Δεκαετίες τώρα οι μελετητές διαφωνούν, πασχίζοντας να λύσουν το αίνιγμα του «Πλούτου».
Κάποιοι έχουν γράψει πως πρόκειται για το ύστατο, προβληματικό «παιδί» ενός κουρασμένου γέρου ποιητή. Πως αυτό, το τελευταίο διασωθέν έργο του Αριστοφάνη, δεν διαπνέεται από την ίδια φρεσκάδα, επινοητικότητα, φραστική ευελιξία και σπιρτάδα που χαρακτηρίζουν τις προηγούμενες κωμωδίες του. Άλλοι, αντιθέτως, έχουν υποστηρίξει πως πρόκειται για το τελευταίο, εκλεπτυσμένο αριστούργημά του.
Τι κρύβεται πίσω από τη φαντασίωση του ξαφνικού πλουτισμού των φτωχών Αθηναίων που παρουσιάζεται στο κείμενο; Μια επαναστατική ματιά που οραματίζεται την ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης και την ανακατανομή των αγαθών προς όφελος των αδυνάτων ή μήπως μια έμμεση παραδοχή πως ο μόνος τρόπος ν' αλλάξουν τα πράγματα είναι ένα θαύμα – ένας θεός που «τρελάθηκε»;
Πλούτος ή Πενία; Ο Αριστοφάνης αρνείται τις εύκολες απαντήσεις όσον αφορά το δίλημμα αυτό. Πιθανότατα κανένα από τα δύο άκρα δεν τον εκφράζει, θέλει όμως κάτι να πει κι εμείς το αναζητούμε ακόμη.
Έχουμε δηλαδή να κάνουμε με ένα κείμενο ρηξικέλευθο που ξεσηκώνει πολιτικά τους θεατές ή με ένα συντηρητικό εκχύλισμα νοσταλγίας για τη χαμένη, χρυσή εποχή, στην οποία δεν πρόκειται ποτέ να επιστρέψουμε, οπότε ας την απολαύσουμε, δραπετεύοντας από την πραγματικότητα;
Αν ακολουθήσουμε την πρώτη εκδοχή, τότε ο Αριστοφάνης –στη δύση της ζωής του και βιώνοντας τον οικονομικό μαρασμό της πόλης του μετά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο– επέλεξε να επιτεθεί στην ελίτ και να την εξισώσει για πρώτη φορά με τους «κακούς».
Αν ακολουθήσουμε τη δεύτερη εκδοχή, τότε ο πατέρας της κωμωδίας έμεινε πιστός στα αριστοκρατικά ιδεώδη του μέχρι τέλους: έστησε έναν πλασματικό παράδεισο, μια εικόνα ειρωνική, η οποία προκαλεί τον θεατή να αντιληφθεί ότι μια ανακατανομή του πλούτου, όπως αυτή που παρουσιάζεται στο πλαίσιο του έργου, είναι τόσο ανέφικτη όσο και θεατρικά συναρπαστική.
Το ερώτημα μπορεί να διαμορφωθεί και ως εξής: Ποιος έχει δίκιο; Η Πενία ή ο Χρεμύλος, ο κεντρικός ήρωας του «Πλούτου», που ξεσηκώνει θεούς και θνητούς προκειμένου να υλοποιήσει το πρωτοποριακό σχέδιό του;
Η Πενία, μια κακάσχημη, τρομακτική γριά, δηλώνει πως αν οι άνθρωποι μοχθούν καθημερινά με το αλέτρι ή το αμόνι τους, αυτό οφείλεται στη δική της απειλητική παρουσία. Αν εκείνη εξαφανιζόταν, όπως επιδιώκει ο Χρεμύλος, τότε όλοι θα σταματούσαν να εργάζονται και τίποτα δεν θα παραγόταν στη γη. Οι άνθρωποι θα γίνονταν όντα πλαδαρά και παχουλά, ανίκανα να πολεμήσουν, παραδομένα στην τρυφηλότητα και στη ραστώνη. Το χρήμα διαφθείρει, ενώ η στέρηση φτιάχνει καλύτερους άντρες «και στο μυαλό και στο κορμί». Όλα τα καλά, επιμένει, οφείλονται σ' εκείνη.
Τα επιχειρήματά της αποδεικνύονται τόσο ισχυρά, ώστε ακόμη κι ο Χρεμύλος αναγκάζεται να παραδεχτεί: «Δεν θα με πείσεις, ακόμη κι αν με πείσεις!». Η πλειοψηφία των μελετητών θεωρεί πως η Πενία κερδίζει τον ρητορικό αγώνα, παρόλο που εκδιώκεται από τον Χορό των αγροτών.
Απέναντι στον ισχυρισμό της ότι η ζωή θα γίνει πολύ πιο επώδυνη απ' ό,τι είναι τώρα, ο Χρεμύλος απαντά πως μια ζωή χειρότερη από την τωρινή είναι αδιανόητη¹. Και προχωρά στην πιο συγκινητική περιγραφή της φτώχειας που μας έχει χαρίσει η αρχαία ελληνική γραμματεία: φουσκάλες στα χέρια, παιδιά που πεινούν, ηλικιωμένοι που παραπονιούνται, στρατιές από ψείρες και ψύλλους, ένα κουρέλι αντί για ρούχο, μια στοίβα σκοίνα αντί για στρώμα, κοριοί που δεν σ'αφήνουν να κοιμηθείς, μια σάπια ψάθα για σεντόνι, για μαξιλάρι μια κοτρόνα, μολόχες αντί για ψωμί και για κάθισμα μια σπασμένη στάμνα.
Πλούτος ή Πενία; Ο Αριστοφάνης αρνείται τις εύκολες απαντήσεις όσον αφορά το δίλημμα αυτό. Πιθανότατα κανένα από τα δύο άκρα δεν τον εκφράζει, θέλει όμως κάτι να πει κι εμείς το αναζητούμε ακόμη.
Το φάντασμα της ειρωνείας πλανάται πάνω από τη νέα τάξη πραγμάτων που δημιουργείται μετά τον παραγκωνισμό του ζηλόφθονου, αυταρχικού Δία. Ο γενναιόδωρος Πλούτος εγκαθιδρύεται στην Ακρόπολη και «πάντες εισί πλούσιοι». Το κελάρι γεμίζει αλεύρι, τα κιούπια λάδι και τα σεντούκια χρυσάφι. Πώς να ερμηνεύσει κανείς την κατάληξη της ιστορίας; Οι πολίτες, από τη στιγμή που δεν έχουν ανάγκη τους θεούς, αρνούνται να θυσιάσουν σε αυτούς και αφοδεύουν μέσα στους ναούς.
Είναι προφανώς θεμιτή μια ανάγνωση στο πλαίσιο της οποίας ο Πλούτος δεν είναι πάρα ένας λαοπλάνος πολιτικός που υπόσχεται άφθονο χρήμα στους πεινασμένους, εγείροντας αυταπάτες που γκρεμίζονται την επομένη.
Στην παράσταση του Εθνικού, ο Πλούτος-Βασίλης Χαραλαμπόπουλος εμφανίζεται, λίγο πριν από την έξοδό του, αγνώριστος –κοστουμαρισμένος και όχι πια βρομερός ζητιάνος–, αγκαζέ με την επίσης αγνώριστη Πενία, που πέταξε τα κουρέλια και φοράει τώρα μια λαμπερή κόκκινη τουαλέτα.
Αποχωρούν, εγκαταλείποντας τα κορόιδα στη μοίρα τους, να τα βγάλουν πέρα μόνα τους. «Τα κανόνισα: σε δύο μέρες θα έρθουν να τα πάρουν όλα» εξηγεί σαρκαστικά ο Ασκληπιός, αφήνοντας ξεκάθαρα να εννοηθεί πως «το πάρτι τέλειωσε» και ο κλητήρας έρχεται.
Για να φτάσουμε σ' αυτό το σημείο της παράστασης, όμως, έχει προηγηθεί μια σειρά από αμφιλεγόμενες διασκευαστικές επιλογές.
Η εμφατική περιγραφή της άθλιας ζωής των απλών ανθρώπων, την οποία προανέφερα, προσπερνιέται εδώ επιπόλαια. Για την ακρίβεια, συρρικνώνεται σε ένα τραγουδάκι με χαριτωμένα υβριστικούς στίχους («γίδα παράφωνη... λάμια ξεδιάντροπη... μη μας αγγίζεις... ήρθες στο σπίτι μας και ξίνισε το γάλα... σκατά, σκατά, σκατά... σάπια κωλόγρια... γύρνα στην τρύπα σου και άσε μας» λέει ο Χορός στην Πενία) που ουδόλως μεταδίδει στο κοινό την αίσθηση της πνιγηρής πραγματικότητας στην Ελλάδα του σήμερα. Κι ενώ στο σημείο αυτό το πρωτότυπο κείμενο προκαλεί ανατριχίλα, η μεταφορά του στο 2018 προκαλεί μάλλον ασυννέφιαστη ευθυμία.
Η θεατρική διασκευή διέπεται γενικότερα από σημαντική αδυναμία σύνδεσης με τη σημερινή κατάσταση. Όποτε επιχειρεί αυτήν τη σύνδεση, το αποτέλεσμα είναι είτε γενικόλογο είτε ατυχές. Ακόμη και οι πλούσιοι περιγράφονται με όρους του 1950.
«Έχω διαμερίσματα, έχω αυτοκίνητα, έχω πισίνες» μας εξηγεί η πλούσια Γυναίκα (Μαρία Διακοπαναγιώτου), η οποία εισβάλλει σκούζοντας στη σκηνή, επειδή αισθάνεται έναν αφόρητο πόνο στο στήθος: είναι το περιβόητο «κενό» που προκαλούν τα πλούτη. «Έχετε τα πάντα κι είσαστε δυστυχισμένη;» τη ρωτά έκπληκτος ο Χρεμύλος. «Ξέρετε πώς λέγεται αυτό; Αχαριστία».
Το κλισέ που ενσαρκώνει η Γυναίκα –ότι «τα πλούτη δεν φέρνουν την ευτυχία»– εντάσσεται στο γενικότερο ηθικοδιδακτικό πλαίσιο της παράστασης. Αν ο Αριστοφάνης αποφεύγει τον διδακτισμό, ο σκηνοθέτης και διασκευαστής του κειμένου επιμένει πως τα πράγματα ήσαν καλύτερα τον παλιό καλό καιρό, όταν οι άνθρωποι ίδρωναν για το ψωμί τους και δεν ζούσαν πολυτελώς με «δανεικά», που τ' αγόραζαν παρασυρμένοι από ψεύτες πολιτικούς.
Τέτοια εύκολα συμπεράσματα συρρικνώνουν την πολυπλοκότητα του κειμένου, αυτή που εκπηγάζει από τον αγώνα Χρεμύλου και Πενίας: το κείμενο αρνείται να συνταχθεί με τη μία ή την άλλη πλευρά, ακριβώς επειδή και οι δύο έχουν ισχυρότατα επιχειρήματα.
Υπάρχει, όμως, μια πιο σύνθετη δυνατότητα: μπορεί κανείς ν' αναγνωρίζει την ισχύ των επιχειρημάτων της Πενίας, την αδυσώπητη ανάγκη, τον φόβο της πείνας που κυβερνά τον κόσμο, ενώ ταυτόχρονα να ονειρεύεται την υπέρβαση των ορίων αυτών, την ανατροπή κάθε δεδομένου². Ακριβώς όπως ο Χρεμύλος: από τη μία σπεύδει με ευσέβεια στο Μαντείο των Δελφών για να ζητήσει τη βοήθεια του Απόλλωνα, από την άλλη καταβάλλει προσπάθεια να θεραπεύσει τον Πλούτο, ώστε μαζί να κατατροπώσουν τον Δία.
Στην παράσταση, ο Δίκαιος άνθρωπος που επισκέπτεται το σπίτι του Χρεμύλου επιμένει να ρωτά για τον «λογαριασμό». «Ποιον λογαριασμό;» του λένε όλοι απορημένοι. «Όποιος πίνει ένα ποτήρι κρασί, πρέπει να το πληρώσει. Πάντα στο τέλος έρχεται ο λογαριασμός και κάποιος πρέπει να τον πληρώσει... Φοβάμαι για το αύριο, τι θα γίνει αύριο, όταν θα έρθει ο λογαριασμός» επαναλαμβάνει εμμονικά. Δυστυχώς, ο λογαριασμός έχει έρθει ήδη. Τον κρατάμε στα χέρια μας και τον πληρώνουμε καθημερινά, εδώ και χρόνια.
Πέραν τούτης της σχηματικής, απλουστευτικής και ετεροχρονισμένης –ως προς τον σατιρικό στόχο της− αφήγησης, η παράσταση εκδηλώνει κάθε καλή πρόθεση να μας κερδίσει σε θεατρικό και κωμικό επίπεδο. Απολαυστική αποδεικνύεται η προσθήκη του Ασκληπιού (Γιάννης Κότσιφας), κάτι μεταξύ κομπογιαννίτη γιατρού και μάγου της φυλής, που μιλάει άπταιστα τη λατινική, ενώ βγάζει την Πεπίτα, το ιαματικό φίδι, από έναν γιγάντιο σωλήνα κολονοσκόπησης προορισμένο για τα οπίσθια του Πλούτου. Στη συνέχεια ερωτοτροπεί ασύστολα με τη βοηθό του, νοσοκόμα Ντολόρες.
Διασκεδαστική, επίσης, η σκηνή της ξάπλας, με τους ήρωες οριζοντιωμένους στα παπλώματα «εδώ και τέσσερις μήνες», από τότε που έγιναν πλούσιοι δηλαδή και κατ' επέκταση ανίκανοι να μετακινήσουν οποιοδήποτε μέλος του σώματός τους. Η μετατροπή του φτεροπόδαρου Ερμή σε drone που καταφθάνει εξ αποστάσεως και προσγειώνεται στη σκηνή του αρχαίου θεάτρου έχει κι αυτή το χάζι της.
Από κεί και πέρα, η κωμική μηχανή σβήνει κάθε φορά που το κείμενο υποκύπτει σε αοριστολογίες («μικρός ήθελα να γίνω πλούσιος», «το μέλλον σας θα γεμίσει υπέροχα χρώματα», «θα είμαι ο φύλακας άγγελός σας, ο άνθρωπός σας, ο θεός σας» κ.ο.κ.), ενώ ανάβει μόλις τα πράγματα γίνουν πιο συγκεκριμένα: «habemus Papam», η «τεχνική του περπατήματος», τα «ενεργειακά κινέζικα» κ.ο.κ.
Προβλήματα ρυθμού, έλλειψη σφριγηλότητας και απουσία αιχμής συνθέτουν ένα μάλλον επίπεδο τοπίο που ζωντανεύει ενίοτε από μικρές εκρήξεις ζωντάνιας. Μεγαλύτερο ατού της παράστασης αποδεικνύεται η Γαλήνη Χατζηπασχάλη, ως Πενία και Ντολόρες, ηθοποιός με μοναδική αίσθηση της κωμικής κλίμακας: ό,τι αγγίζει γίνεται χρυσός.
Χαριτωμένος ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος, δεν ξεφεύγει όμως από τα συνήθη μονοπάτια του, ενώ ο Γιώργος Γάλλος ως Χρεμύλος δεν αγγίζει ιδιαίτερα τις χορδές μας. Γλυκύτατος, τέλος, ο Μάνος Βακούσης ως Βλεψίδημος.
1. A. H. Sommerstein, «Aristophanes and the Demon Poverty»
2. John Zumbrunnen, «Fantasy, Irony and Economic Justice in Aristophanes' "Assemblywomen" and "Wealth"»
σχόλια