Ο Κωνσταντίνος Τζούμας εμφανίζεται πολύ επιλεκτικά στο θέατρο τα τελευταία χρόνια. Ο Άγγελος Εξολοθρευτής που βασίζεται στην ταινία του Μπουνιουέλ και σκηνοθετεί σε δική της διασκευή η Άντζελα Μπρούσκου ήταν μια ελκυστική πρόταση γι' αυτόν.
«Πήρα την απόφαση να πω "ναι", παρόλο που τελευταία δεν πολυσυμμετέχω στο θέατρο, γιατί είδα τον χειμώνα την Έντα Γκάμπλερ στο Μπάγκειον και ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα παράσταση. Μια ανάγνωση προσωπική της, ιδιαίτερη, που μου έκανε εντύπωση. Τότε μου είπε, λοιπόν, να συμμετάσχω και είπα "Μπουνιουέλ μαζί σου; Ναι".
Η ίδια έχει δουλέψει με τους ηθοποιούς, βάσει του σεναρίου – το έργο είναι η μεταφορά του σεναρίου, όχι της ταινίας, η οποία είναι η άποψη του Μπουνιουέλ, κάτι τελειωμένο. Σε αυτήν την παράσταση συναντάει κανείς πραγματικά πάρα πολύ ενδιαφέρουσες παρουσίες, και από πλευράς ελκυστικότητας αλλά και από πλευράς αυτοσχεδιασμού. Δηλαδή, οι άνθρωποι που συμμετέχουν στην παραγωγή έχουν και μια ιδιόρρυθμη προσωπικότητα».
Ο Εξολοθρευτής Άγγελος είναι μία από τις ταινίες που γύρισε ο Μπουνιουέλ όσο ήταν αυτοεξόριστος στο Μεξικό. Περιγράφει το δείπνο μιας παρέας αριστοκρατών σε κάποια έπαυλη, την οποία έχουν εγκαταλείψει όλοι οι υπηρέτες, πλην του μπάτλερ. Μετά το δείπνο οι καλεσμένοι μεταφέρονται στο σαλόνι, όπου, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, εγκλωβίζονται και είναι αδύνατο να βγουν. Ο εγκλεισμός τους φέρνει στην επιφάνεια τα κτηνώδη ένστικτά τους και μετατρέπει το σαλόνι σε σκηνή θεάτρου όπου αλληλοσπαράζονται και παίζονται πολλά μικρά δράματα.
«Στην επανάσταση πιστεύετε;» «Κοιτάξτε, έχω παίξει σε μια εμβληματική σκηνή του Νίκου Νικολαΐδη στη "Γλυκιά Συμμορία", όπου η ερώτηση που τίθεται είναι "πώς πάει η επανάσταση;" και η απάντηση έρχεται από γυναικεία χείλη: "Γαμιέται". Καταλαβαίνετε ότι μετά από αυτή την ατάκα μού είναι δύσκολο να πιστέψω σε κάτι τέτοιο».
«Ο τίτλος έχει καμία σχέση με το έργο; Λέγεται ότι προέκυψε από μια κουβέντα που είχε με τον José Bergamín, τον συγγραφέα, και ο Mπουνιουέλ, όταν ετοιμαζόταν να φτιάξει την ταινία, του ζήτησε την άδεια για τον τίτλο. Δεν ήταν δικός του, όμως, είναι από τη Βίβλο, την Αποκάλυψη». «Είναι πιθανό, γιατί έχει πολλά στοιχεία από την Αποκάλυψη το έργο. Η Βίβλος δεν του ήταν αδιάφορη, παρά το γεγονός ότι δήλωνε άθεος. Στο τέλος του έργου οι καλεσμένοι μπαίνουν στην εκκλησία, αλλά δεν βγαίνουν ποτέ από κει».
«Το ότι κλειδώθηκαν στην εκκλησία είναι κάτι συμβολικό;». «Όχι, έχει να κάνει με τον καθολικισμό στην Ισπανία, που τους τάραξε, τους ταλαιπώρησε πάρα πολύ, με την Ιερά Εξέταση, κ.λπ. Είδανε και πάθανε να βγουν από αυτό το πράγμα, από τον Μπουνιουέλ μέχρι τον Αλμοδόβαρ, ώστε να μπορούν οι άνθρωποι απενοχοποιημένα να διαχειρίζονται το σώμα τους, τις συνήθειές τους, τις συμπεριφορές τους...».
«Στην παράσταση οι καλεσμένοι είναι πάλι μέλη της μπουρζουαζίας ή κάτι άλλο;». «Είναι μέλη μιας μπουρζουαζίας που στις μέρες μας είναι πιο πολύχρωμη, όχι απόλυτα συνυφασμένη με την αριστοκρατική καταγωγή. Ωστόσο, έχουν κρατηθεί κάποια στάνταρ στην αρχή. Μετά τα πράγματα εκτρέπονται, βέβαια, και το έργο τα πάει σε μια αναρχία κανονική που έχει πάρα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον φυσικά».
«Ρωτούσαν συχνά τον Μπουνιουέλ αν θα είχε το ίδιο ενδιαφέρον το έργο σε περίπτωση που έβαζε ανθρώπους της εργατικής τάξης μέσα στο σπίτι». «Νομίζω ότι αυτοί που έκαναν αυτή την ερώτηση ήταν αθεράπευτα μαρξιστές. Εμείς δεν είμαστε πάρα πολύ και παίζουμε πιο ελεύθερα με αυτό το θέμα. Είμαστε παιδιά της σημερινής εποχής και νομίζω ότι δεν μας πολυαπασχολεί αυτό το πράγμα, όπως απασχολούσε ενδεχομένως κάποιους ανθρώπους».
«Επίσης, ένας εργάτης ίσως χτυπούσε τη γυναίκα του και θα τελείωνε εκεί, ενώ η ψυχολογική βία στην οποία υπόκεινται οι γυναίκες της άρχουσας τάξης έχει μεγαλύτερη διάρκεια». «Έχεις απόλυτο δίκιο. Βέβαια, είναι αυτές οι ακραίες ανωμαλάρες, οι οποίες δεν ξέρεις ποτέ τι θα σου ξεφουρνίσουν, δεν ξέρεις ποτέ αν σε ειρωνεύονται ή σου μιλάνε στα σοβαρά, αν σε κοιτάνε βαθιά στα μάτια ή αν ετοιμάζουν την εκτέλεσή σου. Αυτό έχει κάνει την τέχνη πολύ ενδιαφέρουσα, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, αλλά, όπως είπε και ο Μπουνιουέλ, "μακάρι να είχα την άνεση να την κάνω την ταινία όπως θα ήθελα, με πραγματική μεγαλοπρέπεια. Γιατί πάντα τα οικονομικά είναι περιορισμένα". Κι εδώ τα οικονομικά είναι περιορισμένα, γιατί το Φεστιβάλ Αθηνών δεν διαθέτει πακτωλό χρημάτων, πρέπει κανείς να παίξει με αυτά που έχει».
«Στις σκηνές του δείπνου οι πετσέτες είναι απλές, καθόλου αριστοκρατικές, γιατί δεν υπήρχαν λεφτά. Έτυχε να έχει μια μακιγιέζ ένα μαντίλι με δαντέλα στην τσάντα της, το οποίο το έκαναν πετσέτα και το έβαζαν σε όλες τις σκηνές όπου τα πρόσωπα μιλούσαν μόνα τους στην κάμερα, για να φαίνεται η πολυτέλεια».
«Κοίταξε να δεις, έχουμε να κάνουμε με έναν άνθρωπο ο οποίος έλεγε "τίποτα χειρότερο από το νερωμένο dry martini" και δεν θυμάμαι πόσες σελίδες αφιερώνει σε αυτό στη βιογραφία του. Και λέει: "Παρακαλώ, αναγνώστη, προσπέρασέ τες, αν δεν σε αφορά, και πήγαινε παρακάτω". Μέσα στην παράσταση υπάρχει και μία φράση του Μπουνιουέλ που έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον ‒ δεν γίνεται το έργο ενός ανθρώπου που έχει εκφραστεί με αυτόν τον τρόπο να μην είναι ιδιαίτερο. Λέει λοιπόν: "Παρόλο το μίσος μου για την πληροφόρηση, θα μου άρεσε κάθε δέκα χρόνια να σηκώνομαι ανάμεσα στους νεκρούς και να αγοράζω εφημερίδες από ένα περίπτερο. Με τις εφημερίδες κάτω απ' τη μασχάλη θα ξαναγύριζα στο νεκροταφείο και θα διάβαζα για τις καταστροφές του κόσμου, ικανοποιημένος στο ασφαλές κρησφύγετο του τάφου μου"».
«Kαι στην ταινία, όταν βλέπεις να αυτοκαταστρέφονται αυτοί οι άνθρωποι, σου δημιουργείται μια κρυφή χαρά, χαίρεσαι όταν τους βλέπεις να αλληλοσπαράζονται».
«Είναι αυτό που λέει κάποια στιγμή ο κλόουν στο Τέλος του Παιχνιδιού του Μπέκετ: "Όταν θα πέσω κάτω (σ.σ. και δεν θα μπορώ να σηκωθώ πια), θα κλάψω από ευτυχία". Έρχεται και συγκλίνει, έχεις απόλυτο δίκιο σε αυτό που λες».
«Οι άνθρωποι που έχουν εγκλωβιστεί μέσα στο σπίτι γιατί δεν μπορούν να βρουν μια λύση;». «Αυτό, αν προσπαθήσεις να το εκλογικεύσεις, θα γίνει αυτό που λέει ο Πλούταρχος, "θα χάσεις το θαυμάσιο, θα χάσεις το θαύμα". Ποιος ξέρει; Είναι ανεξήγητο. Κάτι συνέβη εκείνη την ώρα και δεν μπορούσαν να βγουν από αυτόν τον χώρο. Αν του αφαιρέσουμε τη μαγεία, δεν λέει, γίνεται σαχλαμάρα. Το θέμα είναι η μαγεία, βασικό συστατικό της τέχνης, χωρίς μαγεία δεν γίνεται τίποτα.
Όσοι κοινωνιολόγοι και πολιτικοί και αν προσπαθήσουν να ερμηνεύσουν τα έργα τέχνης, θα σπάσουν τα μούτρα τους. Ας το ξεχάσουν καλύτερα. Τα έργα τέχνης αξίζουν όσο είναι μαγικά, όσο υπάρχει η μαγεία που αφορά και τους καλλιτέχνες ‒ γιατί τους αφορά πάρα πολύ. Όταν αρχίζουν να εξηγούν και να αναλύουν γίνονται κοινωνιολόγοι, γίνονται δημοσιογράφοι, γίνονται κάτι άλλο, όχι καλλιτέχνες».
«Η επανάληψη που υπάρχει στην ταινία θα υπάρχει και στην παράσταση;». «Ναι, θα υπάρχει μια λούπα. Είχε μια μανία με την επανάληψη ο Μπουνιουέλ. Επειδή είμαι παιδί της αμφισβήτησης και της αβανγκουάρντιας στην τέχνη του '70, μου είχε κάνει εντύπωση στη Νέα Υόρκη της ίδιας δεκαετίας πόσο έπαιζε η επανάληψη στα έργα του Μπομπ Γουίλσον και διαφόρων εκείνη την εποχή της παγκόσμιας πρωτοπορίας. Αυτού του αγέλαστου κόσμου της πρωτοπορίας. Είχαν μανία με την επανάληψη, ένα σχεδόν αυτιστικό κόλλημα με αυτήν».
«Tι ρόλο παίζει η επανάληψη; Γίνεται πιο υπνωτιστικός ο ρυθμός ή τονίζει κάτι με αυτό, τη φυλακή π.χ.;» «Ναι, μπορείς να το πεις κι έτσι. Στην ουσία, αυτό που τονίζει είναι ότι δεν συμβαίνει απολύτως τίποτα, τα ίδια πράγματα λέγονται, οι ίδιες αντιδράσεις υπάρχουν, μερικοί τις ακούνε, κάποιοι άλλοι μισοκοιμούνται, γιατί έτσι γίνεται πάντα, δεν είναι κάτι σπουδαίο.
»»Αυτό με πάει σε κάτι που είχε πει ο Ντίνος Ηλιόπουλος σε κάποια παράσταση ενός μπουλβάρ που περιόδευε στην Ελλάδα, συγκεκριμένα σε ένα θερινό θέατρο, το οποίο, λόγω της καλοκαιρινής μπόρας, έπρεπε να μετακομίσει στη χειμερινή αίθουσα. Εκεί, με την αναμπουμπούλα, τη μετακόμιση και τη φασαρία, κάποιοι άρχισαν να φωνάζουν "πιο δυνατά, ρε, δεν ακούμε, πιο δυνατά". Βγήκε στο προσκήνιο και είπε την καταπληκτική φράση: "Ε, δεν λέμε και τίποτα σπουδαίο"».
«Υπάρχει και στην παράσταση η σκηνή που πετάει η Σίλβια Πινάλ ένα τασάκι και σπάει το τζάμι; (Όταν ακούνε τον ήχο δύο από τους καλεσμένους σχολιάζουν: "Τι ήταν αυτό; Κάποιος έσπασε ένα τζάμι, θα πρέπει να ήταν Εβραίος")». «Υπάρχει. Στο κείμενο της παράστασης είναι κάποιος αναρχικός ή μετανάστης. Την ευθύνη τη ρίχνουμε πάντα σε κάποιον άλλο. Ενώ το έχει κάνει μία από τις ηρωίδες της βραδιάς, η επίτιμη καλεσμένη των οικοδεσποτών, η οποία έχει τραγουδήσει τη Λουτσία ντε Λαμερμούρ ‒ η συγκέντρωση γίνεται μετά την παράσταση αυτής της όπερας. Αυτή, λοιπόν, η καλλιτέχνις, η οποία ενοχλείται πάρα πολύ από το άκομψο και μπανάλ παίξιμο της πιανίστριας, σπάει ένα τζάμι, μπας και με το σπάσιμο διακοπεί η μουσική που δεν αντέχει».
«Είναι φάντασμα η ελευθερία;» «Υποθέτω πως στοιχειώνει πάρα πολύ κόσμο, ναι. Δεν νομίζω ότι μπορεί πάρα πολύς κόσμος να τη διαχειριστεί. Όπως αντιλαμβάνεσαι, καθένας το ερμηνεύει κατά το δοκούν, όπως είχε γίνει και με το περιβόητο μήνυμα του '80, την "αλλαγή". Μερικοί συγχέουν την ελευθερία με την ασυδοσία ας πούμε, ότι δεν υπάρχει κανένας κανόνας, ότι οτιδήποτε παίζει ‒και γιατί όχι;‒, όπως επίσης και το δράμα του μεταμοντέρνου. Θα έχεις παρατηρήσει ότι αυτό ισχύει πλέον από την πολιτική μέχρι την τέχνη. Από το ποδόσφαιρο μέχρι τις συμπεριφορές των ανθρώπων, όλα αυτά που συμβαίνουν τώρα είναι στο πλαίσιο του "γιατί όχι;" Θα πορευτούμε με αυτό λοιπόν».
«Ακούς συχνά την ατάκα ότι δεν υπάρχουν ελεύθεροι άνθρωποι σήμερα, που μπορεί και να ισχύει». «Ναι, αλλά γίνονται πράγματα που υπερβαίνουν κάθε όριο».
«Η αυτοκτονία είναι ένα είδος ελευθερίας; Βλέπουμε στο έργο δύο εραστές να απομονώνονται από τους υπόλοιπους και να αυτοκτονούν». «Τι να σου πω; Αν η ζωή σου είναι μαρτυρική, σου φέρονται βάναυσα, πονάει όλο σου το σώμα, ίσως να σε απελευθερώνει από το μαρτύριο. Αυτό που έχω εισπράξει μέχρι τώρα ‒γιατί κι εγώ δεν είμαι μικρός, έχω πολλές απώλειες από φίλους, γνωστούς, συγγενείς, μερικές ήταν αυτοκτονίες‒ είναι ότι τις περισσότερες φορές πρόκειται για πράξεις που έχουν να κάνουν με επιθετικότητα. Ήταν αυτοκτονίες επιθετικές, γιατί και το σημείωμα που άφησαν και το τρόπος που επέλεξαν για να αυτοκτονήσουν αυτοί οι άνθρωποι ήταν σαν να ήθελαν να μας την πουν, ότι εξαιτίας σας γίνεται όλο αυτό. Εκεί οδηγούμαι».
«Είναι ένα είδος εκδίκησης, αλλά ποιον ακριβώς εκδικείσαι;» «Ποιος ξέρει ποιον εκδικείσαι, εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή, στο θολωμένο σου μυαλό;».
«Την συγκεκριμένη σκηνή στο έργο την έχει εμπνευστεί από δύο παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι στην εφηβεία, που αυτοκτόνησαν όταν ο σκηνοθέτης ήταν μικρός, επειδή η αγάπη τους δεν ήταν συμβατή με τη ζωή όπως την ζούσαν τότε. Ήταν αβάσταχτα ρομαντικοί». «Ε, βέβαια, το καταλαβαίνω, όταν ζεις σε μια κοινωνία που "συσχετίζει κουτά", όπως λέει ο Καβάφης, "και σε ταλαιπωρεί", φαντάζεσαι ότι ανοίγεται ένας δρόμος φωτεινός κάπου αλλού. Και αυτοκτονείς».
«Η έννοια του χρόνου είναι επίσης κάπως περίεργη στο έργο». «Νομίζω ότι ένας από τους λόγους ύπαρξης της επανάληψης είναι για να καταργείται ο χρόνος. Ποια είναι τα όρια, ποιο είναι το τώρα και ποιο ήταν το πριν, όταν επαναλαμβάνεις μια σκηνή ή μια φράση; Όπως λέει και ο Ιερός Αυγουστίνος, "ξέρω τι είναι ο χρόνος όταν δεν μιλάω γι' αυτόν, αλλά, όταν με ρωτάτε, δεν ξέρω τι να σας απαντήσω"».
«Στην επανάσταση πιστεύετε;» «Κοιτάξτε, έχω παίξει σε μια εμβληματική σκηνή του Νίκου Νικολαΐδη στη Γλυκιά Συμμορία, όπου η ερώτηση που τίθεται είναι "πώς πάει η επανάσταση;" και η απάντηση έρχεται από γυναικεία χείλη: "Γαμιέται". Καταλαβαίνετε ότι μετά από αυτή την ατάκα μού είναι δύσκολο να πιστέψω σε κάτι τέτοιο».
«Στο έργο όλα τα πρόσωπα έχουν παρελθόν, έχουν παρόν, αλλά δεν έχουν μέλλον. Εσείς πιστεύετε στο μέλλον;» «Είναι λίγο ζόρικο να πεις "δεν πιστεύω στο μέλλον", απλώς δεν ξέρω ποιο είναι το μέλλον. Αυτό είναι το θέμα. Δηλαδή έχω όλη την καλή διάθεση να πω τα καλύτερα λόγια, αλλά την ίδια στιγμή, όταν ρίξω μια ματιά γύρω μου και δω τι συμβαίνει, μου είναι κάπως δύσκολο να εκφραστώ με πάρα πολλή αισιοδοξία. Από την άλλη, πάω να κάνω τώρα αυτή την παράσταση με την Άντζελα Μπρούσκου, με τα παιδιά που παίζουν επίσης στο έργο και, πραγματικά, εκεί που νομίζεις ότι τα ξέρεις κι έχουν τελειώσει τα πράγματα για σένα, ο οποίος κατά τη γνώμη σου τελειώνεις σε αυτόν τον μάταιο κόσμο, δεν είναι καθόλου έτσι.
»» Είναι σαν να βρίσκεσαι σε μια πόλη και να έχεις αποκτήσει έναν μπλαζεδισμό και μια κυνικότητα γιατί την ξέρεις πια και να έρχεται ένα νέο πρόσωπο, μια φίλη, και να σου ζητάει να την ξεναγήσεις και μέσα από τον δικό της ενθουσιασμό, του βλέμματος του δικού της, να ανακαλύπτεις ξανά την πόλη σου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ανακαλύπτεις ξανά την τέχνη σου μέσα από τα παιδιά που είναι στην παράσταση. Λες "κοίταξε να δεις, μπορεί ακόμη να είναι όμορφα. Να κάνουμε πράγματα και να επικοινωνούμε". Δεν είναι λίγο. Εμένα αυτό μου έχει συμβεί, γι' αυτό είμαι θερμός υποστηρικτής του εγχειρήματος».
Info:
Άντζελα Μπρούσκου
Άγγελος εξολοθρευτής
Διασκευή πάνω στο ομώνυμο κινηματογραφικό έργο του Λουίς Μπουνιουέλ
15-17/7, 21:00, Πειραιώς 260 (Η)
σχόλια