ΣΤΗΝ GENTRIFIED ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ όπου μένω τα ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ πλέον μου φέρνουν θυμηδία. Τα νούμερα είναι σαν τον μισθό των ονείρων μας ‒ αλλά για ενοίκιο.
Το περίμενα από τότε που έκλεισε ο φούρνος και άνοιξε μαγαζί με φυτά, που όμως δεν λέγεται ανθοπωλείο. Απ’ όταν οι βιτρίνες των καφέ έβγαλαν βάσκικο τσίζκεϊκ, το μπακάλικο μετονομάστηκε σε «ντέλι», το γυμναστήριο σε «health club».
Σαν κάτι γιαγιάδες που συγκρίνουν τιμές προπολεμικά και μεταπολεμικά τσατάραμε με μια φίλη και λέγαμε πόσο έχουν ακριβύνει τα πάντα, ρουφώντας το τσάι μας, η καθεμία σπίτι της. Μιλούσαμε γι’ αυτό το διώξιμο από το κέντρο, για την ανταλλαγή των πληθυσμών. Για τη γενική ιδέα «καταναλώνω, αφήστε με να καθίσω».
Πρωινό: Υποχρεωτικά αυγά. Μεσημεριανό: Πιάτα των οποίων η σύλληψη οφείλεται στα διαθέσιμα υλικά μακρινών τόπων, σε φρούτα τροπικά, ρίζες της Αφρικής, ψάρια που ούτε φαντάζεσαι πού ακριβώς αλιεύονται. Θα ήθελα να τα φάω όλα, αλλά από κάποιον που όντως ξέρει, επειδή έτρωγε τέτοια με τη μαμά του. Χίλιες φορές ένα ειλικρινές μαγαζί μεταναστών απ’ αυτούς που όντως έχουμε και τους κρύβουμε παρά ένα greek taverna-turned-υψηλό τουρλουμπούκι. Βραδινό: Μουσικές καρέκλες, με το τρία σηκώνεστε.
Υπάρχουν καλά ακριβά πράγματα και υπάρχει και η χοντροκοπιά. Τι είδους άνθρωπος θέλει να βλέπει το SUV του, ενώ τρώει; Τι κάνει τις άλλες ώρες αυτός ο άνθρωπος; Τζιπάρες που είναι φτιαγμένες για την έρημο στο Παγκράτι; Γιατί; Είκοσι ευρώ γι’ αυτό που η Αφρικανή τρώει ως ρίζα από τον κήπο της; Γιατί;
Όπως και να ’χει, το θέμα είναι ότι άμα είσαι από το Δομοκό, αλλά σερβίρεις «γνήσιο περουβιανό», είναι λίγο κάπως. Είναι λίγο κάπως οι «φιούζιον» (=δεν ξέρω τι μου γίνεται) κατάλογοι με κρασιά από τη Νάουσα και κυρίως πιάτα από τη Λατινική Αμερική. Επειδή μοιάζουν με γευστικούς μη τόπους, με αυτά τα ακριβά μαγαζιά που είναι ριγμένα χωρίς καμία αισθητική ή γευστική συνοχή στα αεροδρόμια. Δεν σε οδηγούν κάπου. Δεν σου λένε μια ιστορία. Δεν σου ανοίγουν μια πτυχή του κόσμου που πριν αγνοούσες. Είναι σκέτη χοντροκοπιά. Απλώς περνάς την ώρα σου ξοδεύοντας. Σου δίνουν την ευκαιρία να αγοράσεις κάτι ακριβό και να αντλήσεις τη σχετική ικανοποίηση. Αυτό τώρα γιατί να το ’χουμε και στην εκτός αεροδρομίου εκδοχή;
Είμαι σίγουρη ότι υπάρχουν ρίζες της Αφρικής με θρεπτικά συστατικά που αγνοώ και τροπικά φρούτα που εάν τα έτρωγα θα άλλαζε ο μεταβολισμός μου. Όμως πειράζει να θέλω κάτι ειλικρινές;
Για παράδειγμα, σιχαίνομαι τα μέρη όπου εάν κάποιο μέλος του προσωπικού «παραείναι εξωτικό», το ξαποστέλνουν. Δεν θέλω να βγει κάποια όμορφη Ελληνίδα να μου πει τα περουβιανά πιάτα που αποστήθισε ‒ αυτή η επίκτητη γνώση της αρκεί για να με πείσει ότι από τη συγκεκριμένη τύπισσα δεν μπορώ να μάθω τίποτα γευστικά.
Ακόμα, με ενοχλεί που το detox είναι η κοινωνικά αποδεκτή θρησκευτική πρακτική κάποιας εγωκεντρικής θρησκείας που αρχίζει και τελειώνει στην υποχρέωση του υποκειμένου να ζήσει σαν καλοκουρδισμένος σκύλος: με προβλέψιμες εντερικές λειτουργίες, καλό ύπνο, πολλή ενέργεια, όμορφη γούνα (βλ. επιδερμίδα).
Η άρνηση του υποκειμένου που καταναλώνει να καταναλώσει όσο πιο πολλά προϊόντα detox γίνεται φαντάζει... εγωιστική. Δεν πίνεις μάτσα/δάκρυα του Δαλάι Λάμα; Δεν διαλέγεις την ακριβή detox επιλογή; Είσαι εγωιστικό κτήνος που «χρειάζεται θεραπεία»!
Εστιατόρια που σερβίρουν ταρτάρ μόσχου ή πατέ υπερθεματίζουν σε ηθική ανωτερότητα με τα ανακυκλώσιμα ξυλάκια. Μπορεί να έχουν τους Πακιστανούς όρθιους στη λάντζα ολονυχτία, αλλά χρησιμοποιούν γάλα σόγιας.
Η οικολογική συνείδηση ξεχειλίζει τόσο που σχεδόν δεν υπάρχουν πεζοδρόμια, έχουν καταληφθεί απ’ τα τραπέζια τους και νιώθεις κάφρος που βγαίνεις από το σπίτι να πετάξεις τα σκουπίδια με την πιτζάμα και το κλάμερ αντί να φορέσεις κανένα καλό βραδινό ρούχο. Σε στραβοκοιτάνε και απορούν. Και καλά κάνουν! Κι εγώ άμα είχα δώσει τριάντα ευρώ το πιάτο, θα ήθελα να βλέπω κάτι πιο θελκτικό απ’ την τρελή με τις πιτζάμες.
Υπάρχουν καλά ακριβά πράγματα και υπάρχει και η χοντροκοπιά. Τι είδους άνθρωπος θέλει να βλέπει το SUV του, ενώ τρώει; Τι κάνει τις άλλες ώρες αυτός ο άνθρωπος; Τζιπάρες που είναι φτιαγμένες για την έρημο στο Παγκράτι; Γιατί; Είκοσι ευρώ γι’ αυτό που η Αφρικανή τρώει ως ρίζα από τον κήπο της; Γιατί;
Τότε θυμάμαι κάτι σοβαρούς ανθρώπους που συναντάς στα νησιά ή στα βουνά και ξινίζουν τα μούτρα τους ακόμα και με το ίδιο τους φαγητό, αν έχει μέσα ψευτιά, αν η γεύση του δεν είναι αληθινή. Γιατί υπάρχουν αυτοί που χρεώνουν πενήντα ευρώ το άτομο για γεύματα που μάθανε να τα προφέρουν μέσω Google κι αυτοί που πας να ψωνίσεις κάποιο ποτό ή έδεσμα στο μαγαζί τους και σου λένε «αυτό δεν μου πέτυχε, διάλεξε από τ’ άλλα». Ας επαναπροσδιορίσουμε το φθηνό.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
To νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.