«Δεν είναι επαρχιακή πόλη τα Γιάννενα! Είναι μια πόλη της περιφέρειας», μου λέει με νόημα η Αφροδίτη Παναγιωτάκου, καθώς συζητάμε τη σημασία, τις προκλήσεις και το ρίσκο μιας καλλιτεχνικής διοργάνωσης μεγάλης κλίμακας όπως ήταν τα φετινά Plásmata σε μια πόλη εκτός Αθήνας. Έχοντας μεγαλώσει κι εγώ στη (νησιωτική) περιφέρεια, γνωρίζω καλά ότι ένα βασικό –ίσως το βασικότερο– κομμάτι στο οποίο υπολείπεται η ζωή εκεί είναι ο σύγχρονος πολιτισμός, . Ήταν σπουδαίο, λοιπόν, που το Ίδρυμα Ωνάση αποφάσισε φέτος η μεγάλη καλοκαιρινή του έκθεση ψηφιακής τέχνης, η δεύτερη της σειράς Plásmata, να αποκεντρωθεί και να βρεθεί στην περιφέρεια, και συγκεκριμένα στον τόπο καταγωγής της διευθύντριας Πολιτισμού του Ιδρύματος. Το είδαμε το πρώτο τριήμερο των εγκαινίων στα μάτια των κατοίκων που κοντοστέκονταν, στην αρχή με περιέργεια και σταδιακά με ενδιαφέρον και θαυμασμό, για να γνωρίσουν τα ψηφιακά Πλάσματα που θα μεταμόρφωναν για έναν μήνα την παραλίμνια διαδρομή, μετατρέποντάς τη μάλιστα, για πρώτη φορά, σε μια διαδρομή μόνο για πεζούς. Το ακούσαμε από τα στόματά τους.
Διόλου τυχαία η επιλογή της πόλης βέβαια. Οι προσωπικοί δεσμοί που διατηρεί η Αφροδίτη Παναγιωτάκου με τα Γιάννενα επέτρεψαν στο Ίδρυμα να ακολουθήσει τον Νο1 κανόνα που είχαν θέσει εξαρχής, και τον τόνισαν πολλές φορές κατά τη διάρκεια των παρουσιάσεων και των συνεντεύξεων: δεν ήθελαν να προσγειωθούν (όχι μόνο οι καλλιτέχνες και τα έργα τους αλλά και η τεράστια ομάδα που δούλεψε για πάνω από έναν χρόνο), να επιβληθούν στην πόλη για όσο διάστημα θα βρίσκονταν εκεί. Στόχος ήταν να υπάρξει μια αμοιβαία οικειοποίηση του χώρου, των καλλιτεχνών και των έργων. Το κατάφεραν, εντοπίζοντας καλλιτέχνες και άλλους επαγγελματίες που ένιωσαν την πόλη, δούλεψαν εκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, συνέλεξαν data και τα μετέφεραν στους αλγορίθμους τους, φτιάχνοντας έργα από και για τα Γιάννενα, όπου το παραδοσιακό και το σύγχρονο στοιχείο, το αναλογικό και το ψηφιακό, η παρατήρηση και η εμβύθιση μπλέκονταν οργανικά.
Στην (εντελώς) βιομηχανική ζώνη του Ρέντη, σε ένα σποτ μακριά —αλλά όχι και τόσο— από τη στέγη της Στέγης, αυτό το κτίριο σύντομα θα αποτελέσει έναν νέο πυρήνα δημιουργικότητας και καλλιτεχνικής παραγωγής. «Άλλωστε, η Αθήνα δεν είναι μία. Είναι αι Αθήναι, οι Αθήνες».
«Ξέρεις κάτι; Σε μέρη σαν κι αυτά σε βλέπει όλη η πόλη. Είσαι απόλυτα εκτεθειμένος. Δεν θα σε δουν απλώς κάποιοι, ενώ άλλοι θα σε αγνοήσουν και μερικοί δεν θα φτάσουν ποτέ σε σένα. Θα πρέπει να κάνεις το καλύτερό σου», επισημαίνει η Αφροδίτη Παναγιωτάκου που είχε την καλλιτεχνική διεύθυνση της διοργάνωσης. «Επίσης, δεν δείξαμε εμείς την πόλη. Η πόλη έδειξε τον εαυτό της και τις δυνατότητές της, και σ’ εμάς. Αυτή ήταν η ουσία», συμπληρώνει ο Πρόδρομος Τσιαβός που είχε την επιμελητική διεύθυνση.
Καθώς ανακαλούμε εκείνη την ημέρα του Ιουνίου που εγκαινιάστηκε η έκθεση με τη δημοσιογραφική ξενάγηση, ο διευθυντής Ψηφιακής Ανάπτυξης και Καινοτομίας του Ιδρύματος Ωνάση θυμάται –τι άλλο!– την ασταμάτητη βροχόπτωση που αρχικά φάνηκε πως θα μας δυσκόλευε όλους στο να απολαύσουμε τα 30 «συμβάντα» που βρίσκονταν διάσπαρτα στο Παραλίμνιο, όμως τελικά τη μετέτρεψαν σε μια αξέχαστη, απόκοσμη εμπειρία, απόλυτα ταιριαστή με την ατμόσφαιρα της πόλης. «Έμεινα δεκατέσσερα χρόνια στο Λονδίνο, τέτοια ασταμάτητη βροχή δεν είχα ξαναδεί. Η ξενάγηση με τις ομπρέλες ήταν το πιο απίθανο πράγμα που έχουμε ζήσει. Και μόλις σταμάτησε η βροχή κατέβηκε όλος ο κόσμος από την πόλη στην έκθεση. Νόμιζα ότι είχα τρελαθεί!».
Από την πλευρά της, η Αφροδίτη Παναγιωτάκου θυμάται βέβαια και τη στιγμή που η μητέρα της ήρθε σε επαφή για πρώτη φορά με το έργο «ΜΑΝΑ» που δημιούργησε η ίδια, σε συνεργασία με τον Μανώλη Μανουσάκη, ένα από τα αδιαμφισβήτητα highlights της διοργάνωσης, μια εμπειρία με πολύ προσωπικά-οικογενειακά στοιχεία που εκτυλισσόταν στις σήραγγες ενός παροπλισμένου καταφυγίου του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. «Θυμάμαι τις γυναίκες της οικογένειας, τη μάνα μου, την αδελφή της και την αδελφή μου, βουρκωμένες μέσα σε ένα από τα δωμάτια του καταφυγίου και μετά, μπροστά στο ραδιόφωνο που είχαμε στήσει, να χορεύουν συμμαθητές μου από το γυμνάσιο με συναδέλφους μου από τη Στέγη, μαζί με τα παιδιά μας. Και το βράδυ, έξω από το καταφύγιο να λαμπυρίζουν πυγολαμπίδες και να με ρωτάνε αν είναι μέρος του έργου».
Μια άλλη στιγμή, όμως, που έφερε τα πάνω κάτω στην ψυχολογία όλων των εργαζόμενων της Στέγης ήταν η ξαφνική απώλεια, λίγες μέρες πριν από τα εγκαίνια, του Κώστα Αλεξίου, επικεφαλής μηχανικού φωτισμού της Στέγης, στον οποίο αφιερώθηκαν τα Plásmata II: Ioannina. «Οι παραστάσεις, τα εικαστικά, οι κινηματογραφικές παραγωγές έχουν πολλούς τεχνικούς από πίσω», μου υπενθυμίζουν. «Για εμάς, βέβαια, όλοι αυτοί οι άνθρωποι, που είναι επίσης καλλιτέχνες, δεν είναι “από πίσω”. Το μπροστά το δικό μας αυτό είναι. Η απώλεια του Κώστα άφησε ένα σημάδι σε όλους μας στη Στέγη. Τίποτα δεν είναι ίδιο. Η χρονιά φεύγει για εμάς με κόμπο στον λαιμό, αλλά η ζωή πάντα νικάει. Ή, έστω, πρέπει να νικάει».
Η σχέση της Στέγης με τα Ιωάννινα δεν τελείωσε, φυσικά, με τα Plásmata. Το Ίδρυμα απέκτησε πρόσφατα ένα ακίνητο στην πόλη που θα γίνει σημείο συγκέντρωσης νέων και δημιουργικών ανθρώπων, ενώ μια σειρά από στοχευμένες ενέργειες σε συνεργασία με τη Σχολή Καλών Τεχνών, την Αρχιτεκτονική και άλλους φορείς εκτυλίσσονται μετά το πέρας της έκθεσης. «Δεν φύγαμε ποτέ από τα Γιάννενα. Γιατί να φύγουμε, αφού βρέχει ωραία!».
Σηματοδότησαν όμως τα Plásmata II: Ioannina μια αρχή που θα επεκταθεί και σε άλλα σημεία της περιφέρειας; «Κοίταξε, αυτά τα πράγματα βγαίνουν συναισθηματικά, όχι στρατηγικά. Αυτήν τη στιγμή ξέρουμε ότι για εμάς εξωστρέφεια είναι άλλα σημεία της Ελλάδας πέραν της Αθήνας, αλλά εξωστρέφεια είναι και άλλες γειτονιές της Αθήνας, πέραν των αυτονόητων περιοχών. Άρα εξωστρέφεια είναι ό,τι κάνεις για να συνομιλήσεις με όσο το δυνατό περισσότερους ανθρώπους και να τους δείξεις μήπως αυτό που αρέσει σε σένα αρέσει και σε κείνους. Πολύ σπάνια χρησιμοποιώ αναφορές, αλλά αυτός ο στίχος του cummings, που τον λέω συχνά, “since feeling is first / who pays any attention / to the syntax of things”, είναι ο δρόμος», απαντά η Αφροδίτη Παναγιωτάκου.
Σε μία από αυτές τις γειτονιές έχουμε βρεθεί για τις ανάγκες της φωτογράφισης, στο κτίριο της οδού Λεγάκη στου Ρέντη, που έχει περάσει τα τελευταία χρόνια στην ιδιοκτησία του Ιδρύματος και έπειτα από μερικές μεμονωμένες πιλοτικές δράσεις πλέον ανακατασκευάζεται για να λάβει προσεχώς την τελική του μορφή. Στην (εντελώς) βιομηχανική ζώνη του Ρέντη, σε ένα σποτ μακριά –αλλά όχι και τόσο– από τη στέγη της Στέγης, αυτό το κτίριο σύντομα θα αποτελέσει έναν νέο πυρήνα δημιουργικότητας και καλλιτεχνικής παραγωγής. «Άλλωστε, η Αθήνα δεν είναι μία. Είναι αι Αθήναι, οι Αθήνες».
Ως ένα «εργοστάσιο εμπειριών» μού παρουσιάζουν το πρότζεκτ της Λεγάκη λοιπόν: «Ένα εργοστάσιο που δεν μολύνει το περιβάλλον και φιλοδοξούμε να γίνει ένας χώρος όπου θα μπορούν να δημιουργήσουν και να προβάρουν πράγματα σε κλίμακα που δεν θα μπορούσαν αλλού, σε άλλους χώρους. Θέλουμε να είμαστε “radically social”, είτε μέσα σε κτίριο είτε όχι. Αλλά σίγουρα επειδή το κτίριο δυσκολεύει την έννοια του δημόσιου χώρου, θα κυκλοφορούμε σε αυτόν ριζοσπαστικά και ευγενικά μαζί. Αλλά εδώ μέσα θα γίνει της τρελής! Το περιμένουμε πώς και πώς. Επιμείναμε πολύ στην ηχομόνωση των εξωτερικών τοίχων για να μην ενοχλούμε τη γειτονιά –άρα θα γίνεται πολλή φασαρία εδώ μέσα– και στην ηχομόνωση των εσωτερικών τοίχων, ώστε να μπορούμε να ζούμε διαφορετικά πράγματα από υπόγειο σε υπόγειο. Επιπλέον, θα υπάρχει αυτή η διπλή εμπειρία τού να λούζει ένα μεγάλο κομμάτι του κτιρίου το φυσικό φως και ένα άλλο να μην το βλέπει ποτέ! Είναι απαραίτητα και τα δύο – άλλωστε, για να καταλάβεις τη σημασία του φωτός, πρέπει να δεις το σκότος. Και μετά βγαίνεις στην ταράτσα και από κει βλέπεις το Προπονητικό Κέντρο του Ολυμπιακού, τον Παρθενώνα, τη Βιομηχανική Ζώνη τριγύρω, το νταμάρι σε σχήμα καρδούλας στην Πετρούπολη, το Allou! Fun Park, τον δρόμο από το Koyaanisqatsi, απ’ όπου περνάνε τα φορτηγά –γιατί εδώ είναι άλλου τύπου η κυκλοφορία–, βλέπεις όλες αυτές τις Αθήνες που κάνουν τις Αθήνες όπου ζούμε να ζούνε. Από κάπου έχουν έρθει τα πράγματα που φοράμε, τρώμε, καταναλώνουμε, και μερικές φορές αρκεί να ανέβεις στην ταράτσα για να τα δεις. Σίγουρα αυτές οι γειτονιές θα είναι γειτονιές μας. Δεν θα είμαστε μόνοι μας σε αυτό το κτίριο, δεν θέλουμε να είμαστε ένα νησί», καταλήγουν η Αφροδίτη Παναγιωτάκου και ο Πρόδρομος Τσιαβός, καθώς μου περιγράφουν με ενθουσιασμό τα επόμενα βήματα της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση εκτός Στέγης. «Νομίζω ότι αυτό είμαστε τελικά, ένα queer εργοτάξιο!».
Και για το μέλλον των Πλασμάτων τι έχουν να πουν; «Μα έχουν ήδη αρχίσει να βγαίνουν σε μια άλλη Αθήνα. Εκεί που κάνουμε βόλτες τελευταία. Δεν θα πούμε κάτι άλλο!»
Η φωτογράφιση έγινε στο κτίριο του ιδρύματος Ωνάση στην οδό Λεγάκη, στου Pεντη.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.