Δεκαπέντε χρόνια μετά τη συγγραφή του απολαυστικού, απίστευτου σε λεπτομέρειες, κοινωνικοπολιτικές αλληγορίες και γοητεία μυθιστορήματος Το Άρωμα, ο Πάτρικ Ζίσκιντ είχε ακόμη ενδοιασμούς να παραχωρήσει τα δικαιώματα για κινηματογραφική μεταφορά. Το βιβλίο του είχε το βαρύ εύσημο του unfilmable. Πώς να αποτυπώσεις το ανελέητο και αιματηρό κυνήγι της τέλειας ευωδιάς σε φιλμ; Ο δικαιωματικά και κατά τεκμήριο πιθανότερος και ικανότερος να το καταφέρει Στάνλεϊ Κιούμπρικ, αλλά και ο Μπάρτον και ο Σκοτ, είχαν σπαζοκεφαλιάσει με τα φιλόδοξα σχέδιά τους και, τελικά, τα παράτησαν. Το 2001 ο Ζίσκιντ πούλησε, και πέρσι ο Τομ Τίκβερ ανέλαβε. Ένα είναι το βέβαιο συμπέρασμα: Το Άρωμα δεν γίνεται ταινία. Όχι ότι δεν έχει κανείς το δικαίωμα να προσπαθήσει. Ο Τίκβερ, ο οποίος έχει φάει τα μούτρα του και με τον κισλοφσκικό Παράδεισο, αποδεικνύεται ανεπαρκής για το μέγεθος της αφαίρεσης που χρειάζεται σε αυτό το εγχείρημα. Πήγε να το κάνει ευθέως και αφηγηματικά, αλλά οι σελίδες με τις περιγραφές και την αίσθηση που αποπνέει η κατάρα του Γκρενούιγ στράβωσαν στο πανί, αποδυναμώθηκαν από το λόγο και τα χρώματα. Η εικόνα της μυρωδιάς αποδυναμώνει την ιδέα, τη μαγεία και την απέχθεια της αίσθησης της οσμής - αφού όλα βασίζονται σ' αυτό. Ο φτωχός ήρωας συνελήφθη και γεννήθηκε από ατύχημα, στερήθηκε την αγάπη και τη φυσική οσμή, θέλησε να γίνει αποδεκτός και χρησιμοποίησε το μοναδικό του όπλο, να αναγνωρίζει σε υπερθετικό βαθμό τις μυρωδιές και να τις ανακατεύει θαυμαστά, για να δημιουργήσει το τέλειο άρωμα του πόθου. Ο Γκρενούιγ συμβολίζει τον πάτο της προεπαναστατικής γαλλικής κοινωνίας, και η επιβίωσή του επιτυγχάνεται μόνο εις βάρος της κρατούσας τάξης. Μάλιστα χτυπάει στο πιο τρυφερό της απόκτημα, στις παρθένες κορασίδες, τις οποίες σκοτώνει και γδέρνει για να αποσπάσει το απόσταγμα τους και να εξουδετερώσει το θάνατο, που τον συνοδεύει σε κάθε του βήμα. Οι αποτρόπαιες συνθήκες της εποχής έρχονται σε αντίστιξη με την ευαισθησία της μύτης στο φετίχ της εποχής, την αρωματοποιία, που, ως αγαπημένη τέχνη και εμπορική τεχνική, συγκάλυπτε την μπόχα και την απλυσιά της αστικής τάξης. Αν συνεχίσω όμως, θα αναλύσω τις αρετές του βιβλίου, γιατί όλα αυτά δεν φαίνονται στην ταινία του Τίκβερ, παρά μόνο η ειρωνεία του μεγάλου περιστατικού όπου ο Γκρενούιγ μαθαίνει τα μυστικά της τέχνης από τον ξοφλημένο αρωματοποιό Μπαλντίνι (Χόφμαν) - αλλά, τονικά, οι σκηνές αυτές παρεμβάλλονται με χιούμορ και φαίνονται να ανήκουν αλλού. Το όργιο του φινάλε είναι μια από τις ενδείξεις ότι η στρωτή αντιμετώπιση ενός τέτοιου υλικού μπορεί να προκαλέσει αθέλητους γέλωτες. Μοναδική επιτυχημένη σκηνή είναι η γνωριμία του νεαρού με την πρώτη του αγαπημένη και το χορογραφημένο φλερτ με τις μυρωδιές και τη μουσική.