Ο Πρόδρομος Τσινικόρης και ο Ανέστης Αζάς υπηρετούν με μεγάλη συνέπεια το δύσκολο είδος του θεάτρου-ντοκουμέντου. Το θεατρικό δίδυμο που έχει αναλάβει από το 2015 την καλλιτεχνική διεύθυνση της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου ολοκληρώνει φέτος τη δική του «τριλογία της μετανάστευσης» με τον πιο ταιριαστό, αν και ενδεχομένως γλυκόπικρο τρόπο.
Η «Ελλάς Μονάχου», μια συμπαραγωγή του Φεστιβάλ Αθηνών και του Θεάτρου Κάμερσπιλε (Kammerspiele) του Μονάχου, φέρνει επί σκηνής τρεις Έλληνες της «χαμένης γενιάς», που αναγκάστηκαν, λόγω κρίσης, να μεταναστεύσουν στο εξωτερικό.
Ταυτόχρονα, ο ίδιος ο Τσινικόρης, σε ρόλο ηθοποιού, αντιπαραβάλλει τη δική του προσωπική ιστορία (προσωπική, και όχι ιδιωτική, όπως θέλει να τονίσει, απαντώντας σε όσους ενδεχομένως να σκεφτούν ότι «πουλά» τη ζωή του στο θέατρο), έχοντας «αντίστροφη» πορεία, μια και έχει γεννηθεί στο Βούπερταλ, ενώ τα τελευταία χρόνια ζει και εργάζεται στην Ελλάδα.
Είχε προηγηθεί ο «Τηλέμαχος» που έφερνε αντιμέτωπες την παλιά και τη νέα μεταναστευτική γενιά και η «Καθαρή Πόλη», η πολυσυζητημένη παράσταση με τις πέντε μετανάστριες καθαρίστριες, που, όπως περήφανα με ενημερώνει ο σκηνοθέτης της, είναι πλέον η πιο πολυταξιδευμένη ελληνική παράσταση των τελευταίων 30 τουλάχιστον ετών (μαζί με το «Late Night» των Blitz), έχοντας ταξιδέψει σε 14 χώρες και 29 πόλεις, με 7 ακόμα πόλεις να έπονται για την επόμενη σεζόν σε Γερμανία, Κροατία, Ελβετία και Ισπανία.
Αυτό το «εγώ φεύγω» έχει μέσα του μια πικρία και μια έλλειψη επιθυμίας να γυρίσουν πίσω, έχει διαταραχθεί η σχέση τους με την πατρίδα, τον τόπο όπου δόθηκαν οι υποσχέσεις. Αυτή είναι η βασική διαφορά ανάμεσα στις δύο γενιές, η νοσταλγία για την επιστροφή.
Πού αποφάσισαν λοιπόν να εστιάσουν οι δύο δημιουργοί για το κλείσιμο της τριλογίας τους; «Στον "Τηλέμαχο" που είχαμε παρουσιάσει στη Στέγη και στο Βερολίνο, πριν από πέντε χρόνια, είχαμε ασχοληθεί με την ελληνική μεταναστευτική ιστορία του Βερολίνου, από τη δεκαετία του '60 κι έπειτα» θυμάται Πρόδρομος.
«Εκεί είχαμε μια σκηνική συνάντηση δύο γενεών, των ανθρώπων που έφυγαν είτε ως gastarbeiter είτε ως πολιτικοί εξόριστοι, λόγω χούντας, με τη γενιά των νέων που τότε, το 2012, βρέθηκαν στη Γερμανία, λόγω κρίσης. Θέλαμε λοιπόν τώρα να αποφύγουμε πάλι μια σύγκρουση παλιάς και νέας γενιάς πάνω στη σκηνή.
»Βέβαια, το Μόναχο είναι μία κατ' εξοχήν πόλη της ελληνικής μετανάστευσης. Έχεις τα τραγούδια, τα τοπόσημα, όπως είναι ο σταθμός του Μονάχου, έχεις 60 χρόνια τοπικής μεταναστευτικής ιστορίας. Αφού λοιπόν κάναμε έρευνα σε όλες τις ηλικίες, από ανθρώπους που βρίσκονται εκεί από τα '60s μέχρι αυτούς που πήγαν χθες, καταλήξαμε πως αυτό που μας ενδιαφέρει τώρα, γιατί το συναντάμε και στην Ελλάδα, είναι η ομάδα των working poor, παιδιά που έχουν σπουδάσει, είναι στην αγορά εργασίας εδώ και 10-15 χρόνια και είναι είτε φτωχοί ή ζουν πολύ κοντά στο όριο της φτώχειας, ανασφάλιστοι, overqualified, με μισθούς πείνας, απλήρωτες υπερωρίες. Είπαμε να εστιάσουμε λοιπόν σε τρεις τέτοιες ιστορίες νέων ανθρώπων, κοντά στα τριάντα, που τελικά, μετά από αυτές τις εμπειρίες, αποφάσισαν να πάνε στο Μόναχο».
Ένα βασικό ζήτημα που απασχόλησε τους δύο σκηνοθέτες στο έργο αυτό, αναφορικά με τη μεταφορά του από το Μόναχο, όπου έκανε πρεμιέρα τον Μάρτιο, στην Αθήνα, ήταν η γλώσσα. «Στο Μόναχο παίξαμε σε γερμανικά, αγγλικά και ελάχιστα ελληνικά. Μας ενδιέφερε να κρατήσουμε κάποια κείμενα στα γερμανικά και στην Αθήνα, για να υπάρχει μια συνεχής υπενθύμιση ότι αυτοί οι άνθρωποι έπρεπε να φύγουν από τη χώρα».
Σύμφωνα με τον Πρόδρομο, υπάρχει ένα στοιχείο στην ελληνική κοινότητα του Μονάχου που τη διαφοροποιεί σημαντικά σε σχέση με τις αντίστοιχες άλλων περιοχές της Γερμανίας. Τις προηγούμενες δεκαετίες βρέθηκαν εκεί πολλοί εργάτες, καθώς υπήρχαν εργοστάσια, οι οποίοι συντέλεσαν στην οικοδόμηση του γερμανικού οικονομικού θαύματος. Όμως μαζί με αυτούς ήρθαν και πολλοί Έλληνες για σπουδές, επειδή υπήρχαν πολύ καλά πανεπιστήμια, και μαζί τους και πολλοί εξόριστοι της δικτατορίας που στη συνέχεια έγιναν πολιτικοί, όπως ο Παπούλιας και ο Τσοχατζόπουλος.
«Υπήρχε ένας διαφορετικός πυρήνας Ελλήνων που είχαν διαφορετικό τρόπο επικοινωνίας με τη βαυαρική κοινότητα. Η ενσωμάτωσή τους έγινε με πιο πετυχημένο τρόπο. Σε άλλες περιοχές μπορεί να συναντήσεις ανθρώπους που ζουν 40 χρόνια εκεί και δεν μιλάνε γερμανικά, επειδή ήταν όλη μέρα στο εργοστάσιο. Θα σου πω ένα fun fact που ενισχύει αυτή τη διαπίστωση. Αν μπεις στο Trip Advisor, στα 10 καλύτερα εστιατόρια του Μονάχου θα βρεις 4 ελληνικά – και όχι τα τουριστικά που θα βρεις στην Πλάκα, σουβλάκι και μουσακά».
Η συζήτησή μας αναπόφευκτα φτάνει στις ομοιότητες και τις διαφορές ανάμεσα στα δύο μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα που κατέληξαν στη Γερμανία, αυτό των ημερών των παππούδων του και αυτό της δικής μας γενιάς. Ο Πρόδρομος συνοψίζει τη βασική διαφορά στα ζητήματα της προσωπικής επιλογής για μετανάστευση και της νοσταλγίας για επιστροφή.
«Εμένα οι δικοί μου παππούδες, και οι δύο, προερχόμενοι από αγροτικές περιοχές, από το Κιλκίς και την Κατερίνη, είχαν πάει στη Γερμανία στις αρχές της δεκαετίας του '70 και είχαν πάρει μαζί τους τα παιδιά τους, που τότε ήταν έφηβοι. Όπως και οι περισσότεροι εργάτες, ήθελαν να μαζέψουν λεφτά και να γυρίσουν στην Ελλάδα, αφού καλύτερη ευκαιρία δεν θα έβρισκαν στη χώρα τους, να φτιάξουν σπίτι, να πάρουν κτήμα, ασχέτως αν στη συνέχεια έμειναν κι άλλο, κι ακόμα λίγο, μέχρι που πέρασαν τα χρόνια και κατέληξαν να λένε "πού να πάμε πίσω τώρα". Είτε γυρίζουν μετά τη σύνταξη ή έρχονται μόνο το καλοκαίρι για το κλίμα της Ελλάδας ενώ τον χειμώνα επιστρέφουν στη Γερμανία γιατί, κατά την άποψή τους, εκεί έχει καλύτερους γιατρούς.
»Είχαμε πάει σε καφενεία με τον Ανέστη στο Μόναχο και όλοι περίμεναν το Πάσχα για να κατέβουν στην Ελλάδα και μετά, του Σταυρού, εκεί κοντά στα μέσα Σεπτέμβρη, σιγά σιγά να πάρουν τα μπογαλάκια τους και να επιστρέψουν. Δεν υπήρχε λοιπόν κάποια προσωπική σχέση που να διαταράχθηκε με την πατρίδα τους και τον τόπο που μεγάλωσαν, σε αυτή τη γενιά, δεν υπήρχε κάποια προσδοκία που να ακυρώθηκε.
»Τα παιδιά που φεύγουν σήμερα είναι εντελώς ακυρωμένα. Μεγάλωσαν μέσα σε αυτή την πασοκική υπόσχεση ότι όλα θα πάνε καλά. Έζησαν την ελληνική εκδοχή του αμερικανικού ονείρου, πιστεύοντας πως αν σπουδάσουν κάτι καλό, θα τα καταφέρουν, θα βρουν καλές δουλειές, θα βγάλουν λεφτά. Τους υποσχέθηκαν μια ευδαιμονία που τελικά δεν ήρθε. Τους απέμειναν οι επιλογές είτε να δουλεύουν με τα λίγα που τους δίνουν, σε ένα εντελώς επισφαλές περιβάλλον όπου ο άλλος μπορεί να τους διώξει επειδή έτσι γουστάρει, να μην πληρωθούν και να μην μπορούν να διαμαρτυρηθούν, ή να μαζέψουν τα πράγματά τους και να πουν απηυδησμένοι "εγώ φεύγω".
»Αυτό το "εγώ φεύγω" έχει μέσα του μια πικρία και μια έλλειψη επιθυμίας να γυρίσουν πίσω, έχει διαταραχθεί η σχέση τους με την πατρίδα, τον τόπο όπου δόθηκαν οι υποσχέσεις. Αυτή είναι η βασική διαφορά ανάμεσα στις δύο γενιές, η νοσταλγία για την επιστροφή. Η νοσταλγία του Οδυσσέα για την πατρίδα που δεν υπάρχει πια».
Λίγο πριν κλείσουμε, μοιράζομαι με τον Πρόδρομο τη διαπίστωση πως, ενώ εκείνος κι ο Ανέστης είναι σαφώς πολιτικοποιημένα άτομα, υπηρετούν ένα είδος θεάτρου που απαιτεί μια κάποια αποστασιοποίηση αλλά ταυτόχρονα, με τον τρόπο τους, παίρνουν θέση. «Ο τρόπος που δουλεύουμε έχει να κάνει πολύ με τις ισορροπίες» σχολιάζει.
«Επειδή δεν είναι ένας που αποφασίζει, υπάρχει συνεχής τριβή ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που εξισορροπεί τα πράγματα. Πρέπει πάντα να επιχειρηματολογείς για τις επιλογές και τις αποφάσεις σου. Ο ένας προσέχει τον άλλο. Γι' αυτό δεν έχουμε ξεφύγει. Δεν θα έλεγα ότι κάνουμε κάποιου είδους στρατευμένου θεάτρου».
Info
Ανέστης Αζάς, Πρόδρομος Τσινικόρης - Ελλάς Μονάχου
Πειραιώς 260 (E)
Τελευταία παράσταση: 12/7, 21:00
Κείμενο - Σκηνοθεσία: Ανέστης Αζάς, Πρόδρομος Τσινικόρης
Δραματουργία: Christine Milz
Σκηνικά - Κοστούμια: Ελένη Στρούλια
Μουσική: Πάνος Μανουηλίδης
Συμμετέχουν: Πρόδρομος Τσινικόρης και Έλληνες πολίτες του Μονάχου: Άγγελος Γεωργιάδης, Βαλάντης Μπεΐνογλου, Κατερίνα Σόφτση
Παραγωγή της Münchner Kammerspiele σε συμπαραγωγή με το Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου
σχόλια