Με τον Βλαδίμηρο Κυριακίδη συναντιόμαστε στο θέατρο Ζίνα, όπου τον χειμώνα που μας πέρασε έκανε τη μεγαλύτερη εισπρακτική και καλλιτεχνική επιτυχία του στο θέατρο με τον «Θάνατο του Εμποράκου».
Φέτος έκλεισε και ένας άλλος μεγάλος κύκλος, με μια από τις πιο επιτυχημένες σειρές της ελληνικής τηλεόρασης, το «Μην αρχίζεις τη μουρμούρα», στην οποία υποδυόταν έναν από τους βασικούς χαρακτήρες, τον Ηλία, να ολοκληρώνεται μετά από έντεκα χρόνια. Η καλοκαιρινή περιοδεία του «Δον Κιχώτη» σε σκηνοθεσία Γιάννη Μπέζου, με τον Βλαδίμηρο να κρατά τον ρόλο του ευφάνταστου ευπατρίδη του Θερβάντες που μπλέκεται διαρκώς σε απίθανες κωμικές περιπέτειες, έχει μόλις ξεκινήσει το ταξίδι της κι εγώ αναρωτιέμαι αν ανήκει στην κατηγορία αυτών που δουλεύουν ασταμάτητα.
«Ο καλλιτέχνης δεν μπορεί να ησυχάσει», λέει γελώντας. «Ο “Δον Κιχώτης” ήταν μια παλιά σκέψη, το είχαμε συζητήσει πριν από πολλά χρόνια με τον Άκη Δήμου και καρποφόρησε τελικά φέτος ως επόμενο βήμα μετά τον “Θάνατο του Εμποράκου”, σαν συνέχεια αυτού που θέλω να κάνω και να οργανώσω στη δουλειά μου. Γιατί ο “Δον Κιχώτης” στη βάση του είναι τραγωδία και κατ’ επέκταση είναι ψυχαγωγία και παραμύθι.
«Πρέπει να καταλάβεις μέχρι πού μπορείς να απλώσεις τα πόδια σου και ότι άλλοι το κάνουν καλύτερα και μπορούν περισσότερα. Είναι δύσκολο να το αποδεχτείς, αλλά όταν συμβεί απελευθερώνεσαι πραγματικά και ζητάς την ουσία και τίποτα παραπάνω».
Θα τη χαρακτήριζα μια “κωμική τραγωδία”: θέλεις να γελάσεις, γιατί πραγματικά είναι ο “τρελός του χωριού”, και ο Θερβάντες τον αποδέχεται ως τρελό και γράφει γι’ αυτόν, αλλά αυτόματα συγκινείσαι μαζί του, ταξιδεύεις μαζί του, δεν τον λυπάσαι. Ο Θερβάντες έκανε κάτι μοναδικό, εισήγαγε το μυθιστόρημα με αυτό το έργο, χρησιμοποίησε το διφορούμενο και άνοιξε μια μεγάλη σχολή γιατί το διφορούμενο και η αλληγορία αυτομάτως δεν σε ταξιδεύουν σε ένα ρεαλιστικό υπόβαθρο, σου αφήνουν μεγάλες διεξόδους».
— Και αμφισημίες, δεν είναι τυχαίο ότι δεν έχει σταματήσει να απασχολεί μέχρι σήμερα τους μελετητές, αλλά και ότι είναι τόσο δημοφιλές.
Οι αμφισημίες του έργου είναι το πιο σημαντικό, γιατί είναι προτιμότερο να ξέρεις να δημιουργείς διαδρομές μέσα στην αμφισημία παρά σε συγκεκριμένα συναισθήματα, αυτό κάνει και ο «Δον Κιχώτης». Τη στιγμή που θες να κλάψεις, θέλεις και να γελάσεις μαζί του.
— Τον χειμώνα ήσουν ένας εξαιρετικός Γουίλι Λόμαν στον «Θάνατο του Εμποράκου», σε μια δυναμική παράσταση ενός μεγάλου έργου, τώρα καταπιάνεσαι με έναν ρόλο-βουνό. Τους φοβήθηκες αυτού του είδους τους ρόλους;
Τους φοβήθηκα, για δυο λόγους. Πρώτον, όταν έχεις φτιάξει για χρόνια μια εικόνα, έχοντας πάρει μια συνειδητή απόφαση, του λαϊκού κωμικού, είναι αρκετά δύσκολο να την αντιστρέψεις και να κάνεις κάτι άλλο. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι γνωρίζοντας, μέσα από την προσωπική μου τριβή με τα μεγάλα έργα, τα μεγέθη, καταλάβαινα τη δυσκολία που έχει το να προσεγγίσεις ένα έργο σαν τον «Θάνατο του Εμποράκου» και για αρκετά χρόνια ένιωθα ότι δεν είμαι έτοιμος. Γιατί όταν αντιλαμβάνεσαι τα πραγματικά μεγέθη, πρέπει να είσαι ειλικρινής με τον εαυτό σου, κι εμένα με ενδιαφέρει η πράξη στο θέατρο και όχι η φιλολογική αντιμετώπιση των κειμένων. Εξασκούμαι και εκπαιδεύομαι διαρκώς στο είδος του δράματος, από τότε που ήμουν στη σχολή της Ρούλας Πατεράκη μέχρι σήμερα, ξεκινώντας τότε από το θέατρο του παραλόγου, που με ενδιέφερε ως έφηβο και λίγο μεγαλύτερο.
— Και στην κωμωδία πώς έφτασες;
Στην κωμωδία πέρασα λίγο αργότερα, στη σχολή πήραμε ψήγματα πληροφοριών. Όσα έχουμε κατακτήσει κάποιοι από εμάς έχουν γίνει με τεράστιο κόπο και μεγάλη δουλειά και εξάσκηση, μοναχικά κυρίως, ατομικά. Χρειαζόταν διπλάσια δουλειά για να αφοσιωθώ και να εξελιχθώ όσο καλύτερα μπορώ, αλλά εξασκούμενος στην κωμωδία κατάλαβα την τραγική μας ύπαρξη και έτσι το ένα βοηθάει το άλλο. Είμαι πεπεισμένος πλέον ότι ένας κωμικός ηθοποιός μπορεί να παίξει έναν δραματικό ή τραγικό ρόλο επάξια.
— Έχουμε ζήσει μια εποχή, ειδικά το ’90, με σκληρούς διαχωρισμούς μεταξύ των κωμικών και των άλλων. Για να το πω αλλιώς, υπήρχε η ταμπέλα «ποιος κάνει και τι είδους θέατρο», κάτι που βασάνισε πολλούς ηθοποιούς και παγίδευσε άλλους τόσους σε μια συγκεκριμένη περιοχή. Τώρα θεωρείται προνόμιο να μπορεί κάποιος να κινηθεί σε όλα τα είδη, έτσι δεν είναι;
Αυτή ήταν μια τεράστια πηγή παρεξηγήσεων, όντως υπήρχαν οι διαχωρισμοί μεταξύ ποιοτικού και εμπορικού, αλλά αν τα κάνεις τα πράγματα με σκέψη και κυρίως με οργάνωση δουλειάς, καταλαβαίνεις πως και οι δυο «πλευρές» στοχεύουν στον ίδιο παρονομαστή, στην εμπορικότητα της παράστασης ή του έργου τέχνης που θέλεις να πουλήσεις. Άρα βλέπεις ότι στη θεατρική πίτα χωράμε όλοι, ο καθένας είναι υπόλογος για την επιλογή του, διαλέγει το κομμάτι του. Ο δημιουργός καταλαβαίνει ότι μόνο με αναζήτηση και ερευνητική ματιά θα προχωρήσει σε αυτό που νομίζει και θα επιμείνει στο όραμά του και θα το καταθέσει επί σκηνής, στην πράξη. Και θα κριθεί.
— Εσύ πώς έκανες την επιλογή σου;
Αρνήθηκα δουλειές που ίσως θα μου επέτρεπαν να πάρω μια άλλη ρότα, γιατί ήθελα να κάνω προσωπικές επιλογές και εκεί πήρα απόσταση και από τους εμπορικούς παραγωγούς. Πήρα ένα θέατρο μόνος μου, το Ριάλτο, και έστησα τον «Άμλετ Β’», μια παρωδία του «Άμλετ» με 11 άγνωστους ηθοποιούς στην οποία κανένας δεν θα επένδυε, ας μη γελιόμαστε. Και πήρα τα ρίσκα μου, γιατί αν δεν πήγαινε καλά θα ήμουν ακόμα στη φυλακή.
— Σου βγήκε, ευτυχώς, σε καλό αυτή η ιστορία, είχε τεράστια επιτυχία, και σήμερα ακόμα τη συζητάμε, ήταν και από τις πρώτες interactive παραστάσεις.
Κοίταξε, έπρεπε να πάρω την τύχη μου στις πλάτες και στα χέρια μου. Δεν γινόταν διαφορετικά, ήταν δύσκολο εγχείρημα, αλλά έτσι το ονειρευόμουν το θέατρο. Το σκέφτηκα πολύ, είχα βάλει κάτω τον θεατρικό χάρτη και κατάλαβα ότι αυτό έπρεπε να κάνω.
— Από πού ξεκίνησε αυτή η αγάπη για την κωμωδία; Από το σπίτι;
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη, στου Χαριλάου∙ δίπλα στο γήπεδο του Άρη ήταν το σπίτι μου. Γονείς βιοπαλαιστές με μετακατοχικά σύνδρομα, μια οικογένεια που σήμερα θα τη λέγαμε δυσλειτουργική, αλλά εν αγνοία τους. Φυσικά δεν ήξεραν τίποτα για το θέατρο, ούτε τους ενδιέφερε. Σε αυτήν τη γειτονιά για να διασωθώ, στις παρέες και στο σχολείο, άρχισα να σατιρίζω τον ίδιο μου τον εαυτό. Ήταν η διέξοδός μου, ήθελα να είμαι ευχάριστος, να έχω παρέες, να βγω από την ανασφάλεια που ένιωθα. Σκέφτομαι πως αν είχα άλλους γονείς, θα ήταν αλλιώς τα πράγματα. Ζητούσα τη συμπάθεια, την αποδοχή, να αγαπηθώ. Ε, αυτό μου έγινε δεύτερη φύση, έτσι γεννήθηκε η κωμωδία μέσα μου, όλα πέρναγαν από ένα φίλτρο κωμικό.
— Είχες δει ποτέ θέατρο;
Τίποτα δεν είχα δει. Αλλά όταν ήμουν στο λύκειο είχε δημιουργηθεί η Πειραματική Σκηνή Τέχνης του Νικηφόρου Παπανδρέου, ήταν εκεί η Καραμπέτη, ο Σεργιανόπουλος και ο Χρήστος Αρνομάλλης, που ήταν φίλος του αδελφού μου. Έτσι πήγα να δω μια πρόβα. Από τότε πήγαινα κάθε βράδυ, είχα μάθει απέξω την παράσταση, έκαναν το «Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας», και βοηθούσα, πατούσα τα κουμπιά στο μαγνητόφωνο για να μπαίνει η μουσική. Όταν έπαιξαν στο θέατρο Αυλαία πήγαινα και δούλευα, έβαζα τις μουσικές στο μπομπινόφωνο. Και το πρωί πήγαινα σχολείο και έτρωγα ξύλο γιατί δεν είχα διαβάσει τίποτα. Μια μέρα είχε αδειάσει το θέατρο, είχαν φύγει οι θεατές, και ανέβηκα στη σκηνή για να περάσω στα παρασκήνια να παραδώσω τις μπομπίνες. Ξέρεις, όταν φεύγει το κοινό από το θέατρο, η ενέργειά του μένει μέσα. Την ώρα που πέρναγα από τη σκηνή, μού σηκώθηκε η τρίχα, είπα, «αυτό είναι το σπίτι μου, βρήκα το σπίτι μου». Και αυτό ήταν, τελείωσε. Και από το 1980 δεν έχω σταματήσει να δουλεύω σε αυτό το σπίτι, στο θέατρο.
— Και πήγες στη σχολή;
Πήγα στη Ρούλα Πατεράκη και παράλληλα έπαιζα στην Πειραματική, με τη Θεατρική Διαδρομή, στο Κρατικό. Κάποια στιγμή ήρθα στην Αθήνα με έναν φίλο που είχε οντισιόν με έναν σκηνοθέτη που λεγόταν Κουτσομύτης. Ο δεύτερος βοηθός του, ο Μπότσης, μου λέει «ήρθατε για το κάστινγκ;». «Όχι», λέω, «ήρθα με τον φίλο μου για βόλτα». «Δεν μπαίνετε», λέει, «και εσείς;». Μπαίνω, με βλέπει ο Κουτσομύτης, παίρνει εμένα, δεν παίρνει τον φίλο μου. Και έμεινα δυο χρόνια στην Αθήνα αντί για μια εβδομάδα.
— Στη Θεσσαλονίκη πήγες ξανά για να παίξεις;
Άλλη τρελή ιστορία! Έρχεται ο Αίας Μανθόπουλος, με τον οποίο κάναμε τον «Κλοιό» του Κουτσομύτη, και μου λέει: «Σε έχουν προσλάβει στο Κρατικό, ο Βολανάκης». Δεν είχα ιδέα τι μου έλεγε, είχα και τρελή φτώχεια, πείνα, έτρωγα ένα καλαμάκι το μεσημέρι και ένα το βράδυ, και σκέφτηκα ότι αυτό θα ήταν σωτήριο. Πηγαίνω και στήνομαι έξω από το θέατρο Πόρτα όπου σκηνοθετούσε ο Βολανάκης. Δεν τον ήξερα ούτε εξ όψεως και μόλις κατάλαβα ότι είναι αυτός, του λέω «με έχετε προσλάβει;». Μου λέει «όχι». Είχε προσλάβει τον Στέφανο Κυριακίδη. Αλλά προσέλαβε κι εμένα τελικά∙ τι τύπος! Απίθανο μυαλό, επαναστάτης. Πήγα, είπα «θέλω κωμωδία, δεν μπορώ το δράμα, ψυχοπλακώνομαι». Με έβαλε σε μια παράσταση χάλια, παραιτούμαι και φεύγω και έρχομαι στην Αθήνα. Μετά από μια εβδομάδα παίρνω τη μάνα μου, μου λέει «σε ψάχνει ο κύριος Βολανάκης». Τηλεφωνώ από το περίπτερο, μου λέει «έλα», πάω πάλι, σε ενάμιση χρόνο έφυγα, δεν μπόρεσα να επικοινωνήσω εκεί πέρα.
— Ήρθες ξανά πίσω και πού δούλεψες;
Δούλεψα με τον Κιμούλη στο «Ζητείται τενόρος», πληρώθηκα για πρώτη φορά και από τότε το ένα έρχεται μετά το άλλο, με πάρα πολλή δουλειά για να μπορέσεις να πείσεις τον θεατή, να του πεις «έλα το βράδυ να με δεις στο θέατρο» και να μη τον απογοητεύσεις.
— Σε έμαθαν γρήγορα όμως.
Και λόγω της τηλεόρασης. Μπήκα νωρίς στην τηλεόραση και έτσι άνοιξαν και οι πόρτες του θεάτρου, αλλά προσπάθησα πολύ να τις κρατήσω ανοιχτές, να μην είναι κάτι εφήμερο, κάποιος που είχε μια επιτυχία στο γυαλί.
— Σκέφτομαι πως όταν βγήκες στην κωμωδία, βλέπαμε τα ξέφτια των κωμικών, οι παλιοί κωμικοί είχαν πεθάνει ή ήταν στη δύση τους, η επιθεώρηση ήταν στη δύση της, με τη βιντεοκασέτα να έχει διαλύσει τα πάντα.
Ξέρεις ποια είναι η μοίρα των κωμικών; Μετά από κάποια χρόνια δεν υπάρχει κωμωδία για να παίξεις και προσπαθούν να κάνουν το βήμα, να κάνουν άλλα πράγματα, αλλά είναι αργά. Όταν τους έβλεπα −γιατί έμαθα πολλά από αυτούς− στη δύση τους, να αναμασούν τις ίδιες τροφές ή να έχουν εκχυδαϊστεί, με έπιανε μεγάλη στενοχώρια. Και η μανιέρα τους, που ήταν πολύτιμη για εμάς, είχε πια ξεπεραστεί.
— Πιστεύεις δηλαδή ότι η ζωή του κωμικού έχει ημερομηνία λήξης;
Ναι, έχει, γιατί δεν υπάρχουν κείμενα.
— Εσύ τι υπερασπίζεσαι επί σκηνής;
Αυτό που υπερασπίζομαι είναι η ερμηνευτική γραμμή, γενικά πιστεύω στην ερμηνεία. Τι θέλω να πω με αυτό: Μελετώντας την ερμηνευτική αγωγή, ξέρω ότι οι φερόμενοι ως καλοί ηθοποιοί του σήμερα καταθέτουν σωστά επί σκηνής τρία βασικά συναισθήματα, χαρά, λύπη, οργή, και έτσι αποκωδικοποιείς αυτά που βλέπεις. Η ερμηνεία ξεκινά πάνω από αυτό. Παίζεται στα μαύρα πλήκτρα του πιάνου, του θεάτρου. Και εκεί αρχίζεις και δημιουργείς έναν άλλο κόσμο, πας σε κάτι πιο πνευματικό και ο θεατής ταξιδεύει μαζί σου. Και τότε γεννιέται και πεθαίνει μέσα σου ένα συναίσθημα άλλο, όχι «τα συμφωνηθέντα», ούτε οι γενικότητες.
— Τι σημαίνει γενικότητες;
Τα γενικά συναισθήματα, που τα απεχθάνομαι βαθιά στο θέατρο, την κατασκευή μιας εικόνας. Κάποιοι λίγοι το κάνουν αριστοτεχνικά, και ας μη συμφωνείς. Βρίσκω ότι σήμερα υπάρχει μια παθογένεια στην ερμηνευτική αγωγή, δεν βλέπω ερμηνευτική διαδρομή σε μια παράσταση και αυτό με κουράζει. Η κλασική ερμηνευτική γραμμή πιστεύω απογειώνει το κοινό. Όλοι, ωστόσο, κάνουν την προσπάθειά τους.
— Το κοινό τι ρόλο παίζει σε αυτή την επιλογή;
Εγώ κάνω μαζικό θέατρο. Το κοινό που έχω είναι από τριάντα χρονών και πάνω. Εδώ πρέπει να είσαι και πιο τίμιος, έχουν δει πολλά, περισσότερο θέατρο, και το δούλεμα, την έκπτωση την καταλαβαίνουν με το «καλησπέρα».
— Σαράντα χρόνια που δουλεύεις στο θέατρο τι έχει αλλάξει;
Έχει μπει ο πειραματισμός, η έρευνα, αλλά και προτάσεις που σβήνουν και τελειώνουν στη θεωρία και δεν περνάνε στο πρακτικό κομμάτι της παράστασης. Σε έναν βωμό πειραματισμού ο καθένας αυτοσχεδιάζει. Δεν αφορούν την ερμηνεία προβολές ή αναγνώσεις των δημιουργών για να εντυπωσιάσουν ή να είναι υπεράνω του συγγραφέα.
— Δεν είναι θεμιτές οι αναγνώσεις; Αλλά εσύ μιλάς και για ερμηνευτική σύνδεση των ηθοποιών, έχει να κάνει με τις σχολές ή με τον χρόνο που ένας σκηνοθέτης δουλεύει με ένα σύνολο;
Και με τα δυο. Στις σχολές το κλασικό δεν διδάσκεται, θεωρείται βέκιο. Όταν λέμε κλασικό, για να μην υπάρχει παρεξήγηση, δεν εννοώ τον τρόπο που έκανε θέατρο ο Ροντήρης, ούτε να παίξεις σαν τον Μινωτή ή την Παξινού, εννοώ τη βάση, την κλασική παιδεία που πρέπει να έχεις για να προχωρήσεις, να εξελίξεις την υπαρξιακή σου αγωνία για να μη γεράσεις μέσα σου. Ας πούμε, ο ιδιοφυής Βολανάκης μπορούσε να τα κάνει όλα αυτά, πατώντας στο κλασικό ήταν μοντέρνος.
— Με τη σκηνοθεσία πώς συνδέεσαι;
Στην αρχή σκηνοθετούσα γιατί δεν συνοδοιπορούσα με κάποιον σκηνοθέτη, σκεφτόμασταν διαφορετικά. Όταν ισχυροποιήθηκα ως ηθοποιός και κατάλαβα ότι θέλω να παραμείνω παιδί, παράτησα τη σκηνοθεσία για να αφοσιωθώ στην ερμηνεία. Και μπόρεσα να «παντρευτώ» με πολλούς, όπως τώρα με τον Μπέζο, που σκηνοθετεί τον «Δον Κιχώτη». Είναι πρακτικός του θεάτρου, είναι ηθοποιός, ξέρει το metier, καταλαβαίνει πολλά και νιώθεις ασφάλεια.
— Ας πούμε, αν σε φωνάξουν σε ένα μεγάλο θέατρο, στο Εθνικό, να παίξεις με έναν θίασο που δεν ξέρεις ή με έναν σκηνοθέτη που δεν ξέρεις, θα πας;
Όχι. Δεν μπορώ να πάω να δοκιμάσω την τύχη μου, γιατί είμαι άνθρωπος που στενοχωριέται εύκολα αν δεν γίνει κάτι καλά και δεν το θέλω.
— Έχεις κάνει πολλούς «γάμους» στο θέατρο και έναν στη ζωή, με την Έφη Μουρίκη, μια εξαιρετική ηθοποιό. Δουλεύετε μαζί, υπάρχει καμιά φορά το σκουλήκι του ανταγωνισμού;
Το σκουλήκι δεν υπάρχει στη δουλειά, υπάρχει συνήθως στη ζωή, όπως σε όλους τους ανθρώπους, όταν δυο διαφορετικές προσωπικότητες, δυο μοναξιές ενώνονται. Είμαστε μαζί από παιδιά σχεδόν, 36 χρόνια, αγαπάμε ο ένας τον άλλο, ταιριάξαμε, δουλεύουμε μαζί και είναι προτιμότερο να σκέφτονται δυο μυαλά αντί για ένα. Και όταν σκηνοθετούσα δεν ήμουν μόνος, ήμασταν μαζί. Πάντα προστατεύει ο ένας τον άλλο και μοιραζόμαστε αγωνίες και άγχη. Με την Έφη έμαθα να εκτιμώ και να εντυπωσιάζομαι από την ποιότητα και τον τρόπο με τον οποίο σκέφτονται οι γυναίκες και από την ουσία της πολυσχιδούς τους προσωπικότητας. Δύσκολα τα βγάζεις πέρα με μια έξυπνη γυναίκα.
— Η τηλεόραση βοηθάει τελικά το θέατρο;
Η τηλεόραση, ακόμα και οι πιο καλές σειρές, ο κινηματογράφος, είναι αναπαράσταση της ζωής, το θέατρο είναι ο αντίλαλός της. Υπάρχει τεράστια διαφορά. Η τηλεόραση έχει βοηθήσει το θέατρο, που δεν είναι πια κοινωνική οικογενειακή έξοδος. Σε βλέπουν σε μια σειρά, έρχονται στο θέατρο, αλλά μπορεί και αυτόματα να σε ακυρώσουν. Πάντα η ζωντανή εμπειρία είναι ανεκτίμητη, κοινωνικοποιείσαι, ακουμπάς τον διπλανό σου, έχεις επαφή. Για μένα το μεγάλο πείραμα και στοίχημα είναι να κάνεις τον θεατή ισότιμο συνομιλητή σου και με απασχολεί αυτό που κατασκευάζω να φτάνει κάτω χωρίς να φαίνονται οι ραφές. Δηλαδή, ο άλλος να νομίζει ότι μπορεί να το κάνει και αυτός. Να κάνεις ανά δευτερόλεπτο αναπαραγωγή της αλήθειας, να ηχεί κάτι αληθινά.
— Διαβάζεις καθημερινά θέατρο;
Από τα ξημερώματα, μελετώ καθημερινά. Οι θεατρικοί συγγραφείς με συγκλονίζουν, κάνω μαζί τους ένα ταξίδι ρόλων και χαρακτήρων, γιατί εμείς οι ηθοποιοί χειριζόμαστε δανεικές ζωές και είναι απίστευτο δώρο η δουλειά μας, να ταξιδεύεις μέσα στον κόσμο, τη φυσιογνωμία, τη συμπεριφορά, τον χρόνο, μέσα σε κάτι άλλο. Δεν το βαριέσαι ποτέ, δεν πλήττεις και σε κρατάει νέο. Ας πούμε, όταν διαβάζω Μπέκετ είναι σαν σπίτι μου. Πρώτα κατάλαβα τον Μπέκετ και μετά τον Τσέχοφ, που τον κατάλαβα όσο μεγάλωνα, τη λιτότητα, την απραξία, το τίποτα που είναι γεμάτο νόημα. Επειδή είναι τόσο απλός, έχει αξεπέραστο βαθμό δυσκολίας για να τον προσεγγίσεις ερμηνευτικά και να είσαι ουσιώδης.
— Ποια είναι η μεγαλύτερη αρετή ενός ηθοποιού;
Η μελέτη και η εργασία και το μάθημα της επίγνωσης. Πρέπει να καταλάβεις μέχρι πού μπορείς να απλώσεις τα πόδια σου και ότι άλλοι το κάνουν καλύτερα και μπορούν περισσότερα. Είναι δύσκολο να το αποδεχτείς, αλλά όταν συμβεί απελευθερώνεσαι πραγματικά και ζητάς την ουσία και τίποτα παραπάνω.