Η πρακτική της δωρεάς παιδιού στις βαλκανικές χώρες. Μία παλιά παράδοση.
"Από την κούνια στον τάφο": οι επιπτώσεις της εγκατάλειψης ενός παιδιού
Katerina Topalova
Balkan Insight - 28.04.2023
Η πρακτική της δωρεάς παιδιού είναι μια παράδοση που έχει μεγάλη ιστορία σε πολλές βαλκανικές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Βόρεια Μακεδονία. Όμως μια πράξη με κίνητρο την καλοσύνη μπορεί να έχει επιπτώσεις που επωμίζονται πολλές γενιές.
Η μεγαλύτερη και ίσως η μοναδική διαφωνία που είχα ποτέ με τη γιαγιά μου ήταν όταν ήμουν έφηβη, όταν άρχισα να συνομιλώ στο διαδίκτυο με ένα αγόρι που έμενε σε ένα προάστιο της Θεσσαλονίκης, στη βόρεια Ελλάδα.
"Δεν υπάρχουν αρκετοί άντρες εδώ; Κι εσύ εκεί ψάχνεις να βρεις αγόρι στην Ελλάδα. Εσύ είσαι Μακεδόνισσα και αυτός είναι Έλληνας - δεν πρόκειται να πετύχει", μου είπε, υψώνοντας τη φωνή της με τρόπο αταίριαστο για μια γυναίκα τόσο γεμάτη αγάπη και κατανόηση.
Λίγα χρόνια αργότερα, συνειδητοποίησα ότι είχε δίκιο και διέκοψα την επαφή μαζί του. Ωστόσο, εξακολουθούσα να μην καταλαβαίνω τη συμπεριφορά της, ούτε την αντίδραση και τη σιωπή της υπόλοιπης οικογένειάς μου. Δεν μπορούσα να καταλάβω το παράλογο μίσος για τους Έλληνες από ανθρώπους που δεν είχαν επιδείξει ποτέ στο παρελθόν τέτοια μισαλλοδοξία.
Πάντα εμπιστευόμουν τη γιαγιά μου, της οποίας το όνομα και το επώνυμο φέρω με υπερηφάνεια. Αφού πέθανε το 2013, ανέφερα κατά τη διάρκεια μιας αυθόρμητης και οικογενειακής συνάντησης με τον πατέρα μου ότι ποτέ δεν κατάλαβα γιατί έτρεφε τόσο μίσος για τους Έλληνες.
"Ποτέ δεν μίσησε κανέναν", είπε ο πατέρας μου, φανερά αναστατωμένος. "Έζησε με πολύ πόνο. Η γιαγιά σου είχε μια δύσκολη μοίρα".
Τότε άνοιξε το "κουτί της Πανδώρας" και μου είπε το οικογενειακό μυστικό, από το οποίο ήξερα μόνο ένα μέρος.
Ήξερα ότι η γιαγιά μου και η οικογένειά της είχαν εγκαταλείψει το σπίτι τους στο ελληνικό χωριό Καλέντρα κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου 1946-1949 και ότι ζούσε σε συνθήκες φτώχειας στο χωριό Ερτζέλια της Μακεδονίας όπου είχαν καταφύγει.
Αυτό που δεν ήξερα ήταν ότι η μητέρα της γιαγιάς μου ήταν στείρα για πολλά χρόνια και είχε πειστεί ότι κάποιος της είχε κάνει μάγια. Η πιο στενή της φίλη, εν τω μεταξύ, ήταν φαινομενικά μονίμως έγκυος, ένα νέο μωρό γεννιόταν κάθε καλοκαίρι.
Μια χρονιά, κυριευμένη από θλίψη, ρώτησε τη φίλη της αν θα της έδινε το παιδί που κυοφορούσε, για να σπάσει το ξόρκι. Η φίλη συμφώνησε και γέννησε δίδυμα κορίτσια. Το ένα που της έδωσε έγινε η γιαγιά μου. Και οι δύο γυναίκες πίστευαν ότι, ως φίλες και γειτόνισσες, θα φρόντιζαν το παιδί μαζί.
Η γιαγιά μου έμαθε την αλήθεια ενώ ήταν ακόμα παιδί, αλλά πάντα θεωρούσε την οικογένεια που την ανέθρεψε ως την πραγματική της οικογένεια. Λίγο μετά την υιοθεσία, η νέα της μητέρα γέννησε ένα αγόρι και στη συνέχεια ένα άλλο, και έγιναν μια ευτυχισμένη οικογένεια.
Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος έβαλε τέλος σε αυτή την ειδυλλιακή ιστορία. Οι σύζυγοι πολέμησαν σε διαφορετικές πλευρές και η θετή οικογένεια της γιαγιάς μου αναγκάστηκε να φύγει, πρώτα στη Βουλγαρία και μετά στη Μακεδονία. Οι βιολογικοί της γονείς έμειναν.
Ο πόλεμος τελείωσε, αλλά οι συνέπειές του παρέμειναν. Οι πολιτικοί κανόνες ήταν αυστηροί και στις δύο χώρες, οπότε ήταν πολύ περίπλοκο για έναν Έλληνα πολίτη να επισκεφθεί τη Μακεδονία και το αντίστροφο. Η γιαγιά μου παντρεύτηκε και δημιούργησε τη δική της οικογένεια.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, σε αρκετές περιπτώσεις, ένας άνδρας επισκεπτόταν την οικογένεια, για λίγο, και έδινε στον πατέρα μου ένα σημαντικό χρηματικό ποσό. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, ο πατέρας μου δεν έμαθε ποτέ ποιος ήταν αυτός ο άνδρας. Τότε, μια μέρα, θεωρώντας τον έτοιμο, η μητέρα του του είπε την αλήθεια, ότι ο άντρας ήταν ο μεγαλύτερος αδελφός της και ότι είχε μια άλλη οικογένεια εξ αίματος που ζούσε κοντά στη Θεσσαλονίκη και τις Σέρρες. Τον πατέρα μου την κυρίευσε η περίεργεια, καθώς ήταν και έφηβος, οπότε έκανε αμέσως αίτηση για ελληνική βίζα για να πάει να τους συναντήσει.
Όταν επέστρεψε, είπε στη γιαγιά μου ότι η γυναίκα που τη γέννησε είχε ζητήσει να τους επισκεφθεί. Μετά από μια μακρά σιωπή, η γιαγιά μου είπε ότι θα έδινε την απάντησή της την επόμενη μέρα. Ανακοίνωσε ότι θα ζητούσε την άδεια της γυναίκας που την είχε μεγαλώσει, από σεβασμό. Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε και ακολούθησαν και άλλες επισκέψεις, αλλά δεν ήταν εύκολες και η γιαγιά μου εξέφραζε συγκρατημένη αγάπη ή συγκίνηση, φοβούμενη μήπως προσβάλει την οικογένεια που την είχε μεγαλώσει και την είχε αποδεχτεί ως δική της.
Λόγω των πολιτικών επιπλοκών, αυτές οι επισκέψεις γίνονταν όλο και πιο σπάνιες. Οι οικογένειες διατηρούσαν τηλεφωνική ή και επιστολική κάποιες φορές επαφή, αλλά με τον καιρό ακόμη και αυτή η επαφή εξασθένησε.
Η γιαγιά μου ήταν μια γυναίκα με ισχυρό χαρακτήρα, μία ντόμπρα γυναίκα, που ήξερε πώς να αγαπά και να δείχνει σεβασμό. Έδειχνε ευτυχισμένη. Αλλά ο πόνος με τον οποίο ζούσε αποκαλύφθηκε με τα τελευταία της λόγια, που ειπώθηκαν μετά από ένα εγκεφαλικό επεισόδιο που θα της έφερνε το θάνατο ένα μήνα αργότερα. "Γεννήθηκα για να υποφέρω από την κούνια ως τον τάφο", είπε στον πατέρα μου, με δάκρυα από τον σωματικό πόνο που της προκάλεσε το εγκεφαλικό επεισόδιο.
Ο πατέρας μου επισκέφθηκε την οικογένεια στην Ελλάδα για τελευταία φορά μετά το θάνατο της γιαγιάς μου. Είδε τη δίδυμη αδελφή της στο νεκροκρέβατό της και εκείνη τον αναγνώρισε.
Μετά από τόσα χρόνια και γεγονότα, οι δύο οικογένειες είναι σήμερα περισσότερο σαν γνωστοί παρά σαν συγγενείς.
Αυτό που με ενθουσίασε περισσότερο ήταν η σοφία και η προσοχή της γιαγιάς μου, την οποία μερικές φορές έβρισκα παράλογη, όταν μου ζητούσε να διαλέξω σύντροφο προσεκτικά, για να μην καταλήξω δυστυχισμένη με έναν στενό συγγενή.
Η ιστορία της Ελευθερίας Βλαχοπούλου. Μία ακόμη οικογένεια που σκόρπισε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα λόγω του Εμφυλίου.
"Υποτίθεται ότι θα φεύγαμε για δεκατέσσερις ημέρες και στην πραγματικότητα έχουμε φύγει εδώ και εβδομήντα χρόνια".
Η Ελευθερία Βλαχοπούλου, κατά κόσμον Popovská, γεννήθηκε στις 12 Μαρτίου 1934 στο χωριό Τάρνοβο (σημερινό Πράσινο) στην περιοχή της Φλώρινας στη Βόρεια Ελλάδα. Είναι Σλαβομακεδόνισσα και η μητρική της γλώσσα δεν είναι η ελληνική, αλλά η μακεδονική. Τα τρία αδέλφια της πολέμησαν στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο ως μέλη του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ). Το 1948 η ίδια μαζί με τις δύο μικρότερες αδελφές της και άλλα παιδιά του χωριού απομακρύνθηκαν από το αντάρτικο στη Γιουγκοσλαβία. Ενώ οι αδελφές της κατέληξαν αργότερα στην Τσεχοσλοβακία, η Ελευθερία Βλαχοπούλου πέρασε οκτώ μήνες στο καταφύγιο φροντίδας παιδιών στη ρουμανική πόλη Călimănești, πριν σταλεί στην λουτρόπολη Ladek Zdrój στην Πολωνία μαζί με άλλα παιδιά. Όλοι τους έζησαν σε ένα προσωρινό καταφύγιο παιδικής φροντίδας σε ένα από τα κτίρια της λουτρόπολης. Στην Πολωνία μαθήτευσε σε μια βιοτεχνία και αποφοίτησε από μια βιομηχανική σχολή στη Vratislava (Wrocław στα πολωνικά). Για ενάμιση χρόνο εργάστηκε επίσης στην πόλη ως σχεδιάστρια σε ένα εργοστάσιο ηλεκτρικών μηχανών. Το 1957 έφυγε για διακοπές για να δει τις αδελφές της στο Jeseník της Τσεχοσλοβακίας, όπου και έμεινε στη συνέχεια. Η οικογένεια διασπάστηκε εντελώς από τον εμφύλιο πόλεμο. Ο μικρότερος αδελφός Χρήστος πέρασε κρυφά τα σύνορα προς τη Γιουγκοσλαβία μαζί με άλλους αντάρτες και αργότερα παντρεύτηκε μια Σέρβα και έζησε στο Βελιγράδι. Ο Ηλίας θεράπευε τον πολεμικό του τραυματισμό στην Αλβανία και παρόλα αυτά στάλθηκε στη Σοβιετική Ένωση μαζί με το μεγαλύτερο μέρος του αντάρτικου και συγκεκριμένα στην Τασκένδη του Ουζμπεκιστάν, όπου κατέληξε και ο μεγαλύτερος αδελφός τους Παντελής. Η μητέρα ζούσε ακόμα στην Ελλάδα, αλλά το 1963 μετανάστευσε για να σμίξει με τους γιους της στην Τασκένδη. Ενώ ο Παντελής παντρεύτηκε μια Ρωσίδα και έμεινε στην Τασκένδη, η μητέρα και ο Ηλίας, η γυναίκα του και τα παιδιά του μετακόμισαν στα Σκόπια το 1980 στην πρώην Γιουγκοσλαβία (σημερινή Βόρεια Μακεδονία). Το 1958 η Ελευθερία Βλαχοπούλου παντρεύτηκε έναν Έλληνα, τον Ανδρέα Βλαχόπουλο, η οικογένεια του οποίου επίσης αναγκάστηκε να εγκαταλείψει δραματικά τη χώρα κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου και μαζί του ζούσε ακόμα στο Γέσενικ το 2017.
Memory of Nations