Από την πρώτη του κιόλας εμφάνιση στην ποίηση με την Αλητεία του Αίματος, ο Γιάννης Στίγκας έδειξε ότι αναπνέει στο εσωτερικό των στίχων σπέρνοντας θύελλες και ανέμους −τα στοιχεία της φύσης παίζουν πάντα ρόλο στην πρωταρχική συνθήκη κάθε δημιουργού−, βουτώντας ακόμα και στην πιο σκληρή κυριολεξία, στοιχειωμένος καθώς είναι από τη διαρκή αναζήτηση του χαμένου νοήματος. Μετατρέποντας τη δυναμική της προσωπικής και πολιτικής αναταραχής σε οσμή, άγγιγμα του δέρματος και της πληγής, έγινε αρχικά ο ιχνηλάτης αυτού που άφησε πίσω ο προφήτης Ρεμπό, ο αντάρτης Μάντελσταμ, ο βέβηλος ευσεβιστής Καρούζος.
Ήταν ήδη σαφές ότι δεν έγραφε με την πένα αλλά με κάτι εξαιρετικά αιχμηρό. «Ξυράφι, ψαλίδι, μαχαίρι, νυστέρι. Η αλήθεια είναι ότι από το πρώτο μου βιβλίο μέχρι και τώρα που σου γράφω έτσι χρησιμοποίησα την πένα μου. Ως κάτι αιχμηρό. Να κόβω και να κόβομαι. Άλλοτε λυσσαλέα, άλλοτε πιο ψύχραιμα, σχεδόν χειρουργικά, θα έλεγα. Αναλόγως με τη φύση του βιβλίου και την εκάστοτε ψυχοδιανοητική μου κατάσταση. Η ποίηση ακόμα κι όταν ξεκινά σαν παιχνίδι γρήγορα γίνεται κάτι αιματηρό, κάτι μοβόρικο. Θέλει αίματα. Εμ, δεν γίνεται αλλιώς, που λέει κι Μάριος Χάκκας στο Τρίτο Νεφρό, ορίζοντας τέλεια τη σχέση −τη δική μου σχέση− με τη γραφή».
«Αν διαβάσεις προσεκτικά, η δική μου κόλαση ίσως δεν είναι αδιέξοδη. Υπάρχει μια υπόνοια εξόδου, μια αδιόρατη καταπακτή, μόνο που απαιτεί από σένα τα πάντα για να φανερωθεί».
Συμφωνεί μαζί μου ότι ο Ρεμπό και ο Καραβάτζιο είναι, τελικά, «οι δυο σεσημασμένοι μου άγγελοι», όπως τους αποκαλεί. «Ξέρεις, μαχαίρωναν διαφορετικά. Δεν είναι μόνο ζήτημα σωματοδομής, έχει να κάνει και με κάτι υποθέσεις ψυχικές, που έλεγε κι ο κόμης Διονύσιος. Σκέφτομαι ακόμα τον Τζο Πέσι στο Καζίνο του Σκορσέζε που σφάζει έναν ψευτονταή σ’ ένα μπαρ, για την ακρίβεια τού κόβει την καρωτίδα μ’ ένα στιλό. (Ορίστε και μια εικόνα για όσους αγαπούν την κυριολεξία)».
Ήταν αυτή ακριβώς η αιματηρή συνθήκη και η βιωματική ένταση των ποιημάτων του Γιάννη Στίγκα που έκανε τους Εξαρχειώτες να χαράξουν τα ποιήματά του στους τοίχους της πόλης: σε κάποιον υπάρχει ακόμα ο στίχος «Τη φωνή μου, ρε, κι ας μην έχω να φάω». Αλλά ο ίδιος δεν έμεινε εκεί. Χρησιμοποίησε αυτή την ηλεκτρισμένη αίσθηση της πρωτόγνωρης αντίληψης, σύμφυτη στους ανθρωπολόγους, τους ποιητές και τους προφήτες, για να εμπλουτίσει το εύρος των αντιλήψεών μας για τη μετά θάνατον ζωή και τα αδιέξοδα της κόλασης.
«“Νομίζετε ότι κάνετε ποίηση όταν έχετε το αίμα καλά σιγουρεμένο στις φλέβες σας;”, έγραφε ο Νίκος Καρούζος» είναι η αυθόρμητη απάντησή του στην ερώτησή μου για το πώς γράφει. «Μοιραία, σκέφτομαι πάντα τη Νέκυια. Ο Όμηρος μάς λέει ότι ο Οδυσσέας θυσίασε ένα κριάρι για να μιλήσει με τους νεκρούς. Εκείνο που δεν μας λέει είναι ότι την ώρα που του έκοβε το λαιμό, έκοψε −άραγε κατά λάθος;− και το μικρό του δάχτυλο. Κι οι νεκροί, φυσικά, μυρίστηκαν το αίμα. Κι άρχισαν να κάνουν αυτό που όλοι οι νεκροί γνωρίζουν τέλεια: να επανέρχονται».
Οι νύξεις του Στίγκα για μια κοινή δίψα για φως από την άλλη πλευρά του ορθού λόγου, ίσως και από την άλλη όχθη του Αχέρoντα, έφερε κοντά ζωντανούς και νεκρούς και τους συνέδεσε εσωτερικά σε στίχους που μιλούσαν για τα ανεπίλυτα οντολογικά ζητήματα της απελπισίας, του πολιτικού τρόμου, της ύπαρξης. Ζητήματα που απασχολούσαν αποκλειστικά και μόνο τους μεγάλους ποιητές.
Σταδιακά, η εποχή του τραύματος και της όρασης, δηλαδή της αποκάλυψης του κόσμου μέσω των αισθήσεων −δεν είναι τυχαίο ότι το επάγγελμα του Στίγκα είναι γιατρός−, έγινε μεταφυσικός τρόμος με μια απεύθυνση όχι μόνο στους ζώντες και στους τεθνεώτες αλλά και στα αλλόκοτα πλάσματα που στοιχειώνουν τον κόσμο του −δράκους, σειρήνες και μινώταυρους− και που κατάφεραν να τον μεταμορφώσουν (στη συλλογή Βλέπω τον κύβο του Ρούμπικ φαγωμένο). Αλλά σε ένα πολύπλοκο σύμπαν όπου οι πάσχοντες διαθέτουν μια παράξενη σαιξπηρική συνείδηση και συνομιλούν διαρκώς με περίεργα πλάσματα και φαντάσματα, χρειάζεται πάντα ένας οδηγός, ένας πιλότος − και αυτός βρέθηκε στο πρόσωπο του Αντουάν Εξιπερί στη συλλογή Εξιπερί σημαίνει χάνομαι (Μικρή Άρκτος).
Εδώ, ο Γάλλος συγγραφέας, ποιητής και πιλότος διασχίζει τη στρατόσφαιρα και περνάει στην άλλη διάσταση της ύπαρξης, έξω από τα δεδομένα. Ακολουθώντας το ταξίδι του πιλότου που χάθηκε στο υπερπέραν −ο Εξιπερί δεν βρέθηκε πουθενά− ο ποιητής Στίγκας συναντά, χωρίς να το λέει, για μια ακόμα φορά το καράβι του Ρεμπό που αρμενίζει σε άλλους κόσμους, περνώντας από την τρέλα των ποιητών και των επιστημόνων για να καταλήξει σε μια υπαρξιακή σάτιρα που αποκαλύπτει εκλεκτικές συγγένειες μεταξύ των γελωτοποιών και των σαδιστών του Σαίξπηρ και του Δάντη και των κεφάτων βασανιστών του Ζαν Ζενέ.
Η Κωμωδία, η συλλογή που έγραψε με τον Νικόλα Ευαντινό, ήταν ακριβώς αυτή η συντεταγμένη ανάμεσα στην κόλαση και τον παράδεισο, το παιχνίδι και το δράμα, το δίκαιο και το άδικο που μόνο οι ποιητές ξέρουν να αποδίδουν με αυτόν τον τρόπο.
Η ποίηση του Γιάννη Στίγκα είναι, επομένως, μεγάλη γιατί γράφεται πέρα από σχολές, αναζητώντας, ακριβώς μετά τη δαντική κόλαση, την επίγεια κόλαση, που είναι τα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης. Μετά, δηλαδή, από τους κύκλους του παραδείσου και της κόλασης με οδηγό την καθημερινότητα, που ήταν η Κωμωδία, ο Στίγκας γράφει την κορυφαία του συλλογή, που τον καθιστά τον απόλυτο ποιητή και δημιουργό της χρονιάς που μας πέρασε, για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και εξόντωσης, τη Σοά και τους «Sonderkommando» και μάλιστα μέσα από μια κυκλική πορεία, αφού η συλλογή ξεκινάει με τον κόσμο όπου «πέφτουν τ’ απόνερα του πάνω Κόσμου» και τελειώνει με έναν τόπο «κάτω απ’ τον κάτω Κόσμο/εδρεύει ο κάτω κάτω Κόσμος/−αυτό δεν είναι λογοπαίγνιο−απλώς κοιμάμαι κάπως δαντικά/κι άλλωστε/αυτός που πέφτει/πέπρωται/να πέσει βαθύτερα».
Εξηγώντας μου αυτό το κυκλικό σχήμα, μου επιβεβαιώνει ότι πρόκειται για την «κυκλικότητα της καθοδικής σπείρας. Κύκλος και πτώση μαζί. Κάτι διπλά αναπόδραστο. Ωστόσο, αν διαβάσεις προσεκτικά, η δική μου κόλαση ίσως δεν είναι αδιέξοδη. Υπάρχει μια υπόνοια εξόδου, μια αδιόρατη καταπακτή, μόνο που απαιτεί από σένα τα πάντα για να φανερωθεί. Οι Sonderkommando την ανατίναξαν με λίγα εκρηκτικά κι ολόκληρη τη ζωή τους. Τα θραύσματα τινάχτηκαν ψηλά, τόσο που θα τους άξιζε να θαφτούν −έστω και στα κρυφά− μαζί με τα κορμιά και τα χειρόγραφα και, φυσικά, το δυσοίωνα λευκό μάτι του Θεού, στο προαύλιο του Άουσβιτς. Σου λέω τόση ώρα για μια καταπακτή στην κόλαση και δεν ξέρω αν αυτό την κάνει περισσότερο ή λιγότερο ανυπόφορη.
Φαντάσου να περιμένεις εσαεί τον Γκοντό ενώ καθημερινά σου στέλνει τηλεγράφημα: ΕΡΧΟΜΑΙ ΑΥΡΙΟ/STOP. Εσύ που αγαπάς τόσο τον Κάφκα, σκέψου λίγο τη Δίκη. Υπάρχει μια βαριά συγκρουσιακή σχέση μεταξύ του δικού μας πεπερασμένου χρόνου −της αγωνίας μας− και της ατάραχης Αιωνιότητας. Κι όμως, κι όμως, εμείς την Αιωνιότητα − τώρα ο Καμί θα χαμογελούσε. Καταλαβαίνεις τι κάνω; Με ρωτάς για την κόλαση και την ώρα που πάω να βγω, στραβοτιμονιάζω με τον Καμί. Μπορεί, εν τέλει, η έξοδος να μη μου αξίζει, μπορεί και να μου αρέσει να περιφέρομαι εκεί μέσα (αν και σιχαίνομαι την πολυκοσμία)».
Γι’ αυτό παραδέχεται ότι πένθησε πολύ το τέλος αυτού του βιβλίου για τους Sonderkommando, δηλαδή τις ειδικές μονάδες εργασίας στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης που αποτελούνταν από νεαρούς Εβραίους, οι οποίοι εξαναγκάζονταν να συμμετάσχουν στις θηριωδίες των ναζί και τους οποίους επέλεξε ως πρωταγωνιστές της συλλογής. «Δεν έχει τόση σημασία πώς μου ήρθαν οι Sonderkommando −τα ποιήματα δεν τα διαλέγουμε εμείς, αυτά μας διαλέγουν−, σημασία έχει ότι μου έφυγαν. Τώρα βρίσκονται στα χέρια του καθενός. Ας είναι. Οι λέξεις επιμένουν στη συνάντηση, που έλεγε κι ο Ρίτσος. Α, ο Ρίτσος, ίσως εσφαλμένα τον φθονώ για την ελπίδα του. Τι καρμανιόλα κι αυτή η ελπίδα. Έχει μυριάδες θύματα». Και ας επιμένει ότι η κόλαση μεταφερμένη στο σήμερα δείχνει προς τη Γάζα και ότι «κόλαση και καθημερινότητα αλληλοκαβαλικεύονται συνεχώς. Μοιραία, οδηγούμαστε στην απελπισία. Καταλαβαίνεις, δεν είμαι απ'τους τύπους που θα ωραιοποιήσουν τούτο τον κόσμο. Εγώ είμαι άλλου είδους τσόγλανος. Κι η ποίηση είναι ο δικός μου τρόπος να βεβηλώσω τη βεβήλωση. Αλλά με κάθε ιερότητα».
Πρώτη φορά, όμως, ένας Έλληνας ποιητής δανείζεται τη φωνή των Sonderkommando γράφοντας σε πρώτο πρόσωπο, αντικρίζοντας έτσι κατάματα το κακό. Όλο το ποιητικό υλικό −και όχι μόνο κάποια ποιήματα− εκχύνεται σαν λάβα μέσα από τα βάθη και τον φλοιό της γλώσσας, η οποία δείχνει να έχει απορρυθμιστεί εξαιτίας του απώτερου κακού που είναι το Ολοκαύτωμα, στα στρατόπεδα εξόντωσης όπου οι εβραϊκές καρδιές ξεσκίζονται την ώρα που οι ναζί μαζεύουν αμέριμνοι τις φράουλες, όπου τα πτώματα καίγονται μαζικά σε φούρνους, με τη φύση σε πλήρη συμπαιγνία ή αδιαφορία, κάνοντας τον παραδοσιακό λόγο, τις παρομοιώσεις του και τις συνεκδοχές του να μοιάζουν με τραγικό αστείο.
Πρόκειται για όλες αυτές τις εξωπραγματικές, απάνθρωπες διαπιστώσεις που έκαναν κορυφαίους στοχαστές όπως τον Αντόρνο να διατρανώσουν, σχεδόν κατηγορηματικά, ότι δεν μπορεί να γραφτεί ποίηση από εκεί και πέρα. Αλλά κάποιοι, όπως ο Στίγκας, τόλμησαν να μπουν στην κόλαση ως θρασύτατοι ερευνητές και να τη δουν κατάματα, σε σημείο που το κακό μοιάζει να τους κατοίκησε. Τουλάχιστον αυτό φαίνεται να συμβαίνει με τους Sonderkommando του και τους υπόλοιπους αδιανόητους πρωταγωνιστές της φρικωδίας, όπως ο Μένγκελε ή η Ίρμα Γκρέζε, η Ύαινα του Άουσβιτς, όπως ήταν γνωστή λόγω της δαιμονικής της φύσης.
Το «Μίλα μου, Ίρμα» ήταν, όπως παραδέχεται, το πιο δύσκολο στη σύλληψη και την εκτέλεσή του: «Δεν σου κρύβω ότι όταν τελείωσα το ποίημα τρομοκρατήθηκα. Εγώ, που έχω δαμάσει τόσα τέρατα. Μιλάω για το πέμπτο μου βιβλίο, το Βλέπω τον κύβο Ρούμπικ φαγωμένο. Είμαι βέβαιος πως έχεις εντοπίσει την αντίφαση. Έγραψα ένα βιβλίο για τέρατα και μου βγήκε τρομερά ανθρώπινο. Ίσως επειδή τελικά ο Φρανκενστάιν, η Μέδουσα, ο Κέρβερος, ο Μινώταυρος είναι συντριπτικά αθώοι μέσα στη μοναξιά και τη δυστυχία τους.
Όπως κι οι Sonderkommando. Υπάρχει μια συγκλονιστική μαρτυρία ενός Sondekommando. Δεν γνωρίζουμε το όνομά του. Καλύτερα έτσι. Η ανωνυμία του κατακτά την οικουμενικότητα. Λέει: “Φυσικά, θα μπορούσα να είχα αυτοκτονήσει ή να με είχαν σκοτώσει. Αλλά εγώ ήθελα να επιζήσω, για να εκδικηθώ και να μεταφέρω τη μαρτυρία. Δεν πρέπει να πιστέψετε ότι είμαστε τέρατα: είμαστε σαν κι εσάς, μόνο πολύ πιο δυστυχισμένοι”».
Μιλώντας γι’ αυτά τα ανθρώπινα τέρατα, επιστρέφει αυτομάτως στην Ίρμα: «Φαντάζομαι συμφωνούμε πως δεν υπάρχει χειρότερο τέρας από δαύτην. Τα μαλλιά της, τα μάτια της έχουν δευτερεύουσα σημασία. Όλο το κακό εκπορεύεται από το στόμα της. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Ξέρεις, στον Μεσαίωνα το στόμα θεωρούνταν ακάθαρτο, πηγή αμαρτίας. Τα λέει κι ο Λε Γκοφ αυτά. Γι’ αυτό και η πύλη της κολάσεως συχνά απεικονιζόταν ως ένα πελώριο, ορθάνοιχτο στόμα.
Ο Σάββας Μιχαήλ σωστά παρατηρεί για το ποίημα ότι ακόμα και οι λέξεις αλέθονται στα δόντια της Ίρμα, στα δόντια του Άδη. Έτσι είναι, το κακό στην ακραία του μορφή γίνεται άλογο. Η γλώσσα εκπίπτει. Από το σημείο αυτό και πέρα, δεν υπάρχει επιστροφή. Μπαίνουμε τρέμοντας σύγκορμοι στο βασίλειο της Φρίκης. Ο Ρεμπό έφτασε εκεί κοντά, κλοτσώντας και βλαστημώντας. Αντίκρισε την Άβυσσο και βουβάθηκε».
Δεν μπορώ να μην τον ρωτήσω πώς μιλάει για τη φρίκη χωρίς τον φόβο της ιερής βεβήλωσης που τρόμαξε ακόμα και τον Ρεμπό. «Έχεις δίκιο που μου λες ότι τρομοκρατήθηκε. Λογικό είναι. Προτίμησε το βασίλειο της Αφρικής και μια σιωπή που σίγουρα τον φαγούριζε. Τον σέβομαι απόλυτα, όπως και κάθε αληθινό ποιητή που σιωπά. Όμως εγώ είμαι πάντα με τις λέξεις, ακόμα και τις παραμορφωμένες, τις κομματιασμένες, τις σμπαραλιασμένες −πώς να στο πω;−, είναι η φύση μου τέτοια, τρελαίνομαι να τις περιθάλπω. Λοιπόν; Ποιος βεβηλώνει τι;
Ένας από τους επιζώντες των στρατοπέδων εξόντωσης μαρτυρεί πως όταν κάψανε το σώμα του Άιχμαν, απέμεινε μια φούχτα στάχτη − μιλάμε για λίγα γραμμάρια. Πολλαπλασίασέ τη επί έξι εκατομμύρια, κι εκεί θα δεις βουνοκορφές και λαγκαδιές που έχει η κόλαση. Ποιος βεβηλώνει τι; “All this dust were Ladies and Gentlemen”, λέει η Έμιλι. Εξαιρώ, φυσικά, τον Άιχμαν. Επίτρεψέ μου τώρα να μοιραστώ μαζί σου μια παλιά μου ανάμνηση. Σπούδαζα ιατρική, στο εξάμηνο που κάναμε νεκροψίες. Για κάποιον λόγο είχα καθυστερήσει να φύγω, ξέμεινα μόνος μου στο νεκροτομείο. Δηλαδή, σχεδόν μόνος μου, ήταν και ο Πάτρικ, ένα χλωμό πλάσμα με μεγάλα, νυκτόβια μάτια, που οι φακοί των γυαλιών του τα έκαναν ακόμα μεγαλύτερα. Ο Πάτρικ καθάριζε το νεκροτομείο, αυτή ήταν η δουλειά του. Με παρακάλεσε να κουβαλήσουμε μαζί ένα πτώμα.
Ήταν μια ηλικιωμένη γυναίκα. Θυμάμαι ότι την έπιασα από τους αστραγάλους κι ο Πάτρικ από τους καρπούς. Μου έκαμε εντύπωση πως το κορμί σακούλιαζε στο ύψος της λεκάνης, σαν όλο του το βάρος να συγκεντρωνόταν εκεί. Το κεφάλι της τραμπάλιζε ανέμελα, όπως στις παιδικές κούκλες. Αυτό μου έκανε λιγότερη εντύπωση. Την πετάξαμε σε μια μεγάλη δεξαμενή γεμάτη φορμαλδεΰδη. Έκανε έναν φοβερό παφλασμό.
Ποιος είναι ο βέβηλος, Τίνα; Αλήθεια, ποιος είναι ο Κατακούτελος; Ο Σόλεμ ή ο Λεβινάς (δεν θυμάμαι ποιος από τους δύο) γράφει ότι μετά το Άουσβιτς ο Θεός έχει απολέσει μία από τις δύο βασικές του ιδιότητες. Δεν μπορεί να είναι και παντοδύναμος και πανταχού παρών. Είτε είναι παντοδύναμος αλλά απών, είτε παρών αλλά ανίσχυρος. Σου μίλησα πριν για το δυσοίωνα λευκό μάτι του Θεού, θαμμένο στο Άουσβιτς. Μήπως αν έγραφα “τυφλό”, θα ήμουν σαφέστερος;».
Φυσικά, το ξέρει ότι αυτό το σημείο ενέχει απελπισία. «Ναι, πράγματι, αλλά η απελπισία ως συνθήκη έχει μια τέλεια καθαρότητα. Σου προσφέρει μια πανάκριβη θέαση: του εαυτού σου, έστω κουλουριασμένου, έστω γυμνού. Κοίτα να δεις, η καταπακτή που ψάχναμε πρωτύτερα αρχίζει να αχνοφαίνεται. Δεν το λέω αυτό επειδή σκοπεύω να ξεπορτίσω. Θα παραμείνω μέχρις να μάθουν οι πληγές μου να με σέβονται. Απλώς επιστρέφω στην πύλη της Κολάσεως. Στο στόμα της Ίρμα».
Από αυτό το φρικαλέο στόμα εκστομίζονται φωνές απαιτητικές προς τον ποιητή στο «Μίλα μου, Ίρμα», που του λένε «δω’μου ένα μήλο ζουμερό/και θα σου δείξω με τα δόντια μου/τι είναι ο Κόσμος/και τι το κάνω το κουκούτσι της συνείδησης/αυτή την άθλια επινόηση των Εβραίων/Δώσε μου μια σελίδα ακόμα/να βγει από τα μέσα μου λυκόσκυλο/Achtung! Pozor! Germania Bubleralles! Δώσε μου μήλο ζουμερό/δώκλε μου μήκλο/πουτάνας γιε/δώκλε μου μια κλεκλίκλα ακλόκλα».
Ωστόσο, όπως λέει ο ίδιος «Ακόμα και το μήλο που μου ζητά, δεν το ζητά για να το φάει, το ζητά για να το συνθλίψει. Φυσικά, δεν της έδωσα. Δεν θα της έδινα ούτε το δαγκωμένο μήλο του Τιούρινγκ. Μου ζητάει μία σελίδα ακόμα. Δεν είμαι πρωτάρης, τι τήνε θέλει; Θέλει να επεκταθεί, θέλει να μολύνει κι άλλο, τα κάνει αυτά το κακό. Δεν της την έδωσα. Μάλιστα, τηλεφώνησα στον φίλο και εκδότη μου Σταύρο Πετσόπουλο και του ζήτησα να με βοηθήσει.
Του είπα ότι πρέπει −πάση θυσία− να φυλακίσουμε την Ίρμα σε μία μόνο σελίδα. Ο Σταύρος ανταποκρίθηκε. Και τη φυλακίσαμε. Σε μία μόνο σελίδα. (Να μωρέ, τυπογραφία). Αυτή η σελίδα είναι η δική μου δικαιοσύνη, η δική μου εκδίκηση. Θα σε αφήσω εκεί μέσα, Ίρμα, να αντιφάσκεις, να παραληρείς, να φτύνεις, να υστεριάζεις, να γαβγίζεις, να απειλείς, να ξεμπροστιάζεσαι εσαεί. Δικαίως μ’ αποκαλαλείς πουτάνας γιο. A dank, Irma, dous is maine kuved. Στα χλοερά μου γίντις».
O Γιάννης Στίγκας φωτογραφήθηκε στον κήπο του σπιτιού του στους Αγίους Αναργύρους.
ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΕΔΩ
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.