Για τους οπαδούς που στην προσπάθειά τους να καθαγιάσουν αγορο-συγκροτήματα που σχηματίστηκαν με προφανείς σκοπούς, λέγοντας «μα, και οι Beatles boy band δεν ήταν;», η πρόσφατη απάντηση του T-Bone Burnett, κορυφαίου κιθαρίστα, παραγωγού, μέντορα και ενωτικού παράγοντα μουσικών ειδών, είναι αποστομωτική: «Το rock' n' roll κράτησε από το 1957 μέχρι το 1959. Εκείνη τη χρονιά, ο Έλβις πήγε στρατό, ο Τσακ Μπέρι μπήκε φυλακή, ο Τζέρι Λι Λιούις ατιμάσθηκε και ο Μπάντι Χόλι σκοτώθηκε. Όλο το θέμα τελείωσε σε μια διετία. Έπρεπε να έρθουν οι Beatles πέντε χρόνια αργότερα για να μας φέρουν πίσω τη χαμένη μουσική μας». 

 

Άλλο το γούστο (δεκτό, αλλά όχι και πανάκεια), άλλη η αξία συγκροτημάτων που πατάνε πάνω σε αγάπη, ταλέντο, δημιουργικότητα, καινοτομία και ιστορικές αναφορές. Οι Take That είναι τρανό παράδειγμα ενός καθαρά βιομηχανικού προϊόντος που φτιάχτηκε για να καταναλωθεί, με πολλή ντιρεκτίβα από τον μάνατζερ και την εταιρεία, ακόμη περισσότερη τύχη, και ένα αστέρι να λάμπει από πάνω τους, τουλάχιστον στον βρετανικό ουρανό, γιατί από την άλλη άκρη του Ατλαντικού δεν κουνήθηκε ούτε φύλλο από τα μουσικοχορευτικά τους βήματα.

 

Προσωπικά ο Ρόμπι Γουίλιαμς, όπως και σύσσωμη η britpop, με πολύ μετρημένες και λίγο έντεχνες εξαιρέσεις, δεν με συγκίνησε ποτέ, ούτε στο ελάχιστο – είναι θέμα παλέτας, γενιάς, μουσικής γεύσης, αλλά και μιας αντιπάθειας στην περσόνα του, με αυτές τις μανιακές χειρονομίες προσέγγισης, την απελπισμένη ανάγκη να αγαπηθεί και να διασκεδάσει με κάθε κόστος, το κολλημένο χαμόγελο του ζαβολιάρη αλλά τόσο αξιοσυμπάθηστου παιδιού και, ας είμαστε ειλικρινείς, το derivative περιεχόμενο του ρεπερτορίου του. Μόνο η στροφή του στα classics, όταν το γύρισε σε crooner, μου προκάλεσε το ενδιαφέρον (ο πατέρας του είναι η πηγή της εξέλιξής του στη φάση της ωριμότητας), όταν η pop δόξα του αποσύρθηκε έγκαιρα, πριν καταλήξει σε θλιβερό ομοίωμα του Gary Glitter. 

 

Το Better Man του Μάικλ Γκρέισι δεν είναι το τυπικό biopic ενός σταρ της σύγχρονης μουσικής και απέχει από το παραδοσιακό μοντέλο σε βαθμό σχετικής σύγχυσης: πολλοί πιστεύουν πως πρόκειται για ντοκιμαντέρ, αφού ο ίδιος ο Γουίλιαμς εμπλέκεται ενεργά, αν και όχι με τη μορφή του. Αυτό που βλέπουμε είναι η ενηλικίωση μιας μαϊμούς, δηλαδή ενός ανθρώπου με τη φωνή του τραγουδιστή και κεφάλι πιθήκου, από το φτωχικό οικογενειακό καμαράκι μέχρι την τυχαία διάκριση και τη γλυκόπικρη δόξα, την απότομη πτώση, τις καταχρήσεις και τη συνετή αναμόρφωση μέχρι τη σημερινή σταθερότητα – ο Τζόνο Ντέϊβις σε motion capture ερμηνεία, με τις φωνές του ίδιου και του Ρόμπι Γουίλιαμς. Η αναφορά είναι τριπλή: στο προφανές, δηλαδή την επιτυχία Me and my Monkey, τα ναρκωτικά, αλλά και το παλιό concept της μαϊμούς που ψυχαγωγεί, του Entertainer/Διασκεδαστή.

 

Κανείς δεν «βιντεοκλιπάρει» σκηνοθετικά όπως ο Μάικλ Γκρέισι (το απέδειξε στο απογειωτικό The Greatest Showman με τον Χιού Τζάκμαν, τον Ζακ Έφρον και τη Ζεντάγια), και στο Better Man, όταν δεν κάνει τις αναγκαστικές παύσεις στις συγκινητικές στιγμές μιας περιπετειώδους ζωής, μετατρέπει την αίθουσα σε κλαμπ, ειδικά στην απίστευτη σεκάνς στην Oxford Street κάτω από τους ήχους του Rock DJ, αλλά και οπουδήποτε βρίσκει την ευκαιρία να επενδύσει με ασταμάτητες, επινοητικές εικόνες τη μουσική των Take That και του Ρόμπι Γουίλιαμς στη σόλο καριέρα του. Το τραχύ και μελό ημερολόγιο του Βρετανού τραγουδιστή δεν θα μπορούσε να βρει καλύτερο φορμάτ από αυτήν την υβριδική, διδακτική και διασκεδαστική βιογραφία.