Ταιριαστός τίτλος (αν και προέρχεται, όπως μαθαίνω, από άσχετη αφορμή, το συγκρότημα των Blackfield που αγαπάει ο σκηνοθέτης) για μια ταινία με έξοχη εικαστική επιμέλεια, που μου προκάλεσε ανάμεικτες εντυπώσεις. Κυρίως γιατί ο Βαρδής Μαρινάκης, που έχει θητεύσει στον χώρο της διαφήμισης και γνωρίζει πώς να συνθέσει εικόνες με βάρος και δύναμη για τη πρώτη μεγάλου μήκους του, δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να δώσει αιχμή στους χαρακτήρες και έναν πιο επείγοντα χαρακτήρα στον τρόπο που σκηνοθέτησε. Καταρχάς, οι ηθοποιοί του συχνά μοιάζουν αμήχανοι και μιλάνε μια γλώσσα που δεν ακούγεται αρκετά παλιά, ούτε και ανατρεπτικά καινούργια, ασταθής στην εκφορά και άνιση στον τόνο.

Επίσης, υπάρχουν αυξομειώσεις στη δυναμική της σκηνοθεσίας. Σκηνές (και υπάρχουν πολλές) που χρειάζονται κοφτερό μοντάζ στην παράλληλη δράση εξελίσσονται νωθρά και σβήνουν με τον ίδιο τρόπο που ολοκληρώνονται οι αντίστοιχες σκοτεινές ανάμεσα στους εξωτερικούς διαδρόμους της μονής, οι ερωτικές στα κελιά και οι βουκολικές στο χωράφι, όπου δραπετεύουν ο Γενίτσαρος και η Ανθή, για να καταλάβουν αργά και δραματικά πως τους ενώνουν περισσότερα απ' ό,τι υπαγορεύει η ερωτική απαγόρευση του κοινού τους φύλου. Ο Μαρινάκης πατάει αναγνωρίσιμα πάνω σε καλό σινεμά: παραπέμπει στον Ταρκόφσκι και θυμίζει ως και τον φλογερό ρομαντισμό της Λαίδης Τσάτερλι της Πασκάλ Φεράν, με τη διαφορά ότι ο Μαρινάκης αργεί να τον εκδηλώσει και όταν το κάνει, τον μασκάρει κάτω από έναν παρατεταμένο νατουραλισμό αλά Τέρενς Μάλικ.

Κι εκεί που έχω τις αντιρρήσεις μου, με τον χειρισμό και την ανάπτυξη του θέματος ή με τη διεύθυνση των ηθοποιών, να σου και αιχμαλωτίζει το βλέμμα μια χορωδιακή κίνηση των καλογριών, ή γενικότερα η επιλογή του να εμφανίσει (χωρίς, ομολογουμένως, να δώσει και πολλές εξηγήσεις) την Ελλάδα όχι τόσο σαν ένα καθυστερημένο προάστιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά σαν έναν μεσαιωνικό αναχρονισμό με ψήγματα βυζαντινής ίντριγκας. Αυτό το Παιχνίδι των λυγμών που συναντά το Brokeback Mountain είναι σίγουρα μια παραδοξότητα για τα ελληνικά δεδομένα και, παρά τις αδυναμίες, είναι ακόμη μια απόδειξη πως τίποτε δεν αποτελεί πλέον ταμπού για τη νεότερη ελληνική κινηματογραφία - και δεν εννοώ το αδόκητο συνταίριασμα ενός αγοριού με έναν άνδρα.