ΚΑΠΟΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΔΕΝ ΞΕΧΝΙΟΥΝΤΑΙ. Ένα απ’ αυτά είναι η πρώτη φορά που άκουσα Στέρεο Νόβα, πριν από τριάντα χρόνια, όταν κυκλοφόρησε από το πουθενά το ομώνυμο, παρθενικό τους άλμπουμ, που επανακυκλοφορεί αυτές τις μέρες σε μια νέα, ενισχυμένη ηχητικά εκδοχή, με την επιμέλεια των δημιουργών του.
Πολύ δύσκολα θα μπορούσα να επιλέξω ένα άλμπουμ ή ένα φιλμ ή ένα βιβλίο ως το αγαπημένο μου «όλων των εποχών», όμως σίγουρα και μακράν το αγαπημένο μου άλμπουμ δικού μας συγκροτήματος, το πιο καθοριστικό, το πιο σημαντικό, αυτό που ήρθε και προσγειώθηκε στην πιο κρίσιμη και συγχρόνως πιο ελεύθερη ηλικία (20+ χρονών), στην πιο ώριμη ανωριμότητα, ήταν και θα είναι αυτός ο μαγικός πρώτος δίσκος των Στέρεο Νόβα.
Δίσκος τρόπος του λέγειν, αφού πρωτοάκουσα κομμάτια του σε μια κασέτα που μου είχε στείλει ένας φίλος μου στην Αγγλία όπου βρισκόμουν, και περιείχε δυο-τρία κομμάτια από το άλμπουμ που μόλις είχε βγει, με πρώτο τον «Εξώστη».
Τριάντα χρόνια αργότερα, ζούμε σε μια διαφορετική χώρα, όμως οι στίχοι των τραγουδιών του δίσκου αποδεικνύουν ότι κάποια βασικά πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ…
Θυμάμαι να λιώνω απευθείας με το ατμοσφαιρικό μπιτ της εισαγωγής και με το που ξεκίνησε η αφήγηση με τη φωνή του Κωνσταντίνου Βήτα (θερμή, διακριτική, εκφραστική και μ’ έναν ελαφρύ δισταγμό που δεν την άφηνε να ξεφύγει προς την εξομολόγηση ή το κήρυγμα) η ακρόαση, σε μια φοιτητική εστία στο Νόριτς, αναβαθμίστηκε σε εξωσωματική εμπειρία, σε ανάληψη: Θα θυμάμαι πάντα τα μάτια του φίλου μου / ν’ ακολουθούν σαν πουλιά τις γραμμές του τρένου / να κοιτάνε στον ορίζοντα ένα τοπίο άβατο / να σκέφτονται αν η αγάπη είναι πιο κρύα απ’ το θάνατο…
Μιλάμε για μεγάλη ζημιά. Με την πρώτη ευκαιρία αγόρασα τον δίσκο και παρότι τον κρατούσα στα χέρια μου ήταν δύσκολο να πιστέψω ότι κυκλοφορούσε, από χέρι σε χέρι αρχικά, ένα τόσο σύγχρονο, καίριο, υπέροχο πράγμα στην ντόπια σκηνή.
Αστική ποίηση με ηλεκτρονικό / χορευτικό ήχο και μια ατμόσφαιρα που ανακαλούσε συγχρόνως acid/rave καταστάσεις, indie ιδιοσυγκρασίες, ραπ εσωστρέφειες. Και με την αφήγηση στα ελληνικά, αλλά ειδικότερα στη δική μας διάλεκτο και στη δική μας αντίληψη και στις δικές μας ευαισθησίες εκείνης της εποχής, που με τα σημερινά κοινωνικοοικονομικά κριτήρια φαίνεται απίθανο ότι υπήρξε ποτέ.
Και όμως υπήρξε. Τριάντα χρόνια αργότερα, ζούμε σε μια διαφορετική χώρα, όμως οι στίχοι των τραγουδιών του δίσκου αποδεικνύουν ότι κάποια βασικά πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ… Έπαιξες κι έχασες μα κάποια μέρα θα καταλάβεις / πως όταν ο κόσμος μένει ίδιος πρέπει εσύ ν’ αλλάζεις / από παιδί αναρωτιόμουν ποιος έχει τη δύναμη / αυτός που χτυπάει ή αυτός που πονάει… Πολέμησε το άδικο και κάθε είδους βία / σκέψου θετικά και μη γελάς με ηλίθια αστεία.
Και μόνο οι τίτλοι των κομματιών απηχούσαν ένα γνώριμο κινηματογραφικό σύμπαν μαγικού νεορεαλισμού και μια αντίληψη έντεχνη και χίπστερ συγχρόνως (με τις παλαιές, μη εκφυλισμένες σημασίες και των δύο όρων), λογοτεχνική και εικαστική, από τη Λένα Πλάτωνος στο διάστημα: «Άστραλον», «Ένα κλεμμένο ποδήλατο», «Ο εξώστης», «Ευδοκία», «Ηλίθια αστεία», «Προάστια», «Το παιχνίδι της εξουσίας»…
Ιστορίες που έμοιαζαν τόσο οικείες και τόσο αληθινές, κι ας ήταν διαποτισμένες από την αχλή των ονείρων: Θα διασχίσεις ένα πρωινό τον κόσμο / και θα ΄ναι πιο όμορφα κι από ένα όνειρο… Δες τι αργά που ο ήλιος ανεβαίνει / κι αυτό που ήθελα να γίνει πόσο ξεμακραίνει…
Κανείς δεν τα είχε πει τόσο ωραία. Ούτε οι Τρύπες, ούτε κανείς. «Στέρεο Γόβα» τους αποκαλούσαν στη ζούλα και εν ευθυμία κάποια μέλη από άλλες μπάντες του ανεξάρτητου κυκλώματος. Οι γκέι μας έσωσαν πάλι, όπως είχε επισημάνει ένας φίλος μου τότε.
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.