Είναι βεβαίως η ομηρική βασίλισσα της Τροίας, η σύζυγος του Πριάμου, είναι επίσης η κεντρική ηρωίδα της ομώνυμης τραγωδίας του Ευριπίδη. Είναι όμως ταυτόχρονα μια σημερινή γυναίκα, μια ηθοποιός ονόματι Νάντια («Ελπίδα» στα ρωσικά), η οποία αφενός έχει ξεκινήσει πρόβες για να αναμετρηθεί με έναν δύσκολο ρόλο, αυτόν της πρωταγωνίστριας στην εν λόγω τραγωδία, αφετέρου βιώνει μια άλλη τραγωδία, προσωπική, όταν μαθαίνει ότι κακομεταχειρίζονται το αυτιστικό παιδί της στο ίδρυμα που το φιλοξενεί και ξεκινά έναν αγώνα για να αποκαλυφθεί η αλήθεια και να τιμωρηθούν οι ένοχοι.
Πώς προέκυψε αυτός ο συσχετισμός της Νάντιας με τη μυθική Εκάβη; Ο Τιάγκο Ροντρίγκες βρισκόταν, καθώς λέει, στην Ελβετία όταν ξέσπασε ένα σκάνδαλο που αφορούσε την κακοποίηση αυτιστικών παιδιών σε κρατικά ιδρύματα, συνέβη μάλιστα μία από τις ηθοποιούς με την συνεργαζόταν να έχει επίσης ένα αυτιστικό παιδί.
«Η οργή γίνεται θλίψη και μετά δίψα για εκδίκηση. Υπάρχει μεν μια συζήτηση περί δικαιοσύνης μεταξύ της Εκάβης και του Αγαμέμνονα, αλλά ο Ευριπίδης παίρνει πολύ φανερά το μέρος της».
Άρχισε τότε να σκέφτεται πώς μπορεί να συνδυάσει αυτή την αληθινή ιστορία με μια αρχαία ελληνική τραγωδία και πιο κατάλληλη του φάνηκε η Εκάβη, μία από τις πιο δύσκολες αλλά και πιο ενδιαφέρουσες «διδασκαλίες» ενός θεατρικού είδους το οποίο λατρεύει κυριολεκτικά γιατί «είναι γεμάτο νοήματα διαχρονικά και σε κεντρίζει να δεις τον κόσμο με άλλα μάτια». Εδώ βλέπουμε την αιχμάλωτη, πλέον, βασίλισσα που τόσα κακά την έχουν βρει να κάνει τη θλίψη της οργή όταν μαθαίνει ότι αφενός ο γιος της Πολύδωρος δολοφονήθηκε από τον βασιλιά της Θράκης, όπου είχε καταφύγει, ότι η κόρη της Πολυξένη πρόκειται να θυσιαστεί στον τάφο του Αχιλλέα ως άλλη Ιφιγένεια αφετέρου – ήταν από τα λίγα παιδιά που της είχαν απομείνει.
«Η οργή γίνεται θλίψη και μετά, δίψα για εκδίκηση. Υπάρχει μεν μια συζήτηση περί δικαιοσύνης μεταξύ της Εκάβης και του Αγαμέμνονα, αλλά ο Ευριπίδης παίρνει πολύ φανερά το μέρος της. Αυτό είναι πολύ σπάνιο στην ελληνική τραγωδία, να αντιλαμβάνεσαι εύκολα με ποιον ήρωα συμφωνεί περισσότερο ο συγγραφέας», θα πει.
Η Εκάβη είναι μια τραγωδία που την έχει λέει δουλέψει πολύ με τους ηθοποιούς του, καθώς τη θεωρεί από τις δυσκολότερες ερμηνευτικά, μια και σχετίζεται με τον θυμό, τον πόνο, την απόγνωση: «Πώς, άραγε, μπορείς να παίξεις στη σκηνή μια μάνα που ανακαλύπτει το πτώμα του παιδιού της;» διερωτάται.
Γιατί, όμως, αυτός ο αντιθετικός τίτλος; «Ένας βασικός λόγος που επέλεξα τον τίτλο “Εκάβη, όχι Εκάβη” ήταν επειδή δεν ήθελα να παραπλανήσω το κοινό της Επιδαύρου. Διότι είναι μεν η Εκάβη του Ευριπίδη αλλά ταυτόχρονα δεν είναι, «μοιράζεται» τον ρόλο και τη σκηνή με τη Νάντια. Ο Ευριπίδης είναι επίσης εκεί, αλλά ταυτόχρονα δεν είναι. Υπάρχουν κομμάτια της ελληνικής τραγωδίας, της Εκάβης, του Ευριπίδη, αλλά όχι στην πλήρη μορφή τους. Μου αρέσει να ισορροπώ σε αυτήν τη λεπτή γραμμή, γιατί αυτό είναι το ζητούμενο στο θέατρο! Ο ίδιος ο Ευριπίδης υπήρξε επίσης αρκετά καινοτόμος συγκριτικά με τους άλλους δύο μεγάλους κλασικούς, τον Σοφοκλή και τον Αισχύλο.
Ένα ενδιαφέρον σκηνοθετικό εύρημα είναι το υπερμέγεθες ομοίωμα σκύλου που κυριαρχεί στη σκηνή. Τι συμβολίζει άραγε; Πρόκειται, λέει, για ένα πανέμορφο ομοίωμα φτιαγμένο στο ατελιέ της Comédie-Française: «Πηγή έμπνευσης ήταν ένα ρωμαϊκό αγαλματίδιο που θεωρείται ότι απεικονίζει τον Περτίκα, τον σκύλο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ανήκε σε μια εξαφανισμένη πλέον ράτσα αρχαιοελληνικού κυνηγετικού σκύλου που συγγενεύει με τον μολοσσό – ο δικός μας σκύλος είναι θηλυκός και παραπέμπει τόσο στο κατεξοχήν αρχέτυπο της πίστης και της αφοσίωσης όσο και στη μεταμόρφωση της Εκάβης/Νάντιας σε “λυσσασμένο” σκύλο-εκδικητή προς το τέλος του έργου. Παραπέμπει επίσης στο αυτιστικό παιδί που δεν βλέπουμε ποτέ στη σκηνή και το οποίο έχει εμμονή με τον Σκούμπι Ντου, ένα τηλεοπτικό καρτούν με σκυλιά».
Υπόψη ότι ο Ροντρίγκες, όπως άλλωστε το συνηθίζει, πρώτα καταπιάστηκε με το σκηνικό και τα κοστούμια και μετά άρχισε να γράφει το έργο, τη συγγραφή του οποίου συνέχισε στη διάρκεια των προβών, συμβουλευόμενος συχνά και τους ηθοποιούς του – δεν νιώθει καθόλου «αυθεντία».
«Μέσα από το έργο αυτό θέλω να μιλήσω για την ανάγκη προστασίας των πιο ευάλωτων από μας, είτε είναι ασθενείς, είτε παιδιά, είτε ανήμποροι, είτε ηλικιωμένοι, είτε στιγματισμένοι και κατατρεγμένοι, για την έννοια της δικαιοσύνης αλλά και για το πώς η λογοτεχνία και το θέατρο μπορούν να επιδράσουν καταλυτικά πάνω μας, παρακινώντας μας να διεκδικήσουμε το δίκιο μας», μου έλεγε σε συνέντευξη που κάναμε λίγο καιρό πριν για την Εκάβη του – και αυτό το δίκιο είναι πανανθρώπινο.
Ο ίδιος ο Ευριπίδης είναι ο αγαπημένος του κλασικός γιατί «μέσα από το έργο του θέτει τα θεμέλια του διεθνούς δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Σε αυτή την τραγωδία αξιώνει τον σεβασμό των αιχμαλώτων πολέμου, τον σεβασμό του θεσμού της φιλοξενίας επίσης – η παραβίαση αυτών των αξιών και η καταστρατήγηση κάθε έννοιας δικαίου είναι που κάνει την πρώην βασίλισσα και νυν σκλάβα να καταφύγει εν τέλει στην αυτοδικία, όπως συμβαίνει και με τη Νάντια, το σύγχρονο alter ego της. Εξάλλου, τα όρια μεταξύ δικαιοσύνης και αυτοδικίας τον είχαν απασχολήσει και στην προηγούμενη δουλειά του που είδαμε στη Στέγη, την Καταρίνα.
«Η δικαιοσύνη, είτε ηθική, είτε κοινωνική, είτε πολιτική, ήταν ανέκαθεν και παραμένει το μεγαλύτερο ζητούμενο», υπογραμμίζει.
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.