Φονικά γελοία παραλλαγή του παλιού Death Wish με τον Τσαρλς Μπρόνσον (υπερεκτιμημένο στην εποχή του, ασήμαντο σήμερα), από τον σκηνοθέτη του πρώτου και του τρίτου Saw, με τον Κέβιν Μπέικον, ο οποίος προφανώς ήλπιζε πως θα ενσαρκώσει έναν κανονικό άνθρωπο που τρελαίνεται από τις περιστάσεις και αρματώνεται για να εκδικηθεί μια φονική επικήρυξη που εκδίδει μια άγρια συμμορία εις βάρους του ίδιου και της οικογένειας του.

Οι χαρακτήρες των καλών και των κακών είναι προσχολικής ηλικίας, οι φόνοι δεν ακολουθούν καν τους χαμογελαστούς κανόνες της καρτουνίστικης βίας, ο Μπέικον ως Νικ Χιουμ καταφεύγει σε κλοουνίστικες ψυχοδραματικές εξομολογήσεις εκτός τόπου και χρόνου για να δικαιολογήσει τα πρωτόγονα ένστικτα που τον ωθούν να δράσει σαν έξαλλος δράκος.

Το όλο εγχείρημα υποτίθεται πως πατάει στην ανικανότητα της αστυνομίας να προστατεύσει αλλά και του νομοθέτη να προβλέψει τον ασύδοτο παραλογισμό της ανέχειας. Πολύ σύντομα όλα τα προσχήματα καταρρέουν μπροστά στη σαδιστική παθογένεια του ίδιου του σκηνοθέτη, με απόδειξη μια στυλιζαρισμένη σκηνή: Ο πατέρας του αρχηγού των κακών πουλάει στην ψύχρα, και με τις ευχές του ο καλύτερος πιστολέρο να είναι ο νικητής, τα όπλα που προορίζονται για την εξόντωση του παιδιού του, με το οποίο έχει κάτι σαν οικονομικές παρτίδες - ο καλός ο έμπορος δεν φοβάται την παγίδα της πατρότητας και τις συναισθηματικές σάχλες, όταν ο πελάτης κραδαίνει στα μούτρα του τα ζεστά πράσινα μετρητά.

Λυπάμαι μόνο για τη μαγκωμένη κριτική που έγραψα για το Brave One του Τζόρνταν. Για Νόμπελ ήταν η Τζόντι Φόστερ μπροστά στηΘανάσιμη Εκδίκηση.