Γιάννης Χονδρός
εν τόπω σκοτεινώ
Γιάννης Χονδρός, εν τόπω σκοτεινώ, εκδ. Σαιξπηρικόν, Θεσσαλονίκη, 2022
Τα κείμενα που συγκεντρώνονται εδώ γράφτηκαν σε τόπο και χρόνο σκοτεινό - αρχές με μέσα της προηγούμενης δεκαετίας. Πλανήτης τους είναι ο Κρόνος. Ο συγγραφέας τους τα έθαψε στο στομάχι του για εφτά χρόνια. Σήμερα αναδύονται στην επιφάνεια σε τόπο και χρόνο πάλι σκοτεινό -αν όχι σκοτεινότερο.
Εκδ. Σαιξπηρικόν
Πέντε κείμενα από το βιβλίο του Γιάννη Χονδρού, και ένα ποίημα:
Πατέρα μου σφαγέα μου. Πατέρα μου πατρίδα. Πατέρα μου που έφυγες χωρίς να συλλογίζεσαι τι κάνει το βλαστάρι σου που έμεινε μοναχό του. Λιπόθυμο στα χώματα που χρόνια κατουρούσες. Στα χώματα που χρόνια νόθευες με λιγομίλητο νερό τα φλύαρα σου εγκλήματα. Τα χώματα βρωμίσανε. Μα δε γαμιέται λέω. Στα ίδια χώματα θα μπω. Λάσπη θα γίνω. Και τα μάτια μου πάλι με λάσπη θα τα κλείνω. Κατουρημένα χώματα. Δικό σου το τσιφλίκι. Κι εγώ μπάσταρδο μέσα εδώ. Εγώ και άλλοι λύκοι. Κι άλλα θηρία των βουνών. Και των αγρών θηρία. Λάσπη εγώ. Μουλάρι εγώ. Κοπρίτης και αλήτης. 'Οπως με φώναζες μικρό, τότε που έπαιζα στα πόδια σου. Τα πόδια σου τα έκοψα. Σου έκοψα τα χέρια. Μόνο τη γλώσσα φύλαξα σε χάλκινο κουτάκι. Να έχω λείψανο ιερό, σκηνώματος κομμάτι. Στης μάνας σου το μνήμα θα το παραχώσω. Να σου φυτρώσουν νέες δυναστείες. Να κάνεις γιο ντελικανή. Σακί ατόφιο κρέας. Να σου αναστήσει τα σπαρτά τα αιματοθρεμμένα. Να σου υψώσει σπιτικό με θυρεό δικό σου. Εγώ σου τον ξεκρέμασα. Τον έλιωσα σε πένες. Και γράφω τα μουστάκια σου ώσπου να μαραθούνε.
*
Είναι νύχτα ακόμα μητέρα. Σε βλέπω με την άκρη του ματιού. Σε βλέπω απ' το χείλος του ονείρου. Μάλλινη φούστα και καλοχτενισμένα μαλλιά. Να σκαλίζεις ονόματα νεκρών σ' ένα χιλιοδηπλωμένο χαρτάκι. Ν' ανανεώνεις την προσωπική σου βίβλο υπέρ αναπαύσεως. Το όνομα της μητέρας σου στην κορυφή. 'Υστερα όλοι οι άλλοι. Νεκροί που ούτε γνώρισες. Από φόβο μητέρα. Να μην σε κακοκαρδίσουνε στους ουρανούς. Να μην σου σφετεριστούν τα θεία ανάκλιντρα. Ας είναι. Θείες πεθαμένες απ' τον προηγούμενο αιώνα παίρνουν σειρά στη λίστα σου. Αχ, πόσο σου άρεζαν οι λίστες. Καρφιτσωμένες με μαγνητάκι στην πόρτα του ψυγείου. Μην τυχόν ξεχάσεις το βιτάμ για τη φανουρόπιτα ή το αλεύρι του Αγίου Γεωργίου. Διπλώνεις με προσοχή το νεκροχάρτι και το βάζεις στον κόρφο σου. Καβουρδισμένο αμύγδαλο σε σχήμα σταυρού πάνω στα κόλλυβα. Φεύγεις και με αφήνεις στο όνειρο. Θα με ξυπνήσεις με αγιασμό στα χείλη. Θα με σταυρώσεις με λάδι στο μέτωπο. Θα με σταυρώσεις μητέρα. Με λάδι αγιασμένο στο μέτωπο. Κι ένα κομμάτι αντίδωρο στο χέρι. Να σπαρταράει για συγχώρεση.
*
Αγρίμι μου πεντάρφανο, σώπασε και κοιμήσου. Δεν έχω άλλα σπλάχνα να ξεσκίσεις. Το σώμα μου κατέφυγε στο άβατο της φύσης. Ανυψώθηκε. Πάρε μελάνι και γραφή μαζί σου. Μαλάματα φανταχτερά της τέχνης εξοπλίσου. 'Ελα στο ερημητήριο να με συναντήσεις. Κι αν σε τοξεύσουν εν οδώ τα αίσχη της φυλής σου, να μην κοντοσταθείς να μην αργοπορήσεις. 'Ελα μ' ενδύματα σκισμένα και σαρκίο ματωμένο. Σε περιμένουν στα φραουλοχώραφα της Δύσης. Φέρε ένα μήνυμα τραχύ και δύστροπο, να ανανήψεις στόματα αλλόγλωσσα που χάσκουν διψασμένα. Κουρέλια σώματα. Κι η χώρα, βρόμικο κουρέλι, νίπτει τα χέρια οπλισμένου γαιοκτήμονα, καθώς στοχεύουν μάτια οικτίρμονα -όπου ένας άγνωστος θεός σταλάζει μέλι.
Οράματα και ακροάματα. Στο μεσοστράτι της ζωής κι ο δρόμος συνεχίζεται. Χωρίζεται στα τρία και δεν ξέρεις που να πας. "Λέξεις" λέει ο πρώτος δρόμος. "'Αλεκτον" ο δεύτερος. Και ο τρίτος: "Ποθώ να συνεχίσω εν τω μέσω της νυκτός, ποθώ να προχωρήσω μες στον μέλανα δρυμό, ποθώ το πάθημα, την εβδομάδα των παθών εις το διηνεκές. Με τα καρφιά μου για κοσμήματα, με περιδέραιο το ουροβόρο φίδι στο λαιμό". Και οι πρόγονοι να μας κυκλώνουνε από παντού. Αυριανά καθάρματα απ' τις χωματερές του τρίτου παγκοσμίου, πυγολαμπίδες που γλιτώσανε από τον νιοστό εμφύλιο, ένθεοι γυμνοσοφιστές απ' τον αστερισμό του φοίνικα. Ακόμη έρχονται. Ακόμη περιφέρουνε τον επιτάφιο στους ώμους τους. Αντί για πρόσωπα, ουλές από τους όλμους και υπνωτισμένα ναρκοπέδια. Οδεύουνε ακαταπόνητα στα καινοτάφια του μέλλοντος. Κι η κιβωτός έχει αδειάσει απ' τις γραφές της. Κλείνει μονάχα τις φωνές των αύριο που τραγουδούσαν κάποτε -προ πάντων των αιώνων. Εκεί συναντηθήκαμε με τη φωνή -προ πάντων των αιώνων. Και μες στο όραμα και το ακρόαμα, παίρνει τον λόγο, ομιλεί, βοά και λέγει: "Εγώ είμαι το πρώτο και το έσχατο, εγώ είμαι το τρία του ενός, εγώ η χώρα και το αχώρητο. Προχώρα, μη φοβάσαι".
*
Να πας εκεί όπου τα κάτοπτρα δεν έχουν εξουσία. Εδώ όλα σωπαίνουν: η χώρα, οι γεννήτορες, το παρελθόν. Κανένα έρεισμα δεν έχεις στο παρόν. Καμία γλώσσα των προγόνων δεν σε έλκει. Και όμως, την προφέρεις πάνω στα κομμένα νήματα. Περνάς βομβαρδισμένες γέφυρες. Πηδάς σβησμένες φρυκτωρίες. Αναζητάς τα άσματα της ασυνέχειας. Αφού το μέλλον συνεχίζεται. Και διαρκεί πολύ. Ωραία δεν περνούσαμε στην εποχή των μύθων; Ωραία δεν μας κοίμιζε η Σεχραζάτ; Τώρα η λήθη είναι ο ωκεανός μας. Κι ένας αιώνας που δεν λέει να τελειώσει. Τώρα που όλα έχουν ημερομηνία λήξης, ο αιώνας αντιστέκεται. Το καταλάβαμε: η Αποκάλυψη θα αντηχεί στον πνεύμονα σαν άσθμα. Θα περιμένουμε το πλήρωμα του θρόνου σου. Θα περιμένουμε τον τελευταίο σου εμφύλιο. Θα περιμένουμε να μας στρατολογήσεις στο αμήν σου, Αιώνα. Ως τότε άσθμα, άγχος και άσματα αυτοσχέδια. Ως τότε ποντοπόρα λυρικά ξεσπάσματα. Ως τότε εσχατολογία στο διηνεκές. 'Ωσπου να ξαναμπεί ο γέρο-Χρόνος στους αρμούς του.
Ελλάδα: ένα χειμωνιάτικο παραμύθι
Γιάννης Χονδρός
Ασσόδυο - 26 Μαρτίου 2023
Στα λυπημένα μάτια μας κανένα δάκρυ.
Tο σάβανό σου υφαίνουμε, γριά πατρίδα·
Yφαίνουμε, υφαίνουμε!
Heinrich Heine, Weberlied
Με φόρα έρχεσαι απ’ το παρελθόν
–χώρα υπερταχεία νεκροφόρα–
και σκας πάνω σε μέλλον και παρόν·
πλέον θα σε λέμε νεκροχώρα.
Αναίτιοι νεκροί σε συντηρούν
(ξέρω: "θέλει δουλειά πολλή")
υπαίτια ζόμπι σε απομυζούν·
μπλοκάρουν τώρα οι τροχοί.
Χώρα του αχώρητου, μέγγενη που με πνίγει.
Χώρα του απροχώρητου, του όπου φύγει-φύγει.
Ο Μάρτης γδάρτης είναι και θερίζει·
στήνει παλούκια σε πλατείες κεντρικές.
Το πεπρωμένο εκτροχιάζει και ορίζει
να σας δικάσουνε αυτοί κι αυτές.
Αυτές κι αυτοί κι εμείς – απέναντι εκείνοι.
"Όλοι μαζί μπορούμε"; Τι ‘ναι αυτά που λες;
Άλλη ιστορία θέλουμε εμείς, άλλη εκείνοι·
ο άγγελος ανοίγει χαραμάδα – έλα, μπες.
Χώρα του αχώρητου, ερχόμαστε κι ας είμαστε και λίγοι.
Χώρα του απροχώρητου, το μέλλον επιστρέφει και σε πνίγει.
Ο Γιάννης Χονδρός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1986. Σπούδασε φιλοσοφία και λογοτεχνική θεωρία. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά Τεφλόν, Βόρεια Βορειανατολικά και Χάρτης. Ζει στο Παρίσι, όπου εργάζεται ως δάσκαλος ελληνικών και μεταφραστής.