ΤΟΝ ΟΚΤΩΒΡΗ ΤΟΥ 2019 κυκλοφόρησε ένα μεγάλο σε όγκο βιβλίο, με επιμέλεια και εισαγωγή του ιστορικού Ιάσονα Χανδρινού. Τίτλος του: Όλη νύχτα εδώ - Μια προφορική ιστορία της εξέγερσης του Πολυτεχνείου (εκδόσεις Καστανιώτη). Πρόκειται για τη συλλογή δεκάδων αφηγήσεων, από λίγες έως περισσότερες σελίδες, από γνωστούς και πολύ λιγότερο γνωστούς συμμέτοχους εκείνων των ημερών του Νοεμβρίου. Η έκδοση ξεσήκωσε θόρυβο και αντιδράσεις, αφού ο Χανδρινός ενέταξε στο corpus και κάποιες ελάχιστες συνεντεύξεις ανθρώπων της άλλης (χουντικής, καθεστωτικής) πλευράς, που άφησαν το δηλητήριό τους.
Όμως, ως ψηφιδωτό και σύνθεση, το Όλη νύχτα εδώ είναι εντυπωσιακό, όχι τόσο λόγω όγκου όσο επειδή ανεβάζει στη σκηνή του λόγου και πρόσωπα που δεν είχαν πάρει τον λόγο, εκθέτοντας με πληρέστερο τρόπο όψεις που δεν είχαν αναδειχτεί μέσα σε εκείνες τις αθηναϊκές μέρες και νύχτες μιας εξέγερσης που είχε τα πάντα: και κομματικά διλήμματα, και τακτικές κινήσεις και συναίσθημα που γινόταν αποκοτιά και θάρρος ή έξαρση. Είχε, πάνω απ' όλα, μια νεότητα, ένα πάθος, μια χρήση της πόλης ως τόπου όπου κάποιοι χιλιάδες ανακάλυψαν αυτό που άλλαξε, έκτοτε, τη ζωή τους. Περισσότερο ενδιαφέρον, λοιπόν, από τα γνωστά και τετριμμένα έχουν τα πρόσωπα που μιλούν άλλοτε καθωσπρέπει, άλλοτε αθυρόστομα και ελαφρώς απομυθοποιητικά και άλλοτε ξεδιπλώνοντας με χιούμορ ιστορίες της τότε ζωής.
Είναι η εποχή που τρυφερές ψυχές απαντούσαν «αρειμάνια» και νομίζω πως δεν υπάρχει πιο ταιριαστός χαρακτηρισμός γι' αυτή την εποχή όπου η υπερπολιτική γινόταν όχημα προσωπικής έκφρασης και απελευθέρωσης. Αρειμάνια τσιγάρα, μουστάκια, έρωτες, λόγια.
Όταν διάβασα το βιβλίο αυτό έκανα τη σκέψη πως ορισμένα από τα θέματα που συζητούμε συχνά κάθε 17η Νοέμβρη είναι λίγο σαν να κρούουμε ανοιχτές θύρες: το αν, ας πούμε, ήταν αριστερό ή απλώς αντιδικτατορικό το Πολυτεχνείο (μα, κατά 95% ήταν αριστερό και αριστερίστικο μάλιστα στην αρχική ιδέα της κατάληψης) ή το αν έγινε στη συνέχεια πολιτικό πολυεργαλείο (προφανώς: για ταριχευτές εξεγέρσεων, για κατηγόρους της μεταπολιτευτικής κουλτούρας, για ποζάτους ανατρεπτικούς αλλά και όψιμους αρνητές της σημασίας της εξέγερσης του Πολυτεχνείου).
Πιο πολύ από αυτά αξίζει, νομίζω, να σταθούμε σε εκείνες τις μαρτυρίες που βγάζουν την υπαρξιακή και πολιτική αλήθεια εκείνων των ημερών μέσα από την προσωπική ματιά. Και αν είναι δυνατό, με χιούμορ, με γλυκόπικρη αίσθηση απολογισμού. Δεν έχει εδώ καμιά σημασία αν προσυπογράφουμε μια πολιτική ανάλυση, τη ρητορική περί αδικαίωτων αγώνων ή την προσπάθεια κάποιων σημερινών να βρουν και στο 2021 την ανάγκη ενός 1973 (στη γνωστή τηλεμεταφορά της χουντικής καταστολής μέχρι και στα περιοριστικά μέτρα της πανδημίας). Όλα αυτά είναι μικρά και συχνά άστοχα. Και δεν μπορούν να σβήσουν τα αιμάτινα ίχνη της Ιστορίας, που δεν ήταν κάτι μεγάλο και υπερβατικό: ίχνη παιδιών ήταν, μαθητών και φοιτητών. Και ενός λαού του κέντρου της πόλης, ενός κόσμου αχαρτογράφητης σύγκρουσης που παίχτηκε έξω από το Ίδρυμα, στη Στουρνάρη, στη Μάρνης, στα στενά. Γιατί στο ευρύτερο Πολυτεχνείο πήραν μέρος και παιδιά γεννημένα το 1957 και κύριοι γεννημένοι τη δεκαετία του Μεταξά, μαθητές νυχτερινών γυμνασίων και αστοί επαγγελματίες.
Από τις πολλές αφηγήσεις που συνέλεξε για μια δεκαετία ο Χανδρινός διαλέγω εδώ λίγες γραμμές της αρχιτεκτόνισσας Τασούλας Λαζαρίδου που πέθανε προ καιρού. Η δική της μαρτυρία, όπως και αυτή του Δημήτρη Κουμάνταρου, του Γιώργου Οικονόμου, που τραυματίστηκε βαριά, και κάποιων άλλων μού φάνηκαν να διαθέτουν μια ξεχωριστή φλόγα ειλικρίνειας, έναν λυγμό που συνυπάρχει με το γέλιο και μια βαθύτερα ανθρώπινη διάσταση αγάπης.
Λέει, λοιπόν, η Τασούλα Λαζαρίδου, μιλώντας, κάποια στιγμή, για την Παρασκευή, τις ώρες δηλαδή προτού μπει το τανκ:
«Τώρα, την Παρασκευή. Για το πρωί δεν θυμάμαι, όμως το απόγευμα η κατάσταση μύριζε θάνατο. Ήτανε τελείως φανερό, δηλαδή. Άρχισαν οι πρώτοι νεκροί. Εγώ θυμάμαι ετοιμοθάνατο να σηκώνει τη γροθιά του πάνω στο φορείο. Κατά τις 8 η ώρα το βράδυ η Καρυστιάνη μού είπε ότι κατεβαίνει ο στρατός. Εν τω μεταξύ, είχε έρθει ο μακαρίτης ο πατέρας μου απ’ την Τοσίτσα και μου ’λεγε: "Έλα για λίγο στο σπίτι, να σε δει η μάνα σου, που είναι με Βάλιουμ" και του απάντησα αρειμάνια: "Απόψε όλοι πεθαίνουμε!". Εγώ, για να μην κάνω και τον μάγκα, έπαθα κρίση πανικού, ήθελα να φύγω από την Πατησίων. Αλλά μέσα σε μια στιγμή συνειδητοποίησα ότι, αν φύγω, χάνω ό,τι πολυτιμότερο έχω αποκτήσει στη ζωή μου απ’ αυτή την ιστορία: το "εμείς"».
Δεν ξέρω αν είναι αντιπροσωπευτική η εκδοχή, όμως κάπου εδώ μπορούμε να σταθούμε: στη στιγμή που κάποιοι άνθρωποι, νέοι και νέες, έπεσαν μέσα στην Ιστορία, φεύγοντας από το σπίτι, χαράζοντας ένα όριο ανάμεσα στο μεγάλο πλάνο του «εμείς» και στην οικογενειακή γαλήνη, ανάμεσα στην αυτοσυντήρηση και σε μια εμπειρία αυθυπέρβασης – μέσα όμως σε σχέσεις, σε έρωτες και σε συσπάσεις καθόλα αντιηρωικές και πεζές. Είναι η εποχή που τρυφερές ψυχές απαντούσαν «αρειμάνια» και νομίζω πως δεν υπάρχει πιο ταιριαστός χαρακτηρισμός γι' αυτή την εποχή όπου η υπερπολιτική γινόταν όχημα προσωπικής έκφρασης και απελευθέρωσης. Αρειμάνια τσιγάρα, μουστάκια, έρωτες, λόγια.
Ίσως πλέον, τόσες δεκαετίες μετά, μια ολόκληρη ζωή μετά, τα ερωτήματα που έχουν μεγαλύτερη σημασία είναι όσα συνέθεσαν μια ενότητα πνευμάτων και διαθέσεων, πέρα και πάνω από τις μάχες γραμμών, πολιτικής άποψης και ιδεολογικής δικαίωσης. Και κάτω από αυτή την αφανή ενότητα πνευμάτων και διαθέσεων, το πώς συντελέστηκε η γρήγορη ωρίμανση μιας γενιάς που στη συνέχεια σκορπίστηκε σε άπειρες, διαφορετικές διαδρομές, συμβάλλοντας θετικά και αρνητικά στη θεσμική δημιουργία της μεταπολιτευτικής Ελλάδας.