Έπρεπε, λοιπόν, να κατέβει δύο επίπεδα κάτω από τη γη, στο γκαράζ του Ιδρύματος Κακογιάννη, για να επανασυνδεθεί με ένα άλλο υπόγειο, εκείνο του Θεάτρου Τέχνης, απ' όπου ξεκίνησε 25 χρόνια πριν με τον πρωταγωνιστικό ρόλο στον Ήχο του Όπλου της Λούλας Αναγνωστάκη στην τελευταία σκηνοθεσία του Κάρολου Κουν. Για να ξαναπιάσει το νήμα που συνδέει τη νιότη του με την ωριμότητά του ως άντρα και ως ηθοποιού. Γιατί ο Στράτος Τζώρτζογλου αυτήν τη στιγμή, με την ερμηνεία του στην παράσταση της ομάδας Bijoux de Kant Είσαι σκοπός και γύρω σου χορεύουν τσοπανόσκυλα, βασισμένη σε κείμενα του Γιώργου Ιωάννου, κάνει μία τομή. Ερμηνεύοντας έναν άπαιχτο μονόλογο του σπουδαίου Θεσσαλονικιού λογοτέχνη, τη Μεγάλη Άρκτο, την οποία ο σκηνοθέτης Γιάννης Σκουρλέτης έχει εντάξει αριστοτεχνικά στην όλη παράσταση, απογειώνεται σε υποκριτικά ύψη που πιθανόν να μην τον έχουμε ξαναδεί ποτέ άλλοτε. Toν βρήκα Δευτέρα βράδυ στο τηλέφωνο, στο Hilton της Λευκωσίας. Το πρώτο που τον ρωτάω ευθέως είναι τι ήταν εκείνο που του έδωσε την ώθηση και τον έχει κάνει αγνώριστο. Είναι μια ωριμότητα που τον έκανε να αποβάλει από πάνω του τον σταρ που υπήρξε για χρόνια, ώστε να αναδείξει τον καλό ηθοποιό που έκρυβε μέσα του; Μου απαντάει: «Νομίζω ότι είναι συνισταμένη διαφόρων παραμέτρων. Η ζωή σε κάνει να βιώνεις κάποια πράγματα σε τέτοιο βαθμό που, όταν τα εκφράζεις, είτε στο θέατρο είτε στην καθημερινή ζωή, να έχουν μια άλλη βαθύτητα ή μια άλλη ρηχότητα, αν γυρίσουν όλα αρνητικά. Με αυτό δεν θέλω να πω ότι ήταν καλά που πέρασα τα προβλήματα που πέρασα για να μαλακώσω, αλλά σίγουρα δεν φοβήθηκα να ζήσω την κάθε στιγμή μου με απόλυτη ειλικρίνεια. Θα σου φανεί παράξενο, αλλά βάζω δύο σταθμούς στη ζωή μου, τον Ήχο του Όπλου και αυτή την παράσταση. Τότε έφερα το υλικό που ο ίδιος ο Κουν χαρακτήριζε ως “περίεργα ειλικρινές, περίεργα άμεσο, περίεργα αυθεντικό”. Με την ίδια ευαισθησία, αγάπη και βάθος που με είχε δει εκείνος, κατά κάποιο περίεργο τρόπο με βλέπει ο Σκουρλέτης τώρα».
Ήταν μόλις 21 ετών τότε και από τα «Σιδεράδικα» του Πειραιά, όπου εξασκούνταν στο μπόντι-μπίλντινγκ βρέθηκε με όλα τα φώτα στραμμένα επάνω του. Μέσα σε σύντομο διάστημα πρωταγωνίστησε σε ταινίες του Αγγελόπουλου και του Βούλγαρη που τον έχρισαν ζεν πρεμιέ νέας κοπής. Ένα «παράξενο» λαϊκό είδωλο που ξεκινούσε από τον ποιοτικό χώρο, χωρίς να ανήκει πραγματικά σ’ αυτόν. Εξέφραζε με την αυθεντικότητά του μια ανθρωπιά που οι μορφωμένοι νέοι ηθοποιοί αδυνατούσαν να προσφέρουν στο θέατρο και στον κινηματογράφο της εποχής. Όλοι οι επόμενοι απλώς ακολούθησαν τον Τζώρτζογλου.
Με τον Γιάννη Σκουρλέτη είχαν να βρεθούν από εποχής Κουν, όταν και οι δύο συμμετείχαν στην ίδια ερασιτεχνική ομάδα. Στο μεταξύ, ο τελευταίος είχε μια ενδιαφέρουσα εξέλιξη ως εικαστικός και σκηνοθέτης που συνήθως στήνει έργα πάνω σε λογοτεχνικά και ποιητικά κείμενα. Φέτος επέλεξε να κάνει μια σύνθεση από πεζά και φράσεις του Ιωάννου. Το θαυμαστό αποτέλεσμα είναι μια εικαστική περφόρμανς «απίστευτης ακρίβειας και λεπτομέρειας», όπως λέει και ο Τζώρτζογλου. «Πρέπει συγχρόνως να μη χάσεις το συναίσθημα που μπορεί να απορρέει από το βάθος της σκέψης του ήρωα. Οφείλω να αρθώ στο ύψος του, γνωρίζοντας την εποχή του. Όχι μέσω έρευνας, αλλά βιώνοντάς την, όπως την Ομόνοια του ’80, ας πούμε. Να είσαι περιθωριακός λόγω ευαισθησίας και να μπορείς να κάνεις παρέα με άτομα όχι ως ισότιμος ή ίσος αλλά με την ευαισθησία και τη συμπόνια που τους έβλεπε ο ήρωας/συγγραφέας. Να έχεις βιώσει το περιθώριο της ζωής και της κοινωνίας που μπήκε ο ίδιος για να μπορέσει να αναπνεύσει, γιατί του ήταν αδύνατο μέσα στον κανονικό κόσμο. Να μπορείς να βλέπεις τη σταύρωσή του σταδιακά. Το έργο αυτό, όπως και της Αναγνωστάκη, μιλάει για τη μάνα. Μία μάνα όπως η Ελλάδα, που την ίδια στιγμή που αγαπάει τα παιδιά της, τα καταβροχθίζει κιόλας. Στον Ήχο του Όπλου ήταν ο ομφάλιος λώρος με τη μάνα. Στη Μεγάλη Άρκτο καλούμαι να κόψω τον ομφάλιο λώρο για να μη γίνει φίδι. Αυτό στην προσωπική μου ζωή το ένιωσα όταν γεννήθηκε ο γιος μου. Μέχρι τότε ήμουν ακόμα παιδί της μάνας μου. Ο ομφάλιος λώρος εδώ είναι μέσα στο κεφάλι του ήρωα. Μπορεί εκείνη να είναι ένας κανονικός άνθρωπος, αλλά κάποια αυστηρή πτυχή του χαρακτήρα της να έχει επιδράσει τρομερά στον ψυχισμό του ήρωα. Άλλοι δεν μπορούν να το αντέξουν και πνίγονται, άλλοι δεν κατανοούν και μένουν πάντα δεμένοι με τη μάνα τους κι άλλοι προσπαθούν να αντιδράσουν μέσα από το ποιητικό τους έργο ή πέφτουν σε υπερβολές. Θεωρώ ότι είναι πάρα πολύ δύσκολο για έναν άντρα, ειδικά στην ελληνική κοινωνία, να κόψει τον ομφάλιο λώρο. Ποτέ δεν τον κόβεις. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να τον αγαπήσεις, αλλά δεν φτάνει από μόνο του αυτό, πρέπει και να τον κατανοήσεις, να τον κάνεις σύμμαχό σου. Κι ενώ ο ήρωας βγάζει το μαχαίρι, στο τέλος κατανοεί. Στην ουσία θέλει να κόψει την ταυτότητα που είχε, την ανεπάρκειά του που τον οδηγεί στη μοναξιά». Ο ήρωας του Ιωάννου είναι ένας παρενδυτικός, που όμως στην παράσταση των Bijoux de Kant δεν εμφανίζεται ως τέτοιος. Μόνο κάποια ενδυματολογικά στοιχεία μας το θυμίζουν κάποια στιγμή. Τον ρωτάω αν θεωρεί τον ρόλο τολμηρό ή ακόμα κι επικίνδυνο. Μου απαντάει: «Πιο επικίνδυνο είναι να φέρω την αλήθεια του ήρωα. Αλλά πρέπει να συναντάς τα σκοτάδια σου. Λίγο να ξεφύγω, το κείμενο διαλύεται. Με τον Σκουρλέτη υπήρχε μια αόρατη συνεργασία, χωρίς λόγια. Δουλέψαμε λέξη-λέξη πάνω σε πίνακες του Μπέικον». Τέλος, μου εξηγεί την τεράστια εμπειρία που έχει αποκομίσει από το ταξίδι του στην Αμερική και τα εξαιρετικά μαθήματα υποκριτικής που παρακολουθεί δίπλα σε μια σπουδαία δασκάλα στο Λος Άντζελες: «Είναι καλό να μη σε ξέρει κανείς. Σε κάνει αγνό, δεν υπάρχει προκατάληψη. Είναι πολύ ωραίο να είσαι το μηδέν, το τίποτα, το κενό. Να ξέρεις ότι δεν θα ανοίξουν οι πόρτες. Επαναπροσδιορίζεις τα πράγματα. Είναι ένα είδος τεχνητού θανάτου, που είναι τέλειος!».
«Eίσαι σκοπός και γύρω σου χορεύουν τσοπανόσκυλα»
Μια παράσταση της Βijoux de Kant, βασισμένη στο έργο του Γιώργου Ιωάννου.
Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης
Υπόγειο Γκαράζ
Πειραιώς 206
210 3418550
www.mcf.gr
Πέμπτη-Κυριακή, 21:30
σχόλια