Εκτός από την ιδιαίτερη προσωπικότητά του και την αντικομφορμιστική του πόζα, δεν είναι τυχαία η προτίμηση των φαν των Beatles στον Τζον Λένον. Μετά τη διάλυση του συγκροτήματος ο Τζορτζ Χάρισον ήταν ο πρώτος που έστειλε τραγούδι του στο νούμερο ένα των καταλόγων επιτυχιών (το My Sweet Lord) και ο Πολ Μακάρτνεϊ ξεκίνησε μια σόλο καριέρα με απανωτά χιτ, πάντοτε γύρω από το αγαπησιάρικο ύφος που μαλάκωνε τις αιχμές των Σκαθαριών· ακόμη και ο Ρίνγκο Σταρ πρόλαβε να έχει number one πριν ο Λένον τα καταφέρει με τη βοήθεια του Έλτον Τζον, με μεγάλη καθυστέρηση, μόλις το 1974, με το μπιτάτο Whatever gets you through the night. Με το εμβληματικό Imagine και διάφορα πειραματικά άλμπουμ να έχουν προηγηθεί, ο πυρήνας των οπαδών του παρέμενε ωστόσο πυκνός και πιστός, κάτι που ανησύχησε την αμερικανική κυβέρνηση. Ο λόγος ήταν ότι ο Λένον δεν κάθισε στ' αυγά του. Φυσικά και η Γιόκο Όνο επέσπευσε τις διαδικασίες της διάλυσης, φυσικά και είχαν ήδη δρομολογηθεί οι φαγωμάρες και τα παιχνίδια επιβολής ανάμεσα στον Τζον και τον Πολ, αλλά η αλήθεια είναι πως ο Λένον είχε αποχωρήσει πνευματικά από το concept των Beatles και σκεφτόταν, σοβαρά και πολιτικά, πώς θα στρέψει την επιρροή του σε έναν χρήσιμο ακτιβισμό, σε μια εποχή που η κοινωνική αλλαγή δεν επέτρεπε σταριλίκια και κομψές μπαλάντες με ανώδυνο περιεχόμενο. Η διοίκηση του Νίξον κληρονόμησε πολλούς πονοκεφάλους και ο Λένον ήταν ένας από τους χειρότερους (ποιος θα το φανταζόταν από τον άνθρωπο που κάποτε συνυπέγραφε το She Loves you και το I wanna hold your hand). Εμφανιζόταν παντού, σε διαδηλώσεις, σε πρωτότυπες κρεβατοδιαμαρτυρίες με τη Γιόκο, σε συναυλίες εναντίον κάθε λογής καταπίεσης. Κόντρα στην κόντρα, οι αρχές τού έκαναν τη ζωή δύσκολη με τη βίζα παραμονής, αρνούμενοι να του την ανανεώσουν και απορρίπτοντας τις αιτήσεις για αμερικανική υποκοότητα. Ο Λένον είχε προαχθεί από έναν ασαφή μακρυμάλλη σε έναν επικίνδυνο alien, και οι άνθρωποι του προέδρου έβλεπαν την υψηλότατή του δημοτικότητα στους φοιτητικούς κύκλους ως μια απειλή για τη σταθερότητα του πολιτεύματος. Η κατάσταση συνεχίστηκε ώς το 1975, όταν ο Τζον Λένον δοκίμασε προσωπικές, καλλιτεχνικές και ερωτικές απογοητεύσεις, που τον οδήγησαν στο περίφημο χαμένο σαββατοκύριακο, την εξαφάνισή του από προσώπου γης, το μπλέξιμο με τα ναρκωτικά και το αλκοόλ και τη δισκογραφική του αμηχανία μετά το Walls and Bridges. Αμέσως μετά τα βρήκε με τη Γιόκο, έγινε ξανά πατέρας και επέστρεψε ξεκούραστος, ερωτικότερος και πάντα σκεπτικιστής (με την ώριμη απαλότητα των 40 του χρόνων), με το κύκνειό του άσμα. Η ενδιάμεση πολιτική του αγκύλωση αντανακλούσε τη μεταστροφή στον άνεμο των κοινωνικών διεκδικήσεων, και ο βίαιος θάνατός του σηματοδότησε την απαρχή της διαστροφής του κοινού απέναντι στους διάσημους: αντί το κοινό να διεκδικεί έναν καλύτερο κόσμο διαμέσου των ειδώλων του διεκδίκησε ένα κομμάτι απ' αυτούς, έστω και πάνω από το πτώμα (της φήμης) τους. Ο σκηνοθέτης Ντέιβιντ Λιφ βρίσκεται στην καλύτερή του στιγμή. Ειδικευμένος στις μουσικές βιογραφίες, πέρασε από το καθαρά καλλιτεχνικό υλικό που διαχειριζόταν μέχρι τώρα (Σινάτρα, Νατ Κινγκ Κόουλ, Μπομπ Χόουπ) σε μια πιο απαιτητική σφαίρα, συνενώνοντας αρχειακά κομμάτια που δείχνουν την καλλιτεχνική κινητικότητα του Λένον και τις μικρές και μεγάλες του μάχες με την πολιτική γραφειοκρατία. Ο εχθρός του δεν είχε πρόσωπο και με σκιώδη μέσα προσπάθησε να τον τρομοκρατήσει. Δεν τα κατάφερε ακριβώς, κουκούλωσε όμως τους στόχους του κάμπτοντας τη διάθεση, αν όχι το ηθικό του. Το χιούμορ, ο ανατρεπτικός του λόγος, το πνεύμα και η μουσική του φαίνονται ανάγλυφα στο Αμερική εναντίον Τζον Λένον, ειδικά στην πρώτη περίοδο, μιας και στα τελευταία χρόνια δεν επιχειρείται μια πειστική εξήγηση για την απομάκρυνσή του από τα δρώμενα. Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί πως ο Λένον κινδύνευσε πραγματικά από τον Νίξον και τον Φορντ. Απ' την άλλη δεν συνέφερε κανέναν να γίνει μάρτυρας ένα φτωχόπαιδο από το Λίβερπουλ που εξελίχθηκε σε παγκόσμιο ήρωα της εργατικής τάξης. Το ντοκιμαντέρ είναι ένα δείγμα της προσπάθειας φίμωσης σε μια περίοδο αναβρασμού, εκεί όπου η υπέροχη και αφελής ουτοπία των 60s είχε την ευκαιρία να μετατρέψει το σκίρτημα σε πραγματικότητα. Το ίδιο και η ειρήνη.