Αυτό το ανοικονόμητο που συμβαίνει στη θεατρική αγορά της Αθήνας τα τελευταία χρόνια αρχίζει πλέον να γίνεται τρομακτικό: ο αριθμός των παραστάσεων, που χρόνο με τον χρόνο αυξανόταν, φέτος θα ξεπεράσει κάθε προηγούμενο. Μαζί αυξάνονται οι κάθε λογής θεατρικές διοργανώσεις (αναλόγια νέων έργων, φεστιβάλ νέων καλλιτεχνών, περφόρμανς, stand-up comedy, θεατρικής γραφής κ.ο.κ.) όπως και οι χώροι των παραστάσεων – μέχρι και σε ταβέρνα είδα πέρσι ένα μονόπρακτο, με ήρωες ένα ζευγάρι που, υποτίθεται, έτρωγε σ' ένα τραπέζι ανάμεσα στους πελάτες!
Η χαώδης και εν πλήρει συγχύσει κατάσταση έχει να κάνει με τις εκατοντάδες νέων που αποφοιτούν κάθε χρόνο από τις δραματικές σχολές. Το κράτος αρνείται να βάλει τάξη στη λειτουργία των δραματικών σχολών, κι αν υπολογίσει κανείς και τα τμήματα δραματικών σπουδών διαφόρων ΙΕΚ, οι αριθμοί των επίδοξων ηθοποιών ξεφεύγουν πέρα από κάθε λογικό συσχετισμό. Κι ενώ όλοι οι «φτασμένοι» άνθρωποι του χώρου διαμαρτύρονται για το χαμηλό επίπεδο της εκπαίδευσης που παρέχεται, δεν είναι λίγοι αυτοί που συμμετέχουν σ' αυτή την αθλιότητα, διδάσκοντας την... εμπειρία τους.
(Πώς να χαρακτηρίσει κανείς την τηλεοπτική διαφήμιση δραματικής σχολής στην οποία εμφανίζεται μια σειρά ηθοποιών της νεότερης γενιάς, που σπούδασαν στην εν λόγω σχολή μετά τον θάνατο του ιδρυτή της, Βασίλη Διαμαντόπουλου, και η οποία κλείνει με τη Ζέτα Μακρυπούλια να λέει «Σ' ευχαριστούμε, δάσκαλε»; Η παρακμή έχει πολλές εκφάνσεις.)
Η επιπόλαιη και αυτοαναφορική ανάγκη των πολλών (που γράφουν, σκηνοθετούν και παίζουν) να «εκφραστούν» οδηγεί σ' αυτό το πλήθος μέτριων, ασήμαντων ή χωρίς στόχο παραστάσεων που επιμένει να μεγαλώνει.
Η μεγέθυνση των όρων της θεατρικής αγοράς εξελίσσεται σ' ένα παράδοξο. Γιατί αφορά αύξηση αυτοτροφοδοτούμενη, που δεν έχει να κάνει ούτε με αύξηση της ζήτησης, ούτε με άξια προσοχής, υπερχειλίζουσα καλλιτεχνική δυναμική, ούτε βέβαια με αύξηση του χρήματος που κυκλοφορεί. Πράγματι, μέσα σ' αυτό το (πραγματικό) σκηνικό γενικής κατάρρευσης, μέσα σ' αυτή την εκκωφαντική κρίση, δεν υπάρχει τίποτα ευκολότερο από το να κάνει κανείς θέατρο. Τα ενοίκια έχουν πέσει, δεν υπάρχει απαίτηση για ασφαλιστική κάλυψη και κανονική αμοιβή των εμπλεκομένων σε μια παράσταση και η πλειονότητα βολεύεται σε συμφωνίες τύπου «μοιραζόμαστε ό,τι συγκεντρώσουμε από τα εισιτήρια». Συμβαίνει αυτό που είπε κάποτε η Μάγια Λυμπεροπούλου: «απο-επαγγελματοποίηση» του θεάτρου. Το φαινόμενο έχει μια ευγενική, ρομαντική διάσταση, αυτήν της ανιδιοτελούς προσφοράς χάριν ενός ανώτερου σκοπού, της καλλιτεχνικής πράξης. Είναι, όμως, έτσι;
Σε μια ομιλία του για τον Όμιλο των Φίλων του Θεάτρου Τέχνης τον Αύγουστο του 1943, ο Κάρολος Κουν είπε, μεταξύ άλλων: «Χρειάζεται σκληρότητα και πνεύμα αγωνιστή. Για να φτάσουμε να είμαστε καλλιτέχνες άξιοι της αποστολής μας, πρέπει πρώτα να φτιάξουμε τον εσωτερικό μας κόσμο, πρέπει να πλουτίσουμε τους εαυτούς μας και να αποβάλουμε τις φτήνιες που ο καθένας μας σέρνει πίσω του. Αμαρτήματα αταβισμού, αμαρτήματα κακής διαπαιδαγώγησης, αμαρτήματα αμορφωσιάς. Η Τέχνη είναι μεγάλη. Θα την πλησιάσουμε με ευλάβεια και σεβασμό. Δεν έχουμε το δικαίωμα να την κατεβάζουμε στο ανάστημά μας. Αυτή η τάση, ιδίως στο θέατρο, είναι κάτι το συνηθέστατο. Κατά γενικό κανόνα κανένας ηθοποιός δεν θεωρεί κανέναν ρόλο πάνω από τις δυνάμεις του. Έχει σχεδόν μια έμφυτη τόλμη για το καθετί, μια τόλμη που πηγάζει από τη βαθύτερη αμάθεια και τον πιο φθηνό αριβισμό. Το όλο θέατρο, και το λέω με πόνο, χωρίς να επιρρίψω σε κανέναν μομφή, στηρίζεται σε βάσεις σαθρές. Και τo ξέρουμε λίγο-πολύ όλοι μας, όσοι εργαζόμαστε σ' αυτό. Το θέατρο, όπως εμφανίζεται, δεν είναι Τέχνη, δεν έχει σκοπό να ανυψώσει το πνευματικό επίπεδο του λαού μας, δεν επιδιώκει να μορφώσει ολοένα περισσότερους ανθρώπους ψυχικά πλατιά». Είναι λυπηρό να διαπιστώνεις ότι, 70 χρόνια μετά, σαν να μην έχει αλλάξει τίποτα.
Τι σημαίνει θέατρο; Τι αξίζει να παρουσιάζεται στο θέατρο; Καιρός να απαντήσουμε ξανά στα παλιά ερωτήματα.
Ο Κουν πρότεινε το μοντέλο της κλειστής, απολύτως αφοσιωμένης στην τέχνη του θεάτρου ομάδας, κι έγραψε Ιστορία. Εννοείται ότι στον χρόνο που μεσολάβησε οι συνθήκες ζωής και παραγωγής τέχνης άλλαξαν. Δεν ωραιοποιώ το παρελθόν, ούτε υποστηρίζω ότι το ελληνικό θέατρο δεν γνώρισε μια άνευ προηγουμένου άνθηση την εικοσαετία 1985-2005 (χονδρικά). Αλλά τα πισωγυρίσματα στον ιστορικό χρόνο είναι μάλλον συνήθη και καλό είναι να διακρίνουμε πότε η εξέλιξη είναι απλώς μεταβολή. Τώρα που πλέον εξέλιπε ο άλλος μεγάλος αφοσιωμένος που έγραψε Ιστορία, ο Λευτέρης Βογιατζής, και η σύγχυση, η ελαφρότητα και η ευκολία χαρακτηρίζουν την πλειονότητα των παραστάσεων, είναι ανάγκη να ξαναδούμε τα βασικά. Μπορεί η λέξη «αποστολή» που χρησιμοποιούσε ο Κουν να ακούγεται σήμερα ξεπερασμένη, αλλά το «κάνω μια παράσταση» δεν μπορεί να σημαίνει μόνο «έχω ανάγκη να εκφραστώ καλλιτεχνικά». Η επιπόλαιη και αυτοαναφορική ανάγκη των πολλών (που γράφουν, σκηνοθετούν και παίζουν) να «εκφραστούν» οδηγεί σ' αυτό το πλήθος μέτριων, ασήμαντων ή χωρίς στόχο παραστάσεων που επιμένει να μεγαλώνει.
Διάβασα τις κριτικές για την παράσταση Ρωμαίος και Ιουλιέτα για 2 (μεταξύ άλλων υπερβολών ότι είναι «ο καλύτερος Ρωμαίος και Ιουλιέτα που έχει παιχτεί τα τελευταία σαράντα χρόνια στο ελληνικό θέατρο») και πήγα στο θέατρο Θησείον με αυξημένες προσδοκίες. Δεν επρόκειτο για το έργο του Σαίξπηρ αλλά για μια διασκευή της ιστορίας από τον (σκηνοθέτη και μουσικό) Κώστα Γάκη και δύο νέους ηθοποιούς, την Αθηνά Μουστάκα και τον Κωνσταντίνο Μπιμπή. Η σκηνική αφήγηση (με αποσπάσματα από το αυθεντικό σαιξπηρικό κείμενο) αφορούσε το «στοίχημα» των ταλαντούχων ερμηνευτών να αποδώσουν όλους τους ρόλους με αυτοσχεδιαστική ελευθερία και ελάχιστα σκηνικά αντικείμενα. Αναμφισβήτητες υποκριτικές δυνατότητες, πολλή ζωντάνια και χιούμορ, καθόλου ποίηση, καμία συγκίνηση. Άρα;
Στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης, πάλι, παίζονται δύο ωριαία έργα: το Αλμανάκ της Μαριάννας Κάλμπαρη και το Ασκήσεις για γερά γόνατα του Ανδρέα Φλουράκη. Και τα δύο αναφέρονται στην Ελλάδα της κρίσης. Το πρώτο είναι μια μικρή, καλογραμμένη και με ενδιαφέρουσα δομή επιθεώρηση που ερμήνευσαν θαυμάσια, σκηνοθετημένοι από τον Παντελή Δεντάκη, ο Σπύρος Γραμμένος (έπαιζε και μπάσο), η Ανθή Ευστρατιάδου, η Αριάδνη Καβαλιέρου, ο Νέστωρ Κοψιδάς, η Κατερίνα Λυπηρίδου και ο Ορέστης Τζιόβας. Βέβαια, όπως ανέκαθεν συμβαίνει με τα επιθεωρησιακά έργα, η σκηνική τους αξία είναι συνδεδεμένη με την εποχή στην οποία αναφέρονται. Αύριο μόνο θεατρολογικά θα ενδιαφέρει το Αλμανάκ.
Το δεύτερο, του Ανδρέα Φλουράκη, που σκηνοθέτησε ο Γιάννης Μόσχος, εκθέτει τον εξευτελισμό που υφίστανται δύο εργαζόμενοι από τη συναισθηματικώς ανάπηρη εργοδότριά τους – υπό τον φόβο της απόλυσης, υποκύπτουν σε κάθε ταπεινωτική απαίτησή της. Επιπλέον στοιχείο σύνδεσης του έργου με την επικαιρότητα ο γιος της εργοδότριας, που μεγάλωσε με νταντάδες και ηλεκτρονικά παιχνίδια και τώρα έχει υιοθετήσει τις απόψεις της Χρυσής Αυγής. Αναρωτιέμαι τι θα έλεγε ο συγγραφέας στην παρέα του αν αυτό το έργο το είχε γράψει άλλος και ο ίδιος το παρακολουθούσε ως θεατής. Κατά τη δική μου γνώμη, πρόκειται για έργο που δεν έχει να πει κάτι, που δεν υπήρχε κάποιος λόγος για να ανεβεί.
Τι σημαίνει θέατρο; Τι αξίζει να παρουσιάζεται στο θέατρο; Καιρός να απαντήσουμε ξανά στα παλιά ερωτήματα.
σχόλια