Κανένας δεν προσέχει ότι η γυναίκα που περπατά στη Σταδίου βιαστικά για να φτάσει στο ραντεβού μας είναι η ίδια που αποθεώνει εδώ και μία εβδομάδα το Τwitter για την ερμηνεία της στον ρόλο της Μαρίνας στον «Σασμό», με τον θρήνο της για τη δoλοφoνία του γιου της να έχει γίνει viral.
H Μαρία Πρωτόπαππα είναι μια ηθοποιός-χαμαιλέοντας, των ημιτονίων και των πολύ λεπτών αποχρώσεων, που έχει γράψει ιστορία με την ερμηνεία της στον μονόλογο Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α. της Λένας Κιτσοπούλου, έχει πλάσει μια συναρπαστική Έμμα Ρέγιες, μια καθηλωτική Λαβίνια στο Πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα και έχει σκηνοθετήσει έναν αλησμόνητο Μπέρνχαρντ στο Ρίτερ, Ντένε, Φος στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης, στο πρώτο θεατρικό της σπίτι.
Στην ίδια σκηνή όπου έκανε τα πρώτα της βήματα σκηνοθετεί την Αντιγόνη του Ζαν Ανούιγ, ένα από τα σημαντικότερα κείμενα της παγκόσμιας δραματουργίας που γράφτηκαν για την εξουσία, που κάνει πρεμιέρα στις 18 Φεβρουαρίου.
«Επιστρέφω ξανά και ξανά εδώ, στο πρώτο μου θεατρικό σπίτι, που είναι ένα μέρος οικείο για μένα. Ήμασταν συνέχεια εδώ από το πρώτο έτος, παίζαμε τα καλοκαίρια και έτσι μπορούσα να πληρώνω τη σχολή. Όταν τέλειωσα το 1992 με κράτησαν στο θέατρο. Έχω καλές αναμνήσεις. Υπήρχαν βέβαια μερικά πράγματα που δεν καταλάβαινα τότε, αλλά σήμερα τα καταλαβαίνω. Υπήρχε κάτι πατερναλιστικό αλλά και προστατευτικό μαζί, ήμασταν σαν μια οικογένεια – αυτό έχει να κάνει και με τον χαρακτήρα μας όμως.
Τη σκηνοθεσία την αντιμετωπίζω σαν ηθοποιός. Ήθελα να πλησιάσω συγγραφείς και να τους ανασκαλέψω με έναν τρόπο πιο ελεύθερο για μένα, να ολοκληρώσω κάτι. Σκηνοθετώ γιατί δεν μπορώ να παίξω τα πάντα, δεν έχω τα εργαλεία, αλλά θέλω να ερευνώ διαρκώς, και επειδή μου αρέσουν οι ηθοποιοί.
Εγώ ξέρω ότι δεν μασάω, ειδικά με ανθρώπους που έχουν ανώτερο στάτους, είναι θέμα ανατροφής. Τον εαυτό μου μπορεί να τον “μικραίνω” κάποιες φορές, αλλά τον σέβομαι. Όπως σε όλους, μου έχουν συμβεί διάφορα στα τόσα χρόνια που δουλεύω, αλλά ξέρω ότι εκείνη την ώρα δεν θα γίνω το θύμα, γιατί έχω επίγνωση της προσωπικής μου αξίας, επομένως μου βγαίνει μια εσωτερική αντίσταση που λέει “μέχρι εδώ”.
Αυτό που καταλαβαίνω είναι ότι το θέατρο είναι πολύ πιο ανοιχτό από την κοινωνία και ότι οι ηθοποιοί μιλάμε μεταξύ μας, κρατάμε με τους συναδέλφους μια “εφημερίδα”, ξέρουμε πώς περνάει ο καθένας σε κάθε δουλειά, ξέρουμε και τις κακοτοπιές, μαθαίνουμε την εμπειρία του άλλου με τους εκάστοτε συνεργάτες του, γιατί τα κουβεντιάζουμε μεταξύ μας.
Όταν είσαι στο τιμόνι μιας δουλειάς, εκεί αναμετριέσαι πάλι και με τη δυναμική σου και με τους χαρακτήρες, τον δικό σου και των άλλων – εκεί πρέπει να λειτουργείς πολύ σύνθετα. Αυτό που με εξοργίζει είναι το mansplaining, που δεν το συναντάμε οι γυναίκες μόνο στη δουλειά μας, είναι καθρέφτης μιας κοινωνίας στην οποία οι άντρες έχουν αδικαιολόγητα υπέρμετρη αυτοπεποίθηση και θέλουν να την επιβάλουν με τον πιο κηδεμονικό τρόπο.
Βλέπω και η ίδια πόσες φορές το βουλώνω, αλλά σήμερα μπορώ να αναγνωρίζω την ευθύνη μου, έχω μάθει να συγκρατώ τον εαυτό μου από τον θυμό, το παράπονο που με έπνιγε, για να μπορούμε να συνεργαστούμε, να μη γυρίζει όλο αυτό μέσα μας. Νομίζω ότι αυτό έχει ξεκινήσει από πολύ παλιά, όταν οι γυναίκες όριζαν τα πράγματα, αλλά τα πέρναγαν πλαγίως για να μην πληγωθεί ο εγωισμός του άντρα, γιατί αν ακούσει μια αλήθεια ευθέως διαλύεται, γιατί δεν έχει μάθει αλλιώς. Είναι σαν αυτό που λένε ακόμα στα παιδιά, ότι αν χτυπήσεις στο τραπέζι, φταίει το τραπέζι.
Και σήμερα, που έχω κάνει κι εγώ μια διαδρομή, βλέπω πόσοι άντρες που αγαπώ, που έχω μέσα στην καρδιά μου, καταστράφηκαν από αυτήν τη νοοτροπία η οποία τους φόρτωσε ένα σωρό βάρη και ευθύνες που είναι όλες ψευδαισθήσεις. Δεν πρόκειται περί φεμινισμού αλλά περί υπόστασης. Και ως κοινωνία το μόνο που καταφέρνουμε είναι να χάνουμε ανθρώπινο δυναμικό».
Οι άντρες και ο ρόλος τους μέσα στις κοινωνίες είναι ένας βασικός μοχλός στη σειρά που πρωταγωνιστεί η Μαρία, η οποία αντιμετωπίζει την τηλεόραση ως ένα μέσο που της επιτρέπει να εκφραστεί και να βρει νέα εργαλεία όσον αφορά την έκφραση, να «ανοίξει» και να βάλει νέα θέματα στις αναζητήσεις της, ψάχνοντας τις στιγμές και όχι τους ρόλους, που είναι το όχημα. Πάντα ήταν ντροπαλή, πάντα χρειαζόταν το «μαζί», τη συνεργασία, με ελαφρότητα αλλά και με έναν τρόπο να μπαίνει βαθιά στα πράγματα. Όσοι τη γνωρίζουν μιλάνε για το πόσο μελετά κάθε λέξη, κάθε στιγμή, είναι από τους πιο λεπτολόγους ανθρώπους που έχουν γνωρίσει.
Στα τριάντα έξι της ένιωσε ότι ήταν σε τέλμα και αποφάσισε να φύγει και να πάει στην Τσεχία, σε μια μικρή σχολή, να κάνει σινεμά, όχι υποκριτική, όπως θα περίμενε κάποιος, για να μάθει κάτι παραπάνω, όπως λέει, και να έχει μια αναφορά, να «λερώσει τα χέρια της», να κάνει λάντζα στα γυρίσματα, και γοητεύτηκε από τον κόσμο μπροστά και πίσω από την κάμερα.
«Αν και άργησα να κάνω τηλεόραση, έχω κάνει αρκετές δουλειές, με διαλείμματα όμως, γιατί θέλω να είμαι συγκεντρωμένη σε ένα πράγμα. Δεν ξεχωρίζω την τηλεόραση από τον κινηματογράφο, αλλά έχω ανάγκη να ψάχνω τη λεπτομέρεια, παρά το γεγονός ότι οι χρόνοι πιέζουν και τα γυρίσματα είναι πολλές φορές εξαντλητικά. Είναι απολαυστικό να δουλεύεις με καλούς ηθοποιούς και καλούς συνεργάτες, ακόμα και σήμερα, όταν βλέπω κάποιον, μπορεί να πω: «Πω πω τι κάνει!».
Στον “Σασμό”, τις σκηνές μου τις κάνω με τη Ζωή Φίλιππα, που έχει φοβερή ενσυναίσθηση. Όσο και αν πιέζεται να κάνει τα δύσκολα τεχνικά, δεν κάνει έκπτωση στο πώς φτιάχνονται οι σχέσεις, συνεννοούμαστε και γι’ αυτό φτάνει στην οθόνη αυτό το αποτέλεσμα. Για την τηλεόραση ισχύει το “αν θες, το κάνεις” και εννοώ “το κάνεις καλά”, εφόσον έχεις σκηνοθέτη, και συναδέλφους, και συνεργάτες καλούς. Αυτοί φτιάχνουν τη συνθήκη μέσα στην ταλαιπωρία, μετά από δεκάωρα γυρίσματα.
Ο κόσμος διψάει για σεβασμό γιατί υπάρχει μια τρομερή απαξίωση και όταν βλέπει κάτι καλό, αμέσως το εκτιμά, το καταλαβαίνει επί τόπου. Θέλει να βλέπει καλούς ηθοποιούς και οι σειρές έχουν ανάγκη από καλούς ηθοποιούς που το ψάχνουν, που αναζητούν την αλήθεια εις βάθος. Δηλαδή αυτήν τη σκηνή της μάνας την έκανα έχοντας κατά νου μοντέλα αληθινών γυναικών, γιατί με ενδιαφέρει να δουλεύω με το documentary.
Έχω μια αγαπημένη γυναίκα που έχασε το παιδί της, μια γυναίκα που ξέρουμε όλοι, κι εγώ νιώθω πολύ μικρή μπροστά της –όταν το λέω, ντρέπομαι–, τη Μάγδα Φύσσα – μελέτησα πολύ και για ώρες τα μάτια της, το βλέμμα της.
Όπως υπάρχει η βεντέτα στον «Σασμό» ανάμεσα σε νέους άντρες που θα έπρεπε να είναι στην ίδια πλευρά, έτσι και στην Αντιγόνη δυο αγόρια, δυο μυθικά πρόσωπα, δυο σύμβολα, βρίσκονται το ένα απέναντι στο άλλο.
«Είναι όψεις ενός εμφυλίου αυτές. Ο Ανούιγ μιλά για έναν εμφύλιο, αδελφός εναντίον αδελφού, μέσα στη γερμανική κατοχή όταν γράφει το έργο. Μιλάει για μια επιλογή που μπορεί να οδηγήσει σε κάτι ακραίο, να σκοτώσεις και να χάσεις κι εσύ τη ζωή σου μέσα από αυτή την πράξη. Γιατί τη χάνει και ο θύτης τη ζωή του, μη γελιόμαστε, δεν την ξαναβρίσκει ποτέ. Τώρα άνοιξε ένας κρατήρας με αυτό το έργο που είχα για χρόνια παρεξηγημένο. Είναι τόσο ανοιχτή η γλώσσα του, δεν είναι αναπαραστατική ούτε ρεαλιστική.
Είναι κρυπτικός ο λόγος, γιατί το έργο έπρεπε να περάσει από τη λογοκρισία των Γερμανών, συγγενεύει με το παράλογο, είναι πιο κοντά στον Πιραντέλο, ξεγυμνώνει τους ηθοποιούς μπροστά στα μάτια των θεατών, τους βάζει να μιλάνε για αφύπνιση και ακεραιότητα χωρίς να πολώνει ή να γέρνει προς τη μια ή την άλλη πλευρά – γιατί η Αντιγόνη έχει χρησιμοποιηθεί ως σύμβολο ακόμα και από τους εθνικοσοσιαλιστές. Οι λέξεις αποκαλύπτονται μπροστά στα μάτια μας, δεν υπάρχει ήρωας εδώ, και ανάλογα με το πλαίσιο και τα αυτιά που τον ακούνε κάθε φορά, αποκτούν άλλα νοήματα».
Όποτε η Μαρία Πρωτόπαππα κάνει μια σκηνοθεσία λέει «ποτέ ξανά», αλλά αφήνεται σε μια εσωτερική ροή, σαν ένα κομμάτι της αλήθειας που αναζητά και κουβαλά ακόμα και στον ύπνο της.
«Τη σκηνοθεσία την αντιμετωπίζω σαν ηθοποιός. Ήθελα να πλησιάσω συγγραφείς και να τους ανασκαλέψω με έναν τρόπο πιο ελεύθερο για μένα, να ολοκληρώσω κάτι. Σκηνοθετώ γιατί δεν μπορώ να παίξω τα πάντα, δεν έχω τα εργαλεία, αλλά θέλω να ερευνώ διαρκώς, και επειδή μου αρέσουν οι ηθοποιοί. Και επειδή μέσα από κάθε τέτοια εξερεύνηση προσπαθείς να καταλάβεις αυτό που σου λέει ο άλλος, δεν νιώθεις μόνος σου, υπάρχει ένας μάρτυρας, έχει ο ένας τον άλλον και αυτή είναι η δύναμή μας. Είναι σαν να πλησιάζεις μια μικρή ελευθερία».
«Αντιγόνη» του Ζαν Ανούιγ
Μετάφραση: Μάριος Πλωρίτης
Σκηνοθεσία - δραματουργική επεξεργασία: Μαρία Πρωτόπαππα
Σκηνικός χώρος - κοστούμια: Εύα Νάθενα
Κίνηση: Κατερίνα Φωτιάδη
Μουσική: Λόλεκ
Φωτισμοί: Μελίνα Μάσχα
Παίζουν: Χρήστος Στέργιογλου, Γιάννης Τσορτέκης, Κίττυ Παϊταζόγλου, Αντριάνα Ανδρέοβιτς, Δημήτρης Μαμιός, Δημήτρης Μαργαρίτης, Ηλέκτρα Μπαρούτα και η Μαρία Πρωτόπαππα
Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν-Υπόγειο
Πεσμαζόγλου 5, 210 3228706-210 3222760
Ημέρες & ώρες παραστάσεων: Πέμ.-Σάβ. 20:30, Κυρ. 19:00
Από 18/2
Η τηλεοπτική σειρά «Σασμός» προβάλλεται στον Alpha κάθε Δευτέρα με Πέμπτη στις 21:00.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
To νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.