Ως υπαρξιακό μπουλβάρ περιγράφει τον Νόμο του Μέρφυ ο δημιουργός του Άγγελος Φραντζής. Οι υφολογικές ακροβασίες είναι οικείες στη φιλμογραφία του σκηνοθέτη της Ευτυχίας, εκεί όπου τόλμησε με επιτυχία να κόψει στα δύο τον κεντρικό ρόλο, και στην τελευταία του δραματική κομεντί, πλημμυρισμένη με την έξοχη μουσική και τα τραγούδια του Σταμάτη Κραουνάκη, θυμάται το ντεμπούτο του στο Polaroid με το πολυπρόσωπο, ανάλαφρο πορτρέτο της νεότητας για να χαράξει την επεισοδιακή διαδρομή της αποτυχημένης ηθοποιού Μαρίας Αλίκης Οικονόμου (η γαλβανισμένη Κάτια Γκουλιώνη) από την γκαντέμικη απελπισία στο τεχνικολόρ όνειρο: η ηρωίδα πεθαίνει για να ζήσει, επιτέλους, βάζοντας ένα τέρμα στη χρόνια ματαίωση που την ταλαιπωρεί και πλέον βιώνει μια σουρεαλιστική ονειροφαντασία, σαν να τρακάρει το Lalaland με το All that jazz σε μια παράλληλη, κωματώδη, υψηλών ντεσιμπέλ πραγματικότητα με παραστάτες τον νευρικό σύντροφο/στωικό πάτερ-φαμίλια (Κωνσταντίνου), την απαραίτητη νέμεση/συμμαθήτρια που εκφόβιζε στα πέτρινα σχολικά χρόνια, την ψιθυριστή ψυχαναλύτρια (η σπουδαία Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη), έναν σκηνοθέτη/Χάρο (Μαρκουλάκης), μια σταρ/influencer (η Τόνια Σωτηροπούλου ως meta-ενζενί) και το είδωλο «Κουρή» (ο Νίκος Κουρής, που τρολάρει νόστιμα τη ναρκισσιστική εκδοχή του εαυτού του). Ο Νόμος του Μέρφυ είναι το πιο φιλόδοξο πρότζεκτ του Φραντζή καθώς και το πιο πυκνό σενάριο της παραγωγικότατης Κατερίνας Μπέη, μια γοργή, screwball σάτιρα στα κόκκινα για τους (πολλαπλούς, σαν εγκεφαλικά) ρόλους μιας γυναίκας σε ένα χαοτικό πολυσύμπαν επώδυνων προκαταλήψεων και άπιαστης ευτυχίας που συχνά διασκεδάζει με χιούμορ και επινοήσεις το ψυχαναλυτικό εκτόπισμα των τραυμάτων που εξερευνά, κι άλλοτε χάνει τις αισθήσεις της από το βάρος τους και την πολυπρισματική δομή της ταινίας.