναστατών, παρά το γεγονός ότι ο Στόκμαν περιφρονούσε την πλειοψηφία και πίστευε στα άτομα...»
O ιδιοφυής Στανισλάφσκι συνόψισε εύστοχα το πρόβλημα στην τελευταία του φράση. Πώς είναι δυνατό να μετατρέψει κανείς σε ίνδαλμα έναν χαρακτήρα που εκφράζει τόσο αντιδραστικές θέσεις;¹ Πράγματι, ο Ίψεν, στην περίπτωση του Στόκμαν, παίζει παράξενα παιχνίδια και δοκιμάζει το ερμηνευτικό βλέμμα μας. Γιατί, ενώ στις πρώτες τρεις πράξεις ο γιατρός ορθώνει ολοένα το ανάστημά του ενάντια στον συνασπισμό συμφερόντων που επιχειρούν να τον φιμώσουν, στην τέταρτη πράξη, μιλώντας ενώπιον της συνέλευσης των πολιτών, αρχίζει να καταφέρεται εναντίον τους με τον πιο ακραίο τρόπο: «Η πλειοψηφία δεν έχει ποτέ δίκιο... το δίκιο είναι με το μέρος μου και με κάποιους ακόμη... η μάζα, οι πολλοί, αυτή η καταραμένη συμπαγής πλειοψηφία δηλητηριάζει τις ψυχές μας και μολύνει το χώμα κάτω από τα πόδια μας». Ξανά και ξανά, ο «επαναστάτης» Στόκμαν ξεσπαθώνει εναντίον των πολλών (και αδαών) περιφρονεί τα «κοπρόσκυλα», επευφημεί τα «κανίς, που οι προγονοί τους ανατράφηκαν σε σαλόνια τρώγοντας καλό φαγητό» και τάσσεται υπέρ της πεφωτισμένης μειοψηφίας, «με τους λίγους, τους πνευματικά ανώτερους άνδρες», υιοθετώντας μια θέση αντιλαϊκή, αριστοκρατική, επικίνδυνη. «Αφήστε τη χώρα να ισοπεδωθεί, ας χαθεί ο λαός όλος!» ωρύεται στο τέλος, προκαλώντας εύλογα τους συμπολίτες του να τον ανακηρύξουν εχθρό τους.
Σε κάθε περίπτωση, το να αγνοούμε τις δυσερμήνευτες διαστάσεις του έργου προς χάριν μιας βολικής, εξιδανικευτικής τακτοποίησης οδηγεί σε σκηνικές κατασκευές προβλέψιμες, ανιαρές και μονοσήμαντες, που αρνούνται αυτό ακριβώς που η τέχνη καλείται να κάνει: να θέτει ερωτήματα και να μας φέρνει αντιμέτωπους με την πολυπλοκότητα των πραγμάτων.
«Μια αμφιβολία μάς καταλαμβάνει: τι επιθυμεί τελικά να παρουσιάσει ο ποιητής; Έναν ήρωα ή έναν φανατικό; Ένα βαθυστόχαστο ή ένα περιορισμένο μυαλό; Έναν χαρακτήρα που τείνει προς το θείο ή προς το γκροτέσκο;» αναρωτιέται ο Μπενεντέτο Κρότσε, ο πρώτος που επισήμανε τις αρνητικές ιδιότητες του ιψενικού ήρωα², αυτές ακριβώς που πλήθος μελετητών έχουν κατά καιρούς επιλέξει να παραβλέψουν (ο Άρθουρ Μίλερ, στη δική του διασκευή, αφαίρεσε τις περισσότερες από τις προβληματικές φράσεις του Στόκμαν), προκειμένου να τον στριμώξουν στο καλούπι του αρχετυπικού προοδευτικού σταυροφόρου που (τους) εμπνέει.

O ίδιος ο Ίψεν δυσκολευόταν να ορίσει το είδος του έργου που μόλις είχε γράψει: «Δεν είμαι ακόμη σίγουρος αν πρέπει να το χαρακτηρίσω κωμωδία ή απλώς θεατρικό έργο. Έχει πολλά στοιχεία κωμωδίας, αλλά υπάρχει παράλληλα κι ένα σοβαρό βασικό θέμα», σημείωνε στην επιστολή προς τον εκδότη του. Ο Στόκμαν διαθέτει σαφώς κωμικά γνωρίσματα (η αφέλειά του, οι μεγαλεπήβολες δηλώσεις του, οι αστείοι αυτοπροσδιορισμοί του, η σύγκρισή του με τον Χριστό) που ξεδιπλώνονται παράλληλα με τη «σοβαρή» υπόστασή του, αμετάκλητα προσηλωμένη στην αποκάλυψη της αλήθειας. Και είναι αυτή ακριβώς η αντιφατική διάσταση του χαρακτήρα του που καθιστά την αποκρυπτογράφηση ακόμα πιο δύσκολη και προκλητική: πώς να εκλάβουμε το ξέσπασμά του στη συνέλευση; Πώς να τον κρίνουμε, όταν βάλλει εναντίον της «καταραμένης πλειοψηφίας»; Πώς καλούμαστε να δράσουμε, όταν οι ήρωές μας στρέφονται εναντίον μας;
Σε κάθε περίπτωση, το να αγνοούμε τις δυσερμήνευτες διαστάσεις του έργου προς χάριν μιας βολικής, εξιδανικευτικής τακτοποίησης οδηγεί σε σκηνικές κατασκευές προβλέψιμες, ανιαρές και μονοσήμαντες, που αρνούνται αυτό ακριβώς που η τέχνη καλείται να κάνει: να θέτει ερωτήματα και να μας φέρνει αντιμέτωπους με την πολυπλοκότητα των πραγμάτων.
Από τη λογική της υπεραπλούστευσης δεν ξεφεύγει, τελικά, ούτε η διασκευή που ο Κωνσταντίνος Βασιλακόπουλος ανεβάζει στην Πειραματική Σκηνή Νέων Δημιουργών του Εθνικού.
Γράφοντας ένα ολοδικό του κείμενο, ο σκηνοθέτης επιχειρεί να προσαρμόσει τον αφηγηματικό άξονα του Εχθρού στα σύγχρονα δεδομένα. Έτσι, στην Ελλάδα του 2025, ο δρ. Στόκμαν ζωντανεύει ως κυρία Στόκα, μαχητική δήμαρχος Πειραιά, η οποία αγωνίζεται ν’ αποδείξει ότι οι δηλητηριώδεις ατμοσφαιρικοί ρύποι της περιοχής προέρχονται από τις νέες εγκαταστάσεις της πετρελαιοβιομηχανίας S-Oil, ιδιοκτήτης της οποίας δεν είναι παρά ο αδελφός της, ένας από τους πιο ισχυρούς επιχειρηματίες παγκοσμίως στον τομέα των ναυτιλιακών καυσίμων.

Ακόμα κι όταν πέσει επάνω στα κοφτερά συρματοπλέγματα της διαπλοκής, ακόμα και όταν το κανάλι Gia τη στοχοποιήσει, ακόμη και όταν το κόμμα της την αποκηρύξει ή τα social media τη χαρακτηρίσουν «εχθρό της πόλης», ακόμα και όταν η κυβέρνηση παραγγείλει μελέτη σε μια γερμανική εταιρεία που απαλλάσσει τον αδελφό της από τις κατηγορίες, ακόμα και όταν οι ψηφοφόροι της την εγκαταλείψουν, ακόμα και όταν οι τιμές του βενζολίου και του τολουολίου εκτοξευθούν στα ουράνια, η γενναία δήμαρχος δεν θα το βάλει κάτω: «Θα συνεχίσω να μάχομαι κατά των μεγάλων συμφερόντων, της φτωχοποίησης και της πνευματικής ένδειας! Δεν θα σας κάνω τη χάρη να γυρίσω στο σπίτι μου με την ουρά στα σκέλια και να παριστάνω τη νοικοκυρούλα... Θα βρω συμπαράσταση στον ξένο Τύπο!» βροντοφωνάζει.
Η ζωή της καταρρέει, ο αδελφός της την απειλεί, η υπόληψή της βάλλεται πανταχόθεν, ο πεθερός της αγοράζει κρυφά μετοχές της S-Oil (και τώρα φαίνεται σαν να ήταν κι εκείνη στο κόλπο), ενώ ο γεμάτος κατανόηση σύζυγος φτάνει επίσης στα όριά του: «Μην ξεσπάς σ’ εμένα!» της λέει. «Εγώ σε καταλαβαίνω. Χαλάρωσε λίγο. Πέρνα λίγο ποιοτικό χρόνο με τον μικρό. Λείπεις συνέχεια. Κάτσε σπίτι ένα βράδυ! Να δούμε μια ταινία όλοι μαζί!»
Δεν είναι εύκολο να είσαι ασυμβίβαστη. Όπως δεν είναι εύκολο να ξαναγράφεις τον Ίψεν.



Η «καλή» ιδεαλίστρια δήμαρχος, από τη μια, και ο «κακός» πετρελαιάς που εξαγοράζει τους πάντες και τα πάντα (πρωθυπουργούς, καναλάρχες, δημοσιογράφους, μελέτες κ.ο.κ.), από την άλλη, συνθέτουν ένα ωραιότατο πολιτικό μελόδραμα που δεν έχει τίποτε να μας φανερώσει πέραν όσων ήδη γνωρίζουμε.
Ομολογουμένως, η ανάγκη μας να ταυτιστούμε με έναν αδιάφθορο υπερασπιστή της αλήθειας και του περιβάλλοντος στην εποχή της μετα-αλήθειας, της «βιώσιμης ανάπτυξης» και της διαπλοκής αναδύεται τώρα πιο έντονη από ποτέ· το θέατρο, όμως, δεν μπορεί να μικραίνει τόσο, να συρρικνώνεται σε μια ηθικοπλαστική ιστορία με εσάνς ειδησεογραφικού θρίλερ (να τι γίνεται όποιος τα βάζει με τους ισχυρούς: βορά στα κοράκια!), ούτε και η θεατρική γλώσσα αντέχει: να χρησιμοποιείται τόσο εξαντλητικά για τη συνεχή μετάδοση “πληροφοριών”, να πνίγεται μέσα στις γενικότητες και στα τσιτάτα («θέλω ακόμη να πιστεύω ότι ζούμε σε μια ελεύθερη κοινωνία, όπου επικρατούν η λογική και το δίκιο», «πάντα έχουμε επιλογή», «οι μάζες χειραγωγούνται από τους οικονομικά ισχυρούς με τη βοήθεια του Τύπου» κ.ά.), να χάνει κάθε μεταφορική, συμβολική, εικονοποιητική ικμάδα, και όλα αυτά στο όνομα ενός δήθεν ρεαλισμού που δεν επιτυγχάνεται παρά μόνο ως συνώνυμο της πεζότητας, της αφόρητης κυριολεξίας, της ανούσιας «πιστότητας».
Όχι τυχαία, η μόνη συγκινητική στιγμή της παράστασης εμφανίζεται εκεί όπου επιτέλους σχηματίζεται μια ισχυρή εικόνα: όταν ψεκάζεται βίαια το σώμα της ηθοποιού και λίγο αργότερα παραδίδεται, εξουθενωμένο από τις επιθέσεις, στη φροντίδα ενός στοργικού συντρόφου.
Η Εύη Σαουλίδου, τόσο χαρισματική, απαλύνει σίγουρα το μούδιασμά μας. Αλλά πόσα κενά να γεμίσει, πόσες απουσίες να αναπληρώσει, με την ηλεκτρισμένη παρουσία της;
Σφιχτά προσδεδεμένη στο πνεύμα του κειμένου, η σκηνοθεσία εκτελεί χρέη πιστού «υπηρέτη» που ερμηνεύει κυριολεκτικά κάθε εντολή του «κυρίου» του, χωρίς να μας ανοίγει κανέναν χώρο διαφυγής από το αυτονόητο, το αναμενόμενο και το αποστεγνωμένο.
«Εχθρός του λαού» βασισμένο στο έργο του Χένρικ Ίψεν | Πειραματική Σκηνή Νέων Δημιουργών
¹ Harold C. Knutson, «"An Enemy of the People": Ibsen's reluctant comedy»
² Δες σχετικά το εξαιρετικό «Generic complexity in Ibsen’s “An Enemy of the People”» του Thomas F. Van Laan
Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση Εχθρός του λαού εδώ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.