ΤΟ ΠΑΡΑΞΕΝΟ ΚΑΙ ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΕΤΟΣ 1963, η Ελλάδα –έκτοτε πολωμένη μεταξύ Αριστεράς, Δεξιάς και κάπου στη μέση του βίου της πάντα η Χωροφυλακή– βιώνει μερικά σοβαρά σοκ, κάποια εκ των οποίων θα καταντούσαν διαχρονικά πολιτικά τραύματα, από τα οποία θα βασανιζόταν για πάντα. Ας πούμε, η δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ, Γρηγόρη Λαμπράκη στη Θεσσαλονίκη τον Μάιο εκείνου του έτους από τους παρακρατικούς Γκοτζαμάνη και Εμμανουηλίδη και λίγες εβδομάδες μετά η παραίτηση της κυβέρνησης Καραμανλή.
Το ίδιο έτος δολοφονείται ο Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι –ένα παγκόσμιο σοκ–, το ίδιο έτος ο Γιώργος Σεφέρης τιμάται με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, το ίδιο έτος οι Beatles προκαλούν διαπλανητική υστερία.
Το 1963, λίγους μήνες μετά τη δολοφονία Λαμπράκη, υποβάλλει την παραίτησή του στον βασιλιά Παύλο ο Γεώργιος Παπανδρέου. Προκηρύσσονται εκλογές και σταδιακά η χώρα μπαίνει στην πλέον σκοτεινή φάση της, που τελικά θα οδηγήσει στη μέγγενη του 1967 και τη Χούντα των Συνταγματαρχών.
Στο μεταξύ, όμως, η ζωή κυλούσε. Η Αθήνα μάθαινε τις ανέσεις των μεγάλων και πολυτελών πολυκαταστημάτων. Μάθαινε τα χρώματα και τις επαναστάσεις στην ένδυση, την οικιακή τεχνολογία, τη μουσική και τη δημόσια ζωή, μάθαινε στον ξενόφερτο αέρα της ελευθερίας που από τα πικάπ και ένα μέρος του Τύπου τρύπωνε στη χώρα.
Όσο για τις σχέσεις; Σταδιακά αρχίζουν να χάνουν έδαφος τα προξενιά και να δικαιολογείται ο «γάμος από έρωτα».
Έχουν τη θέση τους και οι τηλενουβέλες στο τηλεοπτικό σύμπαν, είναι ωραία τα τηλεοπτικά παραμύθια για άλλες εποχές, αλλά κάπου να σιγουρευόμαστε ότι όταν αναπαράγουν μηνύματα τύπου «έτσι γινόταν τότε», θα υπάρχει και ένα εύρημα που θα εξηγεί γιατί το «τότε» πρέπει να μένει στο «τότε», αποκλειστικά και αμετάκλητα.
Στο παράξενο έτος 1963 εκτυλίσσεται και η σειρά του Alpha «Ο Παράδεισος των Κυριών», βασισμένη σε ιταλικό format (σ.σ.: «ΙΙ parediso delle signοre», ο τίτλος της σειράς που μεταδιδόταν για χρόνια από την ιταλική RAI), με αρκετά δυνατό καστ, πολύ καλές ερμηνείες και μία φιλότιμη προσπάθεια απόδοσης του κλίματος της εποχής, χωρίς βέβαια τις πολιτικές προεκτάσεις, που καταφθάνουν στην οθόνη ως απόηχος, με υπονοούμενα για τις πρακτικές της Αστυνομίας, για το διαρκές παρόν παρακράτος και τις αυθαιρεσίες των μοχθηρών φτωχοδιαβόλων του.
Όλα καλά για να περάσει ένα ευχάριστο απογευματόβραδο καθημερινής μπροστά στην τηλεόραση.
Ένας φιλόδοξος νέος, ο Ντίνος (Αργύρης Πανταζάρας), αγωνίζεται μαζί με τον καλύτερο του φίλο, τον Αριστείδη (Μιχάλης Σαράντης), να στήσουν ένα πολυτελές πολυκατάστημα, ναό της γυναικείας επιθυμίας, κάπου στο κέντρο της Αθήνας, το οποίο ονομάζουν «Παράδεισο». Όταν ο δεύτερος δολοφονείται μυστηριωδώς, η ζωή όλων ανατρέπεται με προεκτάσεις που φαίνεται να βγαίνουν έξω από τη γειτονιά των σκηνικών.
Η υπόθεση διανθίζεται με τις αγκυλώσεις περί σεξουαλικών συνευρέσεων –κάποια αγαπά κάποιον που την αγνοεί, κάποιο κακομαθημένο πλουσιόπαιδο αρραβωνιάζεται μία φτωχή πωλήτρια με μόνη πρόθεση να τη διαφθείρει, κάποια άλλη κουβαλά ένα σκληρό παρελθόν κακοποίησης, βιασμού και εγκυμοσύνης που αναγκάστηκε να αποκρύψει δίνοντας το παιδί σε ίδρυμα–, πάνω κάτω γνώριμες συνθήκες, όχι μόνο για την ελληνική κοινωνία, αλλά για όλες τις πατριαρχικές κοινωνίες στις οποίες η γυναίκα υπάρχει είτε ως πολύτιμος μίσχος που προορίζεται για δακτυλομετρούμενη σύζυγος και μάνα-φτερούγα είτε ως καταφρονεμένη κόρη που καταλήγει θήραμα για τους αρσενικούς του κύκλου της. Λαμπρά. Το ιταλικό υπόβαθρο αυτού του είδους των συναρθρώσεων είναι πολύ κοντινό με το ελληνικό.
Ωστόσο, στην πλοκή παρεμβάλλεται το κομβικό γεγονός του βιασμού μίας θυγατέρας τραπεζίτη από επίσης νέο της καλής αθηναϊκής κοινωνίας και εκεί τα πράγματα κάπως μπερδεύονται, κάπως μιλούν μια γλώσσα που προσπαθούμε να ξεχάσουμε.
Η κόρη της καλής κοινωνίας (Νατάσα Εξηνταβελόνη) μένει έγκυος από τον βιαστή της και καλείται να αποφασίσει αν θα τον παντρευτεί για να σκεπάσει την ντροπή ή αν θα αναζητήσει άλλες λύσεις στο επιτακτικό πρόβλημά της.
Επιλέγεται η πρώτη εναλλακτική και από εκεί και μετά, σκηνή τη σκηνή, πλέκεται μία τεράστια παρανόηση, αναφορικά με το αποτύπωμα του καθεαυτού εγκλήματος εξουσίας.
Στο μεταξύ, ο βιαστής απεικονίζεται ως άνθρωπος με προβλήματα ψυχικής υγείας, ως κάποιος που έκανε ό,τι έκανε από μία ψυχική παρόρμηση και αμελώντας να λάβει την αγωγή του. Η πλούσια θυγάτηρ αποφασίζει να τον παντρευτεί, αλλά ρητά και κατηγορηματικά του εξηγεί ότι είναι ένας προσχηματικός γάμος και ότι εκείνος δεν έχει το δικαίωμα να την ξανακουμπήσει. Δεκτό. Επόμενη σκηνή;
Η γυναίκα που βιάστηκε και περιμένει ήδη παιδί φαίνεται να μοιράζεται το ίδιο κρεβάτι με τον άνθρωπο που την έφερε σε αυτή τη θέση. Μοιράζονται την ίδια κρεβατοκάμαρα, για τα... μάτια της οικογένειας του βιαστή.
Ναι, εντάξει, η σειρά αναφέρεται στο έτος 1963, σε μια εποχή όπου κουβέντες περί συναίνεσης πήγαιναν περίπατο για να δουν τις τελευταίες live εμφανίσεις του ιππικού στην Αθήνα. Ναι, η γυναικεία επιθυμία δεν υπάρχει ακριβώς στο κάδρο. Ναι, μιλάμε για την εποχή που χιλιάδες κορίτσια βιάστηκαν και δεν είπαν κουβέντα, «δουλικά» και «ψυχοκόρες» έπεσαν θύματα των αφεντικών τους και δεν ακούστηκε κιχ.
Όμως, και πάλι: πόσο παράξενη αυτή η απεικόνιση του τότε στο σήμερα, χωρίς καμία εξήγηση. Πόσο ενοχλητική και άγρια η αποδοχή της συνθήκης που θέλει το θύμα να «πρέπει» να κοιμηθεί στο ίδιο κρεβάτι με τον θύτη του; Πόσο απόν ένα εύρημα που θα καθησύχαζε ότι, ναι, αυτό μπορεί και να γινόταν τότε, και όχι στο σήμερα;
Το θέαμα είναι απλώς εξωφρενικό και για το «τότε» και για το «σήμερα».
Ψιλά γράμματα; Πολιτική ορθότητα που τρυπώνει σε κάθε μορφή έκφρασης; Άντε να παραδεχθούμε πως ναι, είναι υπερβολικό. Όσο, όμως, και το μήνυμα που «κατεβαίνει» στο τώρα μας. Με τον τρόπο της τηλεόρασης και της σκηνοθετικής επιταγής, ακόμα κι αν αναφέρεται στο παρελθόν, αυτό που λέγεται, αυτό το μήνυμα που επικοινωνείται, όταν δεν αποκωδικοποιείται, χαύεται αμάσητο από εκείνους που τους συμφέρει να το χάψουν έτσι.
Ακόμα κι αν η σειρά αναφέρεται στο παρελθόν, δυστυχώς, το ανοιχτό πλαίσιο που αφήνει για διάδραση ανάμεσα στο θύμα και τον βιαστή, η πιθανότητα συνομιλίας και οποιασδήποτε κοινωνικής επαφής μετά το έγκλημα εξουσίας είναι πέρα για πέρα προβληματική. Και, ναι, το ξένο format μπορεί αυτό να υπαγορεύει, αλλά πάντα υπάρχουν περιθώρια διαλόγου, βελτίωσης και απαλοιφής των λάθος μηνυμάτων σε μια εντελώς ζορισμένη συγκυρία για την κουβέντα των βιασμών στο ελληνικό έδαφος.
Έχουν τη θέση τους και οι τηλενουβέλες στο τηλεοπτικό σύμπαν, είναι ωραία τα τηλεοπτικά παραμύθια για άλλες εποχές, αλλά κάπου να σιγουρευόμαστε ότι όταν αναπαράγουν μηνύματα τύπου «έτσι γινόταν τότε», θα υπάρχει και ένα εύρημα που θα εξηγεί γιατί το «τότε» πρέπει να μένει στο «τότε», αποκλειστικά και αμετάκλητα.