Μπερδεμένες αναμνήσεις
Γιουγκοσλαβία, η χαμένη μου χώρα
Goran Fejić
Contretemps, 6 Οκτωβρίου 2018
Ο Goran Fejić γεννήθηκε στο Σαράγεβο της τότε Γιουγκοσλαβίας το 1946. Διπλωμάτης της χώρας του μέχρι τον διαμελισμό της το 1992, συμμετείχε στη συνέχεια με προσωπική του πρωτοβουλία σε ειρηνευτικές αποστολές του ΟΗΕ: Αϊτή, Νότια Αφρική, Γουατεμάλα, Αφγανιστάν...
Ήταν αναπόφευκτο; Όταν ανατρέχω σε όλους τους λανθασμένους χειρισμούς της αιματηρής και αυτοκτονικής πορείας της παλιάς πατρίδας μου, μια από τις προφανείς παρατηρήσεις είναι ότι σε κάθε αποφασιστικό στάδιο, σε κάθε στροφή, επικράτησε η χειρίστη πολιτική, η πολιτική του αποκλεισμού και της βίας. Η χώρα έχει διασπαστεί σε μυριάδες μικρές, εχθρικές μεταξύ τους, οικονομικά ανάπηρες, πολιτικά κοντόφθαλμες, και πολιτισμικά αηδιαστικές εθνοκρατίες. Επικράτησε το πνεύμα του αποκλεισμού, της αδαούς και μακάριας αυτοαπομόνωσης, του μικροαστικού κυνισμού, το "χωριάτικο πνεύμα" που επικαλέστηκε πριν από χρόνια ο Radomir Konstantinović [Σέρβος συγγραφέας και φιλόσοφος -σ.σ.]. Οι μεσαιωνικοί μύθοι που αναβίωσαν, δημιούργησαν ένα νέο φολκλόρ που διψάει για οικόσημα, για σημαίες και για στρατιωτικές παρελάσεις: το σκήπτρο του 'Οττοκαρ [μία από τις περιπέτειες του Τεντέν -σ.σ.].
Μόλις τώρα, είκοσι χρόνια αργότερα, οι δεσμοί αρχίζουν να αποκαθίστανται, αλλά ο δρόμος είναι μακρύς. Τόσες πολλές προκαταλήψεις, τόσα πολλά ψέματα! Οι γονείς έχουν ενσταλάξει στους νέους τη δυσπιστία. Μια άλλη ιστορία διδάσκεται στο σχολείο. Διάφορες ιστορίες, αλλά μόνο μία για κάθε κοινότητα. Στην Κροατία, οι ενώσεις βετεράνων ανασύρουν και αποκαθιστούν τη δυσοίωνη μνήμη του καθεστώτος των Ουστάσι· στη Σερβία, το ίδιο γίνεται με τη μνήμη του Draža Mihajlović, του φιλοβασιλικού συνεργάτη που εκτελέστηκε από τους αντάρτες. Η κατήχηση επιβάλλεται σιωπηρά στα σχολεία, οι κυβερνήσεις κολακεύουν τις αντίστοιχες εθνικές εκκλησίες και το δικαίωμα των γυναικών στην άμβλωση αμφισβητείται ανοιχτά. Όλες οι χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας, με την εξαίρεση ίσως της Σλοβενίας, έχουν υποστεί τρομερή οπισθοδρόμηση. Τα Βαλκάνια έχουν γίνει (ή ξαναγίνει;) ο πάτος της Ευρώπης, μια περιοχή λανθάνουσας φοβίας, επαρχιώτικης θρησκοληψίας, ύποπτης διακίνησης και δίψας για εκδίκηση. Europe’s soft belly, an unfinished story, στην ορολογία των γεωπολιτικών ειδικών της περιοχής. Το αφήγημα μιας δημοκρατικής, προστατευτικής και ενοποιητικής Ευρώπης δεν περνάει πλέον. Στην Κροατία, η οποία έγινε μέλος της Ένωσης, η τελευταία θεωρείται ότι προωθεί κυρίως καταχρηστικές ιδιωτικοποιήσεις, ενώ αποτελεί πηγή διαφθοράς δημιουργώντας πρωτοφανείς ανισότητες· στη Σερβία, δείχνει να αναμασάει υποσχέσεις που πάντα αναβάλλονται και γίνονται όλο και λιγότερο αξιόπιστες. Οι καρδιές στρέφονται προς τον μεγάλο Ρώσο αδελφό.
Μια εικόνα που έρχεται από το μακρινό παρελθόν: ξυπνάω σε ένα μεγάλο δωμάτιο με δαντελένιες κουρτίνες, στο μισοσκόταδο, αλλά ο ήλιος αγγίζει ήδη τις άκρες των παραθύρων. Ο αδυσώπητος νότιος ήλιος. Είμαι εννέα ή δέκα ετών. Το φως σχεδιάζει κυματιστά μοτίβα στην οροφή. Στο σπίτι τρέχουν όλοι πάνω κάτω και κάποια βήματα στα χαλίκια του κήπου μου υπενθυμίζουν ότι είναι ώρα να σηκωθώ. Αυτό είναι το σπίτι της Strina, της θείας από τον πατέρα μου. Στο κέντρο της παλιάς πόλης του Μόσταρ. Υπάρχει ένας μικρός κήπος μεταξύ του σπιτιού και του τοίχου που τον περιβάλλει. Η "καλοκαιρινή κουζίνα" - ανοιχτή - καταλαμβάνει μια σκιερή γωνιά αυτού του χώρου. Είμαστε εδώ για μία ή δύο ημέρες. Στη συνέχεια, θα κατευθυνθούμε ξανά προς το Νότο, ακολουθώντας τον δρόμο κατά μήκος του ποταμού Neretva κατάντη της πόλης, διασχίζοντας το εύφορο δέλτα του και αυτή την παράξενη σεληνιακή πεδιάδα που αφήνει να αναδυθούν βραχώδεις λόφοι... Θα μεγαλώσουν και θα γίνουν λευκά, καρστικά βουνά που θα βυθίζονται στη θάλασσα. Φτάνοντας ήδη στη Δαλματία, θα κατεβούμε τον παραλιακό δρόμο μέχρι το χωριό Drvenik για να πάρουμε το μικρό φέρι και να διασχίσουμε τον κόλπο μέχρι το νησί Hvar.
Μόσταρ - η μεσογειακή και η ανατολίτικη πόλη, διάσπαρτη με καμπαναριά και μιναρέδες. Οι αμπελώνες της, οι κήποι με τα κυπαρίσσια, η λευκή πέτρα και οι μυρωδιές της αναγγέλλουν την κοντινή θάλασσα. Στον καύσωνα, η σμαραγδένα Neretva, που αναβλύζει στην ασβεστολιθική της κοίτη, αφρίζοντας γύρω από τους βράχους, προσφέρει ανάσες δροσιάς. Η πέτρινη γέφυρα ξαναχτίστηκε με κονδύλια της UNESCO - αντίγραφο του παλιού αριστουργήματος του Mimar Hayruddin, μαθητή του μεγάλου Sinan. Ο θρύλος λέει ότι το 1566, όταν ο Οθωμανός αρχιτέκτονας είχε ολοκληρώσει το έργο του, εξαφανίστηκε την ώρα που επρόκειτο να βγουν οι σκαλωσιές, φοβούμενος την τιμωρία του Σουλτάνου - γιατί δεν ήταν καθόλου σίγουρος ότι μια τόσο φίνα, τόσο αέρινη κατασκευή θα μπορούσε να αντέξει. Η γέφυρα παρέμεινε όρθια για 427 χρόνια και επέζησε από δύο παγκόσμιους πολέμους πριν ανατιναχθεί άγρια με όλμους από Κροάτες πολιτοφύλακες στις 9 Νοεμβρίου 1993. Η ανακατασκευή της δεν φαίνεται να έχει επουλώσει τα σημάδια του ανθρώπινου ιστού. Η πόλη παραμένει διχασμένη και λίγοι άνθρωποι, όπως μου είπαν, διασχίζουν τη γέφυρα.
Δεν επέστρεψα ποτέ στο Μόσταρ μετά τον πόλεμο. Φοβήθηκα ότι θα με καταλάμβανε ένα αίσθημα φρίκης και αηδίας όταν θα έβλεπα τα ερείπια.
Παραμένω πεπεισμένος ότι ο διαμελισμός της Γιουγκοσλαβίας δεν ήταν αναπόφευκτος. Δεν υπήρχαν προγονικά μίση. Η μεγάλη πολυπλοκότητα της χώρας, οικονομική, πολιτιστική, γλωσσική, δεν αποτελούσε έναν εγγενές εκρηκτικό μείγμα, αλλά απαιτούσε, ναι, μια υπεύθυνη δημοκρατική δέσμευση από τις εκάστοτε εξουσίες και μια πολύ πιο θαρραλέα και οραματική ανοιχτή στάση από τη μεριά της Ευρώπης. Και τα δύο έλειπαν.
Πού εντοπίζονται οι πρώτοι σπόροι του κακού; Πόσο πίσω στο χρόνο πρέπει να πάμε; Ίσως οι πρώτοι ηγέτες της Γιουγκοσλαβίας του Τίτο να άρχισαν να χάνουν τη νομιμοποίησή τους ως επαναστάτες και αντιφασίστες μαχητές της αντίστασης στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, χωρίς να βλέπουν πραγματικά την ανάγκη να την αντικαταστήσουν με μία δημοκρατική νομιμοποίηση. Μόλις ολοκληρώθηκε η επανάσταση, η πολιτική συναίνεση ενισχύθηκε με την άρνηση των σταλινικών προσταγών (το ιστορικό Όχι του Τίτο στον Στάλιν το 1948), η σκέψη και η δράση της πολιτικής τάξης στράφηκε στη διαχείριση των τρεχουσών υποθέσεων. Με άλλα λόγια, στην εδραίωση της εξουσίας και την αναπαραγωγή του συστήματος. Η εφαρμογή της αυτοδιαχείρισης των εργαζομένων απαιτεί θεωρητική θεμελίωση. Πρέπει να είναι ταυτόχρονα σύγχρονη και πιστή στη σκέψη των "κλασικών του μαρξισμού", και ως εκ τούτου απελευθερωτική και "μη αλλοτριωτική". 'Οπως και αποστασιοποιημένη, φυσικά, από το σταλινικό σύστημα. Είναι εύκολο να κηρυχθεί αυτό άκυρο. Η αποδόμησή του σε ό, τι αυταρχικό και αυθαίρετο συνεπάγεται απαιτεί μια πιο τολμηρή και καινοτόμο προσέγγιση. Κάποιοι από τους πιο μορφωμένους και εμπνευσμένους επαναστάτες ηγέτες των μεταπολεμικών χρόνων το προσπάθησαν, κυρίως υπό την ηγεσία του Boris Kidrič, οργανωτή της αντίστασης στη Σλοβενία και μετέπειτα πρωθυπουργού της δημοκρατίας αυτής. Το έργο του αναλύεται ιδιαίτερα καλά στη συλλογή δοκιμίων του Darko Suvin, που αναφέρθηκε πιο πάνω. Αλλά για να παραμείνει πιστή στις πηγές και τη στρατηγική της, δεν θα πρέπει η νέα εξουσία να αμφισβητήσει τον εαυτό της; Αυτό υποστηρίζουν οι ερευνητές και οι διανοούμενοι γύρω από το περιοδικό Praxis, αλλά το μήνυμα δεν αρέσει. Εισάγει την αμφιβολία. Αμφισβητεί το positive thinking της επανάστασης. Δείχνει ότι έχει εξαντληθεί. Στον οικονομικό τομέα, τα προβλήματα προέκυψαν μόλις το σύστημα αυτοδιαχείρισης και το ελευθεριακό του πνεύμα χρειάστηκε να ευθυγραμμιστούν με τον ηγετικό ρόλο του Κομμουνιστικού Κόμματος, το οποίο μετονομάστηκε σε Ένωση Κομμουνιστών της Γιουγκοσλαβίας το 1952. Ο έλεγχος του ενιαίου κόμματος θέτει όρια στην αυτοδιαχείριση και, κυρίως, εμποδίζει την επέκτασή της στις ανώτερες σφαίρες και στην κυβέρνηση της χώρας. Σύμφωνα με τη θεωρία της αυτοδιαχείρισης, τα μέσα παραγωγής δεν είναι ούτε ιδιωτικά ούτε κρατικά. Ανήκουν στην κοινωνία και, ως εκ τούτου, θεωρούνται δημόσια ή κοινή περιουσία. Οι εργαζόμενοι υποτίθεται ότι τα διαχειρίζονται χωρίς να τα κατέχουν στην πραγματικότητα. Δεν μπορούν επομένως να τα πουλήσουν ή να τα νοικιάσουν. Τη δεκαετία του 1960, όταν διαδοχικές μεταρρυθμίσεις εισάγουν στοιχεία της οικονομίας της αγοράς σε αυτό το σύστημα, τα πράγματα γίνονται πιο περίπλοκα. Εφαρμόζεται τότε μία πολιτική πλοήγηση "εξ όψεως", οδηγώντας σε αυτοσχεδιασμούς και ερμαφρόδιτες κατασκευές, καθώς και σε μία αποτυχημένη προσπάθεια να συμβιβαστεί μία πραγματιστική διαχείριση των επιχειρήσεων με τις μαρξιστικές έννοιες του συνεταιρισμού. Όσο υφίσταται μία ανάπτυξη που ενισχύεται από τις δυτικές πιστώσεις και τον πληθωρισμό, ούτε η πολιτική ηγεσία, ούτε οι "αυτοδιαχειριζόμενοι" εργαζόμενοι ανησυχούν υπερβολικά για αυτές τις ασυνέπειες. Ο Τίτο παραμένει ο ανώτατος κριτής των οικονομικών και πολιτικών αντιθέσεων που κατά καιρούς κλονίζουν τη χώρα.
Οι νέες γενιές δεν καλούνται να γίνουν πολιτικά υποκείμενα. Υποτίθεται ότι πρέπει να γνωρίζουν και να εκτιμούν τη θυσία των γονέων τους, να είναι έτοιμοι να εξασφαλίσουν τη συνέχεια του συστήματος ή τουλάχιστον να το "τελειοποιήσουν". Αυτό δεν ενθαρρύνει τον πολιτικό προβληματισμό. Οι νέοι της δεκαετίας του 1950 - 1960 ανέλαβαν καλά αυτόν τον ρόλο και συμμετείχαν στην ανοικοδόμηση της χώρας με γνήσιο ενθουσιασμό. Την περίοδο αυτή θυμίζουν οι εικόνες των μεγάλων εθελοντικών έργων των μαθητών και των φοιτητών, της κατασκευής του αυτοκινητόδρομου μεταξύ Βελιγραδίου και Ζάγκρεμπ κι ακολούθως μεταξύ Ζάγκρεμπ και Λιουμπλιάνας, των νέων σιδηροδρόμων στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, των φραγμάτων και των αρδευτικών καναλιών. Θα βρείτε ακόμα, μεταξύ των Σουηδών ή των Γερμανών σοσιαλδημοκρατών, των Γάλλων σοσιαλιστών και κομμουνιστών, άνδρες και γυναίκες που συμμετείχαν σε αυτά τα έργα, γοητευμένοι από το συλλογικό αυτό πνεύμα αλληλεγγύης (αργότερα, οι νεώτεροί τους θα συμμετάσχουν με το ίδιο πνεύμα στις κουβανέζικες zafras). Το 1968, υπήρξαν φοιτητικές διαδηλώσεις, αλλά σε αντίθεση με τα κινήματα διαμαρτυρίας στη Γαλλία και τη Γερμανία, δεν αμφισβήτησαν το ισχύον σύστημα, αλλά απαίτησαν η πρακτική να είναι σύμφωνη με τις διακηρυγμένες αρχές. Οι φοιτητές αποδοκιμάζουν τη νέα "κόκκινη αστική τάξη". Δεν κατηγορούν τους ηγέτες επειδή είναι "κόκκινοι", αλλά επειδή έγιναν αστοί. Ανοιχτή στον έξω κόσμο, με βιοτικό επίπεδο πολύ υψηλότερο από εκείνο των χωρών του σοβιετικού μπλοκ, η Γιουγκοσλαβία του Τίτο είναι για ένα μεγάλο μέρος των πολιτών της μια χώρα όπου ζει κανείς αρκετά ευχάριστα. Οι Γιουγκοσλάβοι είναι υπερήφανοι για την ιδιαιτερότητά τους (ούτε Ανατολή ούτε Δύση, something in between, όπως λέει ο ήρωας μιας ταινίας της δεκαετίας του 1960 σε μια νεαρή Αμερικανίδα τουρίστρια).
Είναι επίσης τα χρόνια μιας μεγάλης διαγιουγκοσλαβικής πολιτιστικής έξαρσης. Καλλιτέχνες, κινηματογραφιστές και σκηνοθέτες - που επιδοτήθηκαν γενναιόδωρα - αψήφησαν με μεγάλη ζέση τις πολιτικές οδηγίες, οι οποίες δεν ήταν εξάλλου ούτε σαφώς καθορισμένες, ούτε ομοιόμορφα επιβαλλόμενες. Η ιδεολογική αποδοκιμασία ορισμένων ταινιών ή θεατρικών έργων υπήρξε μόνο περιστασιακή, εκ των υστέρων, και σε καμία περίπτωση δεν αποθάρρυνε τους δημιουργούς. Η αποκέντρωση του Κόμματος τους επιτρέπει συχνά να παίζουν κρυφτό με τους ιδεολόγους των οποίων τα κριτήρια είναι μεταβλητά και αβέβαια. Έτσι, κάποιος μπορεί να είναι αντιφρονούντας στο Ζάγκρεμπ ή στο Σεράγεβο, χωρίς να θεωρείται το ίδιο στο Βελιγράδι ή αντίστροφα. Η απαγόρευση ορισμένων βιβλίων ή ταινιών είναι συχνά μόνο μερική ή προσωρινή. Μερικές φορές έχει ακόμη και διαφημιστικό αποτέλεσμα.
Ωστόσο, οι συνθήκες αλλάζουν και σπέρνεται η αμφιβολία. Η κρίση εκδηλώνεται στην αρχή με την εμφάνιση της ανεργίας, μιας κατηγορίας που ήταν σχεδόν άγνωστη πριν από την πρώτη οικονομική μεταρρύθμιση του 1965, η οποία άνοιξε την πόρτα στους νόμους της αγοράς. Η ανεργία που προέκυψε απορροφήθηκε εν μέρει από την απασχόληση δεκάδων, και στη συνέχεια εκατοντάδων χιλιάδων Γιουγκοσλάβων στο εξωτερικό. Φεύγουν, αλλά οι περισσότεροι έχουν σκοπό να επιστρέψουν. Στέλνουν χρήματα στις οικογένειές τους, χτίζουν σπίτια στην πατρίδα τους και, αν η περιοχή τους είναι τουριστικός προορισμός, νοικιάζουν δωμάτια. Όλοι οι Γιουγκοσλάβοι εξοικειώνονται με δύο γερμανικές εκφράσεις: Gastarbeiter - μετανάστης εργάτης και Zimmer frei - δωμάτιο προς ενοικίαση. Ταυτόχρονα, η οικονομική φιλελευθεροποίηση αυξάνει το χάσμα μεταξύ Βορρά και Νότου, μεταξύ των πλούσιων δημοκρατιών (Σλοβενία, Κροατία) και των φτωχών (Μακεδονία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη και αυτόνομη επαρχία του Κοσσυφοπεδίου).
Πολύ νωρίς, πολύ πριν από την εμφάνιση του Milošević και του Tudjman, οι Κροάτες, οι Σλοβένοι, οι Σέρβοι και άλλοι ηγέτες επικαλούνται τα πραγματικά ή υποτιθέμενα "ειδικά συμφέροντα" των δημοκρατιών και των λαών τους, προκειμένου να ανακτήσουν την κλονισμένη πολιτική τους νομιμότητα. Στην πραγματικότητα, παίζουν σε ένα διπλό ταμπλό: από τη μία πλευρά, καταστέλλουν τις φωνές που αμφισβητούν τη γραφειοκρατία και το μονοκομματικό σύστημα (το πιο διαβόητο παράδειγμα είναι η απαγόρευση του περιοδικού Praxis), ενώ από την άλλη πλευρά, προσπαθούν να απευθυνθούν σε ένα τοπικιστικό, ή ακόμη και εθνοτικό αίσθημα. Αυτή η δεύτερη κατεύθυνση είναι ακόμη πιο δελεαστική, καθώς επιτρέπει να προβάλλονται οι αιτίες της κοινωνικής δυσαρέσκειας πάνω στον άλλον, στην προκειμένη περίπτωση στην Ομοσπονδία. Δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο, δεδομένου ότι τα μέσα ενημέρωσης, σχεδόν χωρίς καμία εξαίρεση, βρίσκονται υπό τον έλεγχο του καθεστώτος σε επίπεδο ομόσπονδων δημοκρατιών και αυτόνομων επαρχιών. Ωστόσο, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ένα τμήμα του Τύπου, ιδίως στον αντιεθνικιστικό φοιτητικό Τύπο, επέδειξε μεγάλη αντίσταση στην ιδεολογική και αστυνομική πίεση του καθεστώτος, παρά τις δικαστικές διώξεις και τη φυλάκιση ορισμένων συντακτών και συγγραφέων.
Δεν πρόκειται για μια επεξεργασμένη στρατηγική από την πλευρά του καθεστώτος. Αυτή η δυαδικότητα είναι απλώς το αποτέλεσμα της επιθυμίας της πολιτικής τάξης να παραμείνει στην εξουσία και της δυνατότητας που έχει για να χρησιμοποιεί, ανάλογα με τις περιστάσεις της στιγμής, είτε το ιδεολογικό επιχείρημα είτε το επιχείρημα του "εθνικού συμφέροντος", δηλαδή το τοπικό συμφέρον της εκάστοτε δημοκρατίας ή της αυτόνομης επαρχίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι, από τοπική άποψη, τα συμφέροντα αυτά δεν ήταν βάσιμα. Ήταν, και με αυτή την έννοια μπορούμε να μιλήσουμε για μια ορισμένη δημοκρατική διαδικασία οικοδόμησης συναίνεσης μέσω της διαπραγματεύσης, όσον αφορά για παράδειγμα τον καθορισμό των κοινών μέσων οικονομικής πολιτικής: συναλλαγματική ισοτιμία του εθνικού νομίσματος, κατανομή του συναλλάγματος από τις εξαγωγές ή τον τουρισμό, μέσα στήριξης της ανάπτυξης των μειονεκτικών περιοχών κ.λπ. Σε ένα ομοσπονδιακό κράτος με τόσο έντονες οικονομικές διαφορές, τα θέματα αυτά είναι πάντα "καυτά". Επομένως, είναι φυσιολογικό να προκαλούν διαφορετικές τοποθετήσεις στο εσωτερικό της Ομοσπονδίας και η αναζήτηση συμβιβασμού να είναι επίπονη (όπως συμβαίνει λίγο πολύ σήμερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση). Το Σύνταγμα του 1974 κατοχυρώνει το σύστημα αυτό, παραχωρώντας στις αυτόνομες δημοκρατίες και επαρχίες πολύ μεγάλη εξουσία στη λήψη αποφάσεων. Για ένα τόσο πολύπλοκο κράτος όπως η Γιουγκοσλαβία, η τοπική αυτονομία είναι απαραίτητη προϋπόθεση και είναι παράλογο να τη θεωρούμε, όπως θα κάνουν οι οπαδοί του Milošević, ως μία από τις αιτίες της κρίσης. Δεν είναι το δημοκρατικό περιεχόμενο των σχέσεων εντός της Ομοσπονδίας που γεννάει το λαϊκισμό και τους "αδιάλλακτους ανταγωνισμούς", αλλά το δημοκρατικό έλλειμμα εντός των ομοσπονδιακών οντοτήτων και η απουσία ενός κοινού πολιτικού χώρου.
Αυτή η τάση μεταφοράς των αιτιών της κοινωνικής δυσαρέσκειας στους άλλους δεν περιορίζεται στον οικονομικό τομέα. Επεκτείνεται στην πολιτιστική και, γενικότερα, στην πολιτική σφαίρα. Η συζήτηση σχετικά με τη διαχείριση της χώρας διαστρεβλώνεται όλο και περισσότερο από επιχειρήματα που έχουν να κάνουν με την ταυτότητα και την εθνότητα. Όσο ο Τίτο ήταν ζωντανός, οι σποραδικές, αλλά αδιαπραγμάτευτες παρεμβάσεις του, απέτρεπαν οποιαδήποτε σημαντική ολίσθηση, χωρίς να επηρεάζονται οι κανόνες του παιχνιδιού. Όταν πέθανε τον Μάιο του 1980, η χώρα βρέθηκε διπλά αποπροσανατολισμένη. Από τη μία πλευρά, η φυγόκεντρη επίδραση των τοπικών δομών του καθεστώτος δεν εμποδιζόταν πια από κανένα φρένο. Από την άλλη πλευρά, η Ένωση Κομμουνιστών Γιουγκοσλαβίας, αυτό το πολυκέφαλο ενιαίο κόμμα, συνέχισε και κατάφερε να εμποδίσει τη συγκρότηση ενός εναλλακτικού ρεύματος πολιτικής σκέψης, το οποίο, βασιζόμενο στις αξίες του πολίτη και χωρίς εθνικούς χρωματισμούς, θα μπορούσε ίσως να βρει οπαδούς ανάμεσα σε όλους τους Γιουγκοσλάβους, υπερβαίνοντας τα λεγόμενα πολιτισμικά εμπόδια.
Σήμερα σκέφτομαι εκείνα τα χρόνια, χωρίς επιείκεια προς τον εαυτό μου, γιατί διαπιστώνω πόσο αργά ήρθε και η δική μου πολιτική αφύπνιση. Ανήκα πλήρως σ' εκείνη τη μακάρια γενιά που υποτίθεται ότι θα ακολουθούσε τον μεγάλο δρόμο που χάραξαν οι πατέρες. Συνέχιζα να πιστεύω, από αισιοδοξία ή από ευκολία, ότι το σύστημα είχε τα μέσα για να διορθωθεί. Το πιο σημαντικό, έλεγα στον εαυτό μου, είναι ότι η χώρα παραμένει ανοιχτή, οικονομικά και πολιτιστικά, ότι οι άνθρωποι μπορούν να ταξιδεύουν και να ενημερώνονται. Οι ενημερωμένοι και ανοιχτοί άνθρωποι δεν θα οικοδομήσουν ένα κλειστό σύστημα. Σήμερα, συλλογίζομαι με κάποια μελαγχολία όλες τις αποτυχημένες αυτές στραβοτιμονιές. Τι θα συνέβαινε αν ο Τίτο, αντί να αποπέμψει τη σερβική ηγεσία το 1970 για "φιλελευθερισμό", την είχε ενθαρρύνει να επιμείνει στο δρόμο της δημοκρατικής και μεταρρυθμιστικής σκέψης; Αν, αντί να περιβάλλεται από πρόθυμους και μετριότατους κόλακες, είχε ενθαρρύνει μια ελεύθερη και ανανεωτική συζήτηση;
Τι θα είχε γίνει αν είχε συμβεί κάτι άλλο; Υπάρχει μια ρήση στο Βελιγράδι που λέει περίπου το εξής: "Αν η γιαγιά μου είχε ρόδες, θα ήταν τραμ!" Κάτι αντίστοιχο με το "αν η θεία μου είχε τέτοια, θα την έλεγαν θείο μου".
[Απόσπασμα από το βιβλίο του Goran Fejić, Mémoires déboussolés. Mes pays et autres causes perdues, Paris, L’Harmattan, 2018]