Ο Ντέιβιντ Ντάτον είναι σερίφης σε μια ήσυχη αμερικάνικη κωμόπολη, όπου δεν συμβαίνει ποτέ τίποτα. Μια μέρα, όμως, ένας από τους κατοίκους έρχεται σ' ένα σχολικό αγώνα μπέιζμπολ με γεμάτη καραμπίνα, έτοιμος να σπείρει τον τρόμο. Ένας άλλος βάζει φωτιά στο σπίτι του, αφού έχει κλειδώσει μέσα τη γυναίκα και τον γιο του. Κάτι μολύνει τους κατοίκους του Όγκντεν Μαρς με παράνοια. Για τον σερίφη, τη γυναίκα του και τους εναπομείναντες υγιείς κατοίκους της πόλης μια συνηθισμένη νύχτα θα μετατραπεί σε μάχη επιβίωσης.

Στόχος τους να καταφέρουν να φύγουν από την πόλη ζωντανοί. Και το προσπαθούν με νύχια και με δόντια, παρότι η μικρή τους πόλη είναι στο έλεος τρελαμένων που μονολογούν σαν χαμένοι, κάνουν πλιάτσικο και σκοτώνουν αδιακρίτως, αλλά και των Αρχών που θέλουν να εξολοθρεύσουν τον πληθυσμό χωρίς να χάσουν χρόνο. Το remake της ταινίας του Τζορτζ Ρομέρο μοιάζει με το Συμβάν του Σιάμαλαν (όπου πολλοί αυτοκτονούσαν με άδειο βλέμμα και οι υπόλοιποι προσπαθούσαν να ξεφύγουν στους αγρούς) και την Ομίχλη του Ντάραμποντ (με το Κακό που παραμόνευε εκεί έξω), με σαφώς πιο ξεκάθαρες b-movie διαθέσεις και δίχως να δίνει έμφαση στις κοινωνικοπολιτικές διαστάσεις του θέματος της μυστηριώδους μόλυνσης του πληθυσμού - η εξήγηση που δίνεται είναι ελλειπτική σε βαθμό κακουργήματος και προσπερνιέται στα γρήγορα.

Αυτό είναι το συν και το πλην του: πάει κατευθείαν στο ψητό και ποντάρει στην περιπέτεια της επιβίωσης. Είναι έξυπνη η τοποθέτηση του ντουέτου του σερίφη και του βοηθού και παίζει με ευελιξία πάνω στη συνεχή αγωνία για το ποιος έχει κολλήσει το μικρόβιο της τρέλας και ποιος όχι. Η δε σκηνή στον θάλαμο προσωρινής κράτησης με τον ανταριασμένο που κρατάει την τσουγκράνα, όπως βλέπουμε και στην αφίσα, είναι αριστοτεχνικά γυρισμένη. Ταυτόχρονα, διατηρεί την ένοχη γοητεία μιας μικρομεσαίας ταινίας επιστημονικής φαντασίας με τη γεύση του παλιομοδίτικου πολέμου μεταξύ ριψοκίνδυνων, απλών ηρώων και ενός αδίστακτου συστήματος καταστολής. Dirty fun.