Ας ξεκινήσουμε με τους ανθρώπους. Είναι αυτοί που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε επιζώντες. Ο θίασος αυτός των 65+ που γενικά και ασυλλόγιστα αποκαλούμε τρίτη ηλικία, καμιά φορά περιφρονητικά, αυτοί που ξεκίνησαν από μια οντισιόν το 2018, είναι όλοι όρθιοι σήμερα και κάνουν πρόβα μπροστά μας.
Είναι δύο τραγουδίστριες μαγικές, η Έλλη Πασπαλά και η Σαββίνα Γιαννάτου, είναι οι λυρικοί τραγουδιστές Χάρης Ανδριανός, Γιάννης Καλύβας, Μαρίνα Κρίλοβιτς, Θεοδώρα Μπάκα, Κωστής Ρασιδάκις, Πέτρος Σαλάτας, Γιώργος Σαμαρτζής, είναι η χορωδία 65+ και η διαπολιτισμική ορχήστρα της Λυρικής, είναι οι τρεις που υπογράφουν ένα έργο που ονομάζεται Μέσα Χώρα, ο Γιάννης Αστερής που έγραψε το λιμπρέτο, ο Νίκος Καραθάνος που σκηνοθετεί και ο Άγγελος Τριανταφύλλου που μας χαρίζει ένα μουσικό έργο-ύμνο για «όλους όσοι έφυγαν σα μοναχικοί αστέρες όταν η μοναξιά τους ανατινάχτηκε με πάταγο».
Είναι η μεγάλη απούσα της παράστασης. Η Έλλη Παπαγεωργακοπούλου, η σκηνογράφος και συνοδοιπόρος τους, η φίλη τους που οραματίστηκε ένα σκηνικό και μια ζωή μετά τον θάνατο που μοιάζει με γλέντι.
Είναι αυτοί που στα τρία δωμάτια του σκηνικού χώρου ξετυλίγουν τις ιστορίες τους: ένας πατέρας ανάπηρου παιδιού, μια γυναίκα χαμένη στον κόσμο της, οι γέροι γείτονες που μετράνε απώλειες, αυτός που τραγουδά ακόμα ένα ερωτικό τραγούδι στην κατάκοιτη γυναίκα του.
Ωραία σε τύλιξε ο χρόνος έκρυψε τα νιάτα σου
για να μη σ’ τα κλέψουν – Μίκρυνε το σώμα σου
Για να μην κρυώσεις
Άσπρισε τα μαλλιά σου
Για να χάνεσαι στο φως
Έδωσε κι άλλη πνοή στα χέρια σου αυτός ο μικρός χορός των χεριών
σου – Βλέπεις κι ακούς
Μονάχα εμένα
Ωραία σε τύλιξε ο χρόνος
Οι άνθρωποι που από το 2017 έχουν σχεδιάσει αυτήν τη δουλειά βρίσκονται στην τελική ευθεία των προβών, ο Άγγελος Τριανταφύλλου και ο Νίκος Καραθάνος χαιρετούν όσους περνάνε για την πρόβα. «Αυτό που σκέφτομαι είναι τι θα κάνω εγώ μετά, όταν τελειώσουμε αυτές τις παραστάσεις. Δεν εννοώ επαγγελματικά αλλά πώς θα γίνει να σας βλέπω», τους λέει ένας κύριος που ζωηρά περνά από μπροστά μας για να κάνει τις ασκήσεις φωνητικής πριν από την πρόβα του.
Μας τρώει αυτή η λαγνεία για τη νεότητα, μας ενδιαφέρει μόνο το νέο κοινό, οι νέοι αναγνώστες, οι νέοι καταναλωτές. Σε άλλες χώρες όλοι είναι επάνω στα ποδήλατα, εδώ άντε να κάνεις ποδήλατο… Έχουμε αυτήν την κακή νοοτροπία να μη δίνουμε ώθηση στους μεγαλύτερους ώστε να είναι ενεργοί.
— Τι θα δούμε σε αυτή την παράσταση;
Άγγελος: Μια όπερα για τον θάνατο από μοναξιά στην τρίτη ηλικία. Είναι σπονδυλωτή, έχει μικρές ιστορίες και κάποιες μεγαλύτερες από τη ζωή και τον θάνατο μέσα σε τρία περιβάλλοντα, ιδωμένα από τη δική μας πλευρά, την άλλη.
Αυτό που θέλαμε είναι να μιλήσουμε για τον θάνατο υμνώντας τη ζωή. Αυτό είναι το βασικό πλαίσιο. Είχα αρχίσει να γράφω μουσική από το 2017. Το συζητήσαμε με τον Γιώργο Κουμεντάκη, που μας υποστήριξε πολύ σε αυτό το σχέδιο, και αρχίσαμε να δουλεύουμε το 2018 με προοπτική να παρουσιαστεί το 2020, αναβλήθηκε όμως λόγω του κορωνοϊού. Αυτή την πορεία ακολουθήσαμε οι τέσσερίς μας, με τον Γιάννη και την Έλλη.
Νίκος: Όταν με την Έλλη καθίσαμε να τη βάλουμε σε έναν τόπο το 2018, σκέφτηκα ότι αυτές είναι ιστορίες που εκτυλίσσονται μέσα σε σπίτια στα οποία ζούμε, οπότε προέκυψαν τρία σκηνικά, ισάριθμα δωμάτια σπιτιών∙ σε τομή το πρώτο, ένα πανύψηλο δωμάτιο, ένα πουργκατόριο το δεύτερο, και το τρίτο είναι μια πλατεία ενός ελληνικού χωριού στο Πήλιο, της Μακρυνίτσας συγκεκριμένα ‒ αυτή ήταν μια ιδέα της Έλλης. Παιδευόμασταν να φτιάξουμε σκηνικά κατάλληλα γι’ αυτούς τους ανθρώπους και πάντα καταλήγαμε σε ένα δωμάτιο με λίγα έπιπλα, ασκητικό.
Θυμάμαι, όταν ήμουν μικρός, άκουσα κάποια στιγμή ότι «πέθανε ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος», μάλιστα μια θεία έλεγε «μόνος του πέθανε». Αναρωτιόμουν, λοιπόν, πώς πέθανε μόνος του, τι να είχε στο δωμάτιό του. Τίποτα, τα ελάχιστα, αυτό σκεφτόμαστε εμείς. Οι μεγάλοι άνθρωποι δεν χρειάζονται πολλά, πεθαίνουν μόνοι. Τη στιγμή της αναχώρησης τι έχεις δίπλα σου; Ένα κομοδινάκι, ένα βιβλίο, τα απαραίτητα.
— Θέλω να μου πείτε πώς ξεκίνησε αυτή η ιδέα, ποιος τη σκέφτηκε.
Άγγελος: Η ιδέα ξεκίνησε από ένα άρθρο της LiFO με τον τίτλο «Kodokushi: Οι θάνατοι μοναχικών ανθρώπων στην Ιαπωνία, μία μάστιγα»: «Στην Ιαπωνία, ένα μεγάλο μέρος των ανθρώπων γερνά και πεθαίνει σε απόλυτη μοναξιά. Οι Αρχές ειδοποιούνται από γείτονες και υπάρχει ειδική υπηρεσία που αναλαμβάνει την απολύμανση και τον καθαρισμό σπιτιών, των οποίων οι ιδιοκτήτες είχαν για μέρες φύγει από τη ζωή κι αυτό έγινε αντιληπτό από τη μυρωδιά... Το τραγικό αυτό φαινόμενο σε μια Ιαπωνία που γερνά ονομάζεται "kodokushi" και είναι η σύγχρονη μάστιγα των μεγαλουπόλεων αλλά και της ιαπωνικής επαρχίας. Οι επίσημες στατιστικές της χώρας κάνουν λόγο για περίπου 30.000 τέτοιους θανάτους, ωστόσο οι εταιρείες απολύμανσης και καθαρισμού υποστηρίζουν ότι ο αριθμός αυτός είναι πολύ υψηλότερος. Όμως δεν κινδυνεύουν μόνο οι ηλικιωμένοι από αυτό το φαινόμενο. Ακόμη και νεότεροι άνθρωποι, με όχι ιδιαίτερα στενές σχέσεις με την οικογένειά τους, αντιμετωπίζουν την ίδια ζοφερή πραγματικότητα. Οι αριθμοί αποκαλύπτουν την πραγματική μάστιγα της Ιαπωνίας που δεν είναι άλλη από τη μοναξιά. Σήμερα, περισσότεροι από 10 εκατ. Ιάπωνες ζουν μόνοι τους, χωρίς σύντροφο ή οικογένεια. Αυτό ίσως να εξηγεί την ύπαρξη 4.000 εταιρειών που προσφέρουν υπηρεσίες για περιστατικά kodokushi».
Αυτό διάβασα και συγκλονίστηκα συνειδητοποιώντας τι κοινωνίες έχουμε φτιάξει, ότι παίρνουμε χαμπάρι πως έχουν πεθάνει άνθρωποι επειδή σαπίζουν στα σπίτια τους ή αδειάζουν οι λογαριασμοί τους στην τράπεζα, ότι άνθρωποι με οικογενειακές σχέσεις που έχουν διαρραγεί δεν έχουν κανέναν να τους νοιαστεί.
— Και γιατί αυτό έγινε όπερα και όχι θεατρικό έργο;
Άγγελος: Σκέφτηκα ότι θέλω να την τραγουδήσουμε αυτήν τη μοναξιά, όχι να τη μιλήσουμε. Ο ήχος που την ακολουθεί, λοιπόν, φέρει μια μεγάλη ιδιαιτερότητα. Κάναμε ακρόαση με ανθρώπους 65+, επαγγελματίες και ερασιτέχνες που τραγουδούν πάρα πολύ όμορφα, και δομήσαμε τις σκηνές πάνω σε αυτούς τους.
Έχουμε δώδεκα σολίστες, πάνω στους οποίους γράψαμε μουσική. Οπότε, αντί να γράψω μια όπερα με συνοχή, στίγμα, προσωπικό ύφος και όλα αυτά τα πράγματα που πρέπει να έχει συνήθως, έπρεπε να γράψω σκηνές που να ανταποκρίνονται σε αυτούς τους ανθρώπους και σε αυτά που αγαπάνε.
— Δηλαδή;
Άγγελος: Ας πούμε, δεν θα μπορούσα να δώσω μια βαριά σύγχρονη μουσική σε έναν ηλικιωμένο υπέροχο κύριο που ήρθε στην οντισιόν και είπε έναν έξοχο Πουτσίνι αβίαστα, με μια φωνή τενόρου τριαντάχρονου, και που λατρεύει το μπελκάντο σε οποιαδήποτε έκφανση.
Του έδωσα μια άρια μπελκάντο γιατί αυτό αγαπάει και θα υπηρετήσει καλύτερα. Προσπάθησα να σκύψω πάνω σε αυτούς τους ανθρώπους και να βρω έναν τρόπο να συνδέσω πολλά διαφορετικά ύφη με ένα πιο προσωπικό, δικό μου στοιχείο.
Νίκος: Αυτό το εγχείρημα είναι παράξενο. Πρόκειται για μια συγκινητική διαδρομή που πάει αρκετά πίσω, τότε που ψάχναμε τους ανθρώπους για την παράσταση. Ήρθε ο κύριος Λάζαρος ‒που μας χαιρέτησε νωρίτερα‒ μαζί με μια κοπέλα που κάθισε στο πιάνο και μόλις τελείωσε εκείνη πετάχτηκε επάνω και του είπε «μπράβο, μπαμπά». Τελωνιακός ήταν ο άνθρωπος όλα του τα χρόνια.
Μια άλλη περίπτωση είναι η κυρία Γιόλα που μένει στην Πάτρα και ήρθε στην Αθήνα για να τραγουδήσει. Υπάρχουν άνθρωποι που ποτέ ως τώρα δεν είχαν ανέβει στη σκηνή, όπως η Χορωδία 65+.
Ανάμεσα στους σολίστ έχουμε τον κ. Χριστούλα που επίσης ήρθε στην οντισιόν με δικό του πιανίστα, έπαιξαν Φρανκ Σινάτρα σε. Ο κ. Αντωνέλλος, που ήταν λυρικός τραγουδιστής, και η κόρη του επίσης τραγουδίστρια, θέλει να έρχεται το πρωί, γιατί το μεσημέρι κοιμάται∙ ζει διαφορετικά από εμάς. Ο κ. Νέγκας έρχεται με τη βέσπα του και του φωνάζουμε, γιατί φοβόμαστε.
Αυτοί οι άνθρωποι κάθε απόγευμα βγαίνουν σε μια σκηνή, πάντα οραματίζονται ότι τραγουδάνε. Η Μαρίνα Κρίλοβιτς, ας πούμε, που είναι μια μεγάλη κυρία του λυρικού τραγουδιού, ακούει σε αυτό το ψηλό δωμάτιο τον άντρα της, τον σπουδαίο Κώστα Πασχάλη, από μια τηλεόραση να τραγουδά και του απαντά τραγουδώντας.
— Άγγελε, θέλω να ρωτήσω εσένα, που είσαι σχεδόν σαράντα, γιατί σε απασχολεί αυτό το θέμα των ηλικιωμένων.
Όπως πολλά παιδιά, μεγάλωσα στην Ελλάδα με τον παππού και τη γιαγιά μου, οι οποίοι με καθόρισαν και με επηρέασαν σε πολλά πράγματα. Έχουν φύγει από τη ζωή πια και οι δυο, ο θάνατός τους ήταν τα δύο μεγάλα σοκ που βίωσα στην παιδική μου ηλικία.
Η όπερα είναι αφιερωμένη στη μνήμη του παππού μου, γιατί ήταν ένας βαθιά καλός άνθρωπος, ο καλύτερος που έχω γνωρίσει στη ζωή μου. Εργαζόταν σε μια ναυτιλιακή, στου Τυπάλδου, όπως και η γιαγιά μου∙ εκεί γνωρίστηκαν. Θα μπορούσα να μιλάω ώρες γι’ αυτούς. Θεωρώ ότι ποτέ δεν διαχειρίστηκα με τον τρόπο που ήθελα τις τελευταίες τους στιγμές, η αντιμετώπισή μου δεν είχε καμία σχέση με την αγάπη που τους είχα, κι αυτό μου άφησε ένα τραύμα. Αυτή η βασική ανάγκη με έκανε να μιλήσω σε αυτή την όπερα.
Από κει κι έπειτα νομίζω ότι επειδή μεγάλωσα σε ένα σπίτι όπου η πρόνοια απέναντι σε άτομα με ειδικές ανάγκες και τους ηλικιωμένους ήταν από τα πιο βασικά συστατικά της διαπαιδαγώγησής μου ‒ο πατέρας μου είναι ψυχολόγος και μια ζωή ασχολείται με παιδιά με ειδικές ανάγκες‒, πάντα πρόσεχα αυτούς τους ανθρώπους, πώς λειτουργούσαν, πώς θα μπορούσαν να είναι καλύτερες οι συνθήκες διαβίωσής τους, τι νιώθουν, πώς σκέφτονται και πώς θα είμαι πιο πολύ δίπλα τους. Αλλά είναι και όλες οι μνήμες από τα τραπέζια, τις συγκεντρώσεις και τις συζητήσεις καθώς μεγαλώναμε που μας έχουν στοιχειώσει. Ίσως είναι πολύ πιο ισχυρές από αυτά που ζούμε σήμερα.
— Γιατί νομίζεις ότι έφτασαν εδώ όλοι αυτοί οι άνθρωποι;
Νίκος: Έχουμε εδώ εκατόν τριάντα ανθρώπους συνολικά, οι μισοί από τους οποίους είναι ερασιτέχνες. Γιατί νομίζεις ότι έρχονται εδώ, για να κάνουν καριέρα; Έρχονται για να κάνουν παρέα, να έχει η ζωή τους ένα νόημα, κι αυτό είναι απείρως πιο σημαντικό από την ίδια την τέχνη. Οι ηλικιωμένοι έτσι όπως τους γνώρισα εγώ, τότε που ήμουνα μικρός ήταν μια απόλαυση, ένας παράδεισος, ήταν αυτά τα περίεργα πλάσματα που μεγάλωναν τα κορμιά τους, τα ρούχα τους και άκουγες τις κραυγές τους ή το πώς ψιθύριζαν ‒ γιατί τότε οι άνθρωποι βρίσκονταν, τσακώνονταν, μιλούσαν και ο τόνος της φωνής γινόταν κελάηδισμα, ανάλογα με αυτό που ήθελαν να πουν.
Επίσης, σε αυτούς δεν υπήρχε τίποτα κρυφό, τους καταλάβαινες από το περπάτημα, τον τόνο της φωνής τους. Ήτανε διάφανα όλα, η περιπέτεια της ζωής, η μοναξιά. Το μόνο που με συγκλόνιζε ήταν όταν κάποιος μεγαλύτερος πέθαινε και μετά έβλεπες τον κολλητό του στον δρόμο να βαδίζει μόνος του. Και έλεγες, «οπ, κάτι γίνεται», καταλάβαινες αυτή την αποκόλληση, την αποχώρηση.
Ξέρεις, σκέφτομαι, όταν φεύγει κάποιος και γράφουμε «τεράστια απώλεια», όχι, δεν είναι απώλεια, ήρθε η ώρα να στηριχτεί στον τοίχο όπου στηριζόμαστε όλοι, η απώλεια αφορά τον άνθρωπό του μόνο. Αυτή την κατάσταση που π.χ. κλείνει το τάδε μαγαζί το οποίο ήταν είκοσι χρόνια άδειο, αλλά πριν από πενήντα χρόνια ήταν μόδα, καθόλου δεν τη συμμερίζομαι.
Απώλεια για μένα είναι αυτό που φυλλορροεί, αυτό που δεν πιάνω, αυτό που δεν φτάνω κάθε μέρα. Γι’ αυτό λέω ότι αύριο δεν ξέρω αν θα σε δω και σήμερα θα βάλω τις φωνές από τη χαρά μου που σε βλέπω, γιατί έχει κάτι ζωντανό το ότι είμαστε ακόμα μαζί.
— Πώς ζουν οι ηλικιωμένοι σήμερα;
Ν.: Οι μεγάλοι άνθρωποι σε άλλες εποχές δεν έβλεπαν τηλεόραση, έβλεπαν το κενό. Μοιάζουν βέβαια με τους σύγχρονους γιατί όλοι αναρωτιούνται τι γίνεται η ζωή, τι κατάλαβες από όλη αυτήν τη γύρα, ζητάνε μια διαβεβαίωση ότι έτσι είναι αυτή η ζωή, δαγκώνονται και λίγο για να καταλάβουν ότι είναι αμετάκλητα άνθρωποι. Τώρα με την τηλεόραση είναι πιο απομονωμένοι από πριν, ζουν τις ζωές των άλλων. Ωστόσο ακούνε τον ήχο του κόσμου, έχουν και μια παρέα.
Άγγ.: Κάποιοι όμως είναι πολύ ενεργοί. Γι’ αυτό τους χαίρομαι που έρχονται εδώ, χαίρομαι για όλους όσοι έχουν περάσει αυτό το όριο, το 65+, που είναι επίπλαστο, και είναι γεμάτοι ζωή, δραστήριοι. Σε ό,τι με αφορά, η παρέα τους με ενδιαφέρει περισσότερο απ’ ό,τι των ανθρώπων της γενιάς μου.
Αυτός που ήταν πολύ κοντά σε ηλικιωμένους όλο αυτό το διάστημα είναι ο Γιάννης Αστερής, που είναι ψυχίατρος. Όσο έγραφε το λιμπρέτο, έκανε την πρακτική του στην Παθολογία, στο Γεννηματάς, που είναι ένα πολύ μεγάλο νοσοκομείο με πολλές περιπτώσεις ηλικιωμένων, άλλοι πολύ κοντά στον θάνατο, άλλοι λιγότερο, και ερχόταν καθημερινά σε επαφή με όλο αυτό. Το λιμπρέτο του είναι βαθιά συναισθηματικό αλλά και κυνικό ‒ κρατούσε αποστάσεις γιατί μόνο έτσι μπορείς να επιβιώσεις τελικά.
— Πώς είναι να βλέπεις τον εαυτό σου στο μέλλον;
Ν.: Το θέμα είναι τεράστιο. Παρατηρούμε τον εαυτό μας σήμερα και στο μέλλον μέσα από αυτούς τους ανθρώπους. Τους ενδιαφέρει η χαρά, δεν τους κοστίζει το λάθος και όταν πας στο δικό τους «μπαλκόνι», των ηλικιωμένων, έρχεται κάποια στιγμή που αναρωτιέσαι «τι είναι αυτό που βλέπω; Τι κάνω;». Περιμένω τη στιγμή που θα φτάσω στα 65+, αρκεί να είμαστε ζωντανοί και να φεύγουν τα περιττά, να δίνω σοβαρότητα μεγαλύτερη σε πράγματα που δεν δίνω σήμερα ‒ αυτό επιθυμώ.
Θα ’θελα, όσο μεγαλώνουμε, να ερωτευόμαστε, να γελάμε, να αγκαλιαζόμαστε, να κάνουμε τις σκανταλιές μας, να είμαστε συνδεδεμένοι με τα πράγματα. Είναι ίδιον των νέων ανθρώπων να φορτώνουν τη μοίρα τους με «σοβαρά ζητήματα», ενώ είναι θείο δώρο το βλέμμα το γεροντικό, το να βλέπεις τα πράγματα από μακριά αλλά και από πολύ κοντά, γιατί δεν έχεις χρόνο. Όταν είσαι νέος τα ψαλιδίζεις αυτά, τη γελοιότητα του πράγματος και το να αγαπάς τα λάθη σου.
Ξέρεις, η μάνα μου έσπασε το ισχίο της∙ ετοιμάζονταν να βγούνε με τον πατέρα μου, γύρισε να φτιάξει μια καρέκλα και έγινε η ζημιά. Είπε ο πατέρας μου τότε «γι’ αυτό μη γυρίζεις ποτέ πίσω». Ξέρεις, το χιούμορ ελαφραίνει κάθε κατάσταση.
Άγγ.: Εμένα, που έχω σήμερα γονείς 65+, επίσης με απασχολεί πολύ το πώς αντιμετωπίζουν τα χτυπήματα, την πανδημία, τις κρίσεις, αν υπάρχει κάτι ενδιαφέρον γι’ αυτές τις ηλικίες. Οι δικοί μου έζησαν τα τελευταία χρόνια άσχημα, τους διέλυσε η οικονομική κρίση, οι πυρκαγιές, προβλήματα υγείας. Βλέπεις πώς επιδρούν επάνω τους αυτά, πώς αλλάζουν και οι ίδιοι, ότι έχουν κουραστεί. Δηλαδή η ζωή τούς ποτίζει πίκρες, τους ενοχλεί και τους θυμώνει που δεν μπορούν να ζήσουν αξιοπρεπώς, να έχουν τα χρήματα που δικαιούνται, που έχουν δουλεμένα.
Ξέρεις, έχει συμβεί σε πολλές οικογένειες να υποχρεώνονται οι γονείς να πάρουν χρήματα από τα παιδιά τους, κι αυτό είναι πολύ ταπεινωτικό γι’ αυτούς.
Ν.: Εγώ ανακατεύομαι που τα ακούω αυτά και σκέφτομαι πώς έχουμε φτιάξει τις πόλεις, τα σπίτια μας. Δε μπορούν αυτοί οι άνθρωποι να βγουν έξω να πάνε μια βόλτα. Ήμασταν στη Σουηδία και βλέπαμε ότι είναι έξω όλοι, με τα αμαξίδια, με τα ειδικά πι, παντού. Με δωρεάν εισιτήρια για να πάνε στο θέατρο, σε συναυλίες, τη βόλτα τους.
Εδώ είναι πολύ στενόχωρο να βλέπεις πόσο δύσκολο είναι να ζουν ανάμεσά μας ασφαλείς. Μας τρώει αυτή η λαγνεία για τη νεότητα, μας ενδιαφέρει μόνο το νέο κοινό, οι νέοι αναγνώστες, οι νέοι καταναλωτές. Σε άλλες χώρες όλοι είναι επάνω στα ποδήλατα, εδώ άντε να κάνεις ποδήλατο… Έχουμε αυτήν την κακή νοοτροπία να μη δίνουμε ώθηση στους μεγαλύτερους ώστε να είναι ενεργοί.
— Στη ζωή τι πιστεύεις ότι είναι το πιο σημαντικό;
Ν.: Να είμαστε συνδεδεμένοι με τα πράγματα. Όταν φτιάχναμε το σκηνικό, η Έλλη έφερε μια φωτογραφία με την πλατεία της Μακρινίτσας και μου είπε «αυτό είναι, εκεί είναι η άλλη ζωή, εκεί θα πάμε όλοι, εκεί θα βρεθούμε ξανά» ‒ είπα «εδώ είμαστε». Η ζωή μετά είναι τέλεια, μια αναψυχή κάτω από ένα πλατάνι. Και το φτιάξαμε έτσι το σκηνικό στην τρίτη πράξη, για να το ξορκίσουμε μέσα μας το γήρας, επειδή η διάθεση μπορεί να είναι πεσμένη, αλλά οι πόθοι είναι ζωντανοί, θες να ζήσεις.
Σε όλη σου τη ζωή ακούς το κεφάλι σου, αλλά, όταν μεγαλώνεις, σου μιλάει το σώμα, σου λέει τι μπορείς και τι όχι. Η μνήμη, όσο μεγαλώνεις, παίζει το δικό της παιχνίδι. Θυμάσαι αυτά που στη σοβαρή ζωή θεωρείς «σκουπίδια» και την παιδική σου ηλικία. Το σώμα μας τα κρατάει, όπως και το μυαλό μας, κάτι σημαίνει αυτό.
Άγγ.: Θα σου πω και κάτι άλλο. Είχαμε μια σκηνή όπου έμπαιναν με λευκές στολές να καθαρίσουν ένα διαμέρισμα κάποιου που είχε πεθάνει και ήρθε η πανδημία κι αυτή η εικόνα έγινε πραγματικότητα. Με όλους αυτούς τους ανθρώπους μιλούσαμε δύο χρόνια στο τηλέφωνο και ρωτούσαμε «είσαι καλά;».
Να ’μαστε λοιπόν, είμαστε καλά και είμαστε εδώ. Με μια μεγάλη απουσία και άλλες προτεραιότητες πια. Και με άλλο βλέμμα στη ζωή. Γιατί αυτό είναι το νόημα, να είμαστε μαζί. Δεν έχουμε γεννηθεί για να είμαστε μόνοι μας. Και σε όλη μας τη ζωή αυτό προσπαθούμε, να γλυκάνουμε αυτό το πέρασμα.
ΔΕΙΤΕ 15 ΑΚΟΜΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΡΟΒΕΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
Μέσα χώρα
Λιμπρέτο:Γιάννης Αστερής
Ενορχήστρωση: Μιχάλης Παπαπέτρου
Μουσική διεύθυνση: Ηλίας Βουδούρης
Σκηνοθεσία: Νίκος Καραθάνος
Σκηνικά: Έλλη Παπαγεωργακοπούλου, Σωτήρης Μελανός
Κοστούμια: Άγγελος Μέντης
Χορογραφία: Αμάλια Μπένετ
Συνεργάτης Χορογράφος: Αντιγόνη Γύρα
Φωτισμοί: Ελίζα Αλεξανδροπούλου
Βίντεο: Παντελής Μάκκας
Με την Ορχήστρα και τη Χορωδία της ΕΛΣ, καθώς και τη Διαπολιτισμική Ορχήστρα και τη Χορωδία 65+ των Εκπαιδευτικών & Κοινωνικών Δράσεων της ΕΛΣ
Διεύθυνση Χορωδίας ΕΛΣ: Αγαθάγγελος Γεωργακάτος
Υπεύθυνος Διαπολιτισμικής Ορχήστρας: Χάρης Λαμπράκης
Υπεύθυνη Χορωδίας 65+: Δήμητρα Παπασταύρου
Λυρικοί τραγουδιστές: Χάρης Ανδριανός, Γιάννης Καλύβας, Μαρίνα Κρίλοβιτς, Θεοδώρα Μπάκα, Κωστής Ρασιδάκις, Πέτρος Σαλάτας, Γιώργος Σαμαρτζής
Έντεχνοι τραγουδιστές: Σαβίνα Γιαννάτου, Έλλη Πασπαλά
Τραγουδιστές 65+: Γιόλα Αλεξοπούλου-Γασπαρινάτου, Γαβριήλ Αντωνέλος, Λάζαρος Νέγκας, Γεώργιος Χριστούλας
Ηθοποιός: Ιωάννα Μπιτούνη
Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος Εθνικής Λυρικής Σκηνής
Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος
08, 10, 12, 13 Ιουλ 2022
Ώρα έναρξης: 19.30 (Κυριακή: 18.30)