ΤΗΝ 1η ΙΟΥΝΙΟΥ ΤΟΥ 1991, ο Γιώργος Κοσκωτάς βρέθηκε επιτέλους, μετά την έκδοσή του από τις ΗΠΑ, προφυλακισμένος στον Κορυδαλλό. Το μεγαλύτερο σκάνδαλο της Μεταπολίτευσης έμοιαζε με σενάριο από biopic του ΗBO: εικοσιπεντάχρονος Ελληνοαμερικανός που καταζητείται ήδη στις ΗΠΑ για πλαστογραφίες καταφτάνει στην Ελλάδα το 1979 και ξεκινά με πλαστό βιογραφικό να δουλεύει στην Τράπεζα Κρήτης – πρώτα στο τμήμα Εσωτερικού Ελέγχου και Συναλλάγματος και μετά ως διευθυντής λογιστηρίου. Είναι ήδη παντρεμένος με 4 παιδιά – με τη γυναίκα του, Κάθυ, και τα τέσσερα παιδιά του που αργότερα γίνονται πέντε, μένουν στη Γούβα, έναν δρόμο πάνω από τη Φιλολάου στο Παγκράτι.
Πέντε χρόνια αργότερα, το 1984, αγοράζει την Τράπεζα Κρήτης. Μετακομίζουν στην Εκάλη. Σε μια εποχή που ο Τύπος είναι παντοδύναμος, γίνεται μεγαλοεκδότης. Ιδρύει την εκδοτική Γραμμή Α.Ε., και ξεκινά να επενδύει: φτιάχνει δικό του τυπογραφείο στην Παλλήνη, τον ραδιοφωνικό σταθμό ΣΚΑΪ, εκδίδει την εφημερίδα «24 Ώρες» (ήταν κάτι σαν την ελληνική βερσιόν της «USA Today») και 5 περιοδικά, πολλά εκ των οποίων αφήνουν εποχή (το «Τέταρτο» με εκδότη τον Μάνο Χατζιδάκι είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα). Ταυτόχρονα, ξεκινά να αγοράζει εφημερίδες: ανάμεσά τους η «Βραδυνή» και η «Καθημερινή». Το 1987 αγοράζει τον Ολυμπιακό – η αστρονομική αγορά του Ντέταρι για 3 δισ. δραχμές το 1988 ήταν με σημερινά δεδομένα περίπου σαν να παίρνει μεταγραφή στον Ολυμπιακό ο Ντούσαν Βλάχοβιτς.
Κι όμως, το σκάνδαλο Κοσκωτά ήταν το μεγαλύτερο της Μεταπολίτευσης, αλλά κυρίως μια παρακαταθήκη για το «τρίγωνο της εξουσίας», όπως το αποκάλεσε το Reuters το 2012, εννοώντας τις στενές σχέσεις τραπεζών, media και πολιτικής στη χώρα μας.
Η πτώση δεν αργεί: κομβικό ρόλο παίζουν οι εκδότες και δημοσιογράφοι της εποχής που αρχίζουν να ερευνούν τις παλιές του πλαστογραφίες αλλά κυρίως τις συναλλαγές του με την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Τον Οκτώβρη του ‘88 ο Κοσκωτάς κατηγορείται για υπεξαίρεση 32 δισ. δραχμών από την Τράπεζα Κρήτης – πουλάει τον Ολυμπιακό και τη Γραμμή και φυγαδεύεται με ένα lear jet, πρώτα στη Βραζιλία και από εκεί πίσω στις ΗΠΑ. Συλλαμβάνεται και δίνει μια συνέντευξη που αφήνει εποχή. Το περιοδικό «ΤΙΜΕ» κυκλοφορεί με εξώφυλλο τον Κοσκωτά πίσω από τα σίδερα της φυλακής και τίτλο: «The looting of Greece» («Η λεηλασία της Ελλάδας»). Στη συνέντευξη ισχυρίζεται ότι υπεξαιρούσε για χρόνια την τράπεζα με την πλήρη κάλυψη της κυβέρνησης, την οποία δωροδοκούσε. Κατηγορεί ευθέως τον Ανδρέα Παπανδρέου και τον Μένιο Κουτσόγιωργα, ενώ κατονομάζει και μια σειρά άλλων πολιτικών προσώπων. Η δίκη στο Ειδικό Δικαστήριο ξεκινά τον Μάρτιο του 1991 – είναι η μόνη δίκη που παίζεται για μήνες ζωντανά στην ελληνική τηλεόραση. Ανάμεσα στους κατηγορούμενους βρίσκεται ο πρώην πλέον πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου, καθώς και μια σειρά υπουργών. Ο Κοσκωτάς καταδικάζεται σε ισόβια. Είναι μόλις τριάντα επτά ετών.
Τριάντα ένα χρόνια μετά, ο Κοσκωτάς έχει βγει από τη φυλακή και η υπόθεση μοιάζει πολύ μακρινή, κι ας ήταν η μοναδική φορά μετά τη Μεταπολίτευση που βρέθηκε πρωθυπουργός κατηγορούμενος στο Ειδικό Δικαστήριο. Κι όμως, το σκάνδαλο Κοσκωτά ήταν το μεγαλύτερο της Μεταπολίτευσης, αλλά κυρίως μια παρακαταθήκη για το «τρίγωνο της εξουσίας», όπως το αποκάλεσε το Reuters το 2012, εννοώντας τις στενές σχέσεις τραπεζών, media και πολιτικής στη χώρα μας.
Το βαθιά ανησυχητικό δεν είναι ότι ενώ τα πρόσωπα αλλάζουν συνεχίζουμε να βρισκόμαστε ξανά και ξανά μπροστά στο «τρίγωνο της εξουσίας», αλλά πως πιθανόν ένα τέτοιο σκάνδαλο θα έβγαινε πολύ πιο δύσκολα στην επιφάνεια σήμερα. Το σκάνδαλο Κοσκωτά δεν θα είχε αποκαλυφθεί αν δεν υπήρχαν τα πρωτοσέλιδα και η επιμονή δημοσιογράφων αλλά και εκδοτών που είχαν τη διάθεση να συγκρουστούν με την πολιτική εξουσία.
Σήμερα, παρά τις τρομερές αντιξοότητες, συνεχίζουν να υπάρχουν δημοσιογράφοι, αλλά τα μέσα είναι πολύ λιγότερο διατεθειμένα, έτοιμα, ανεξάρτητα ή οικονομικά εύρωστα για να συγκρουστούν με την εκάστοτε πολιτική εξουσία ή με μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα. Τα περισσότερα από τα μεγάλα σκάνδαλα των τελευταίων δέκα ετών βγήκαν πρώτα στο εξωτερικό και έπειτα στα ελληνικά media – σχεδόν αναγκαστικά και με το ζόρι. Δεν μπορεί κανείς παρά να αναρωτηθεί τι ακριβώς σημαίνει αυτή η πραγματικότητα, όχι για τα ελληνικά μέσα –αυτά είναι ήδη σε παρακμή–, αλλά κυρίως για την έλλειψη ελεγκτικών μηχανισμών απέναντι στην πολιτική και επιχειρηματική εξουσία.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.