Είναι μια ιδιότυπη εβδομάδα για την Ελλάδα και τη σχέση της με το παγκόσμιο σινεμά. Η Νία Βαρντάλος, Ελληνίδα της διασποράς από τον Καναδά, με στάση στο Χόλιγουντ και τις φιλικές πλάτες του ζεύγους Χανκς-Ρίτα Γουίλσον, προσπαθεί να διαφημίσει μια παλιά, παγιωμένη Ελλάδα, αυτή του ούζου και των ερειπίων και της καλής καρδιάς, προβάλλοντας τα θετικά με σινε-τουριστικό τρόπο. Ο Γιώργος Λάνθιμος βραβεύτηκε στις Κάννες για κάτι που δεν μοιάζει καθόλου με το στυλ ελληνικού σινεμά που γνωρίζουν στο εξωτερικό. Και ένας άλλος Έλληνας σκηνοθέτης, ο Ντένης Ηλιάδης, είναι ο πρώτος που κάνει καριέρα στο Χόλιγουντ (εκεί που τα ελληνικά φτερά διαφημίζουν ότι πετάνε αλλά οι φωλιές ακόμη αντηχούν με δυνατά χαχανητά), σκοράροντας με θρίλερ τρόμου, αρκετά χρόνια μετά το πολύ ελπιδοφόρο, πολύ αιματοβαμμένοHardcore.

Η υπόθεση του φιλμ Το Τελευταίο Σπίτι Αριστερά πάει ως εξής: το ίδιο βράδυ που φτάνουν στο απομονωμένο σπίτι δίπλα στη λίμνη Κόλινγουντ η Μαρί και η φίλη της Πέιτζ, πέφτουν θύματα απαγωγής από τον ψυχοπαθή δραπέτη Κρουγκ και της συμμορίας του - την ψυχασθενή Σάντι, το σαδιστή αδερφό του Φράνσις και τον ανίσχυρο γιο του, τον Τζάστιν. Τρομοκρατημένη, κι ενώ οι απαγωγείς της τη θεωρούν νεκρή, η Μαρί ξέρει ότι η μόνη ελπίδα της για να επιζήσει είναι να καταφέρει να φτάσει στους γονείς της Τζον και Έμα. Δυστυχώς, όμως, γι' αυτήν, οι απαγωγείς της αναζητούν καταφύγιο στο μόνο μέρος που η Μέρι θα ήταν ασφαλής. Όταν η οικογένειά της θα πληροφορηθεί τα γεγονότα, θα κάνει τους τρεις ξένους να καταριούνται τη μέρα που μπήκαν στο τελευταίο σπίτι αριστερά.

Ο Ηλιάδης διασκευάζει τη σοκ επιτυχία του Κρέιβεν, ανατρέχοντας περισσότερο στην ποιότητα του πρωτότυπου υλικού, της Πηγής των Παρθένων του Μπέργκμαν, από το 1960. Η πλοκή δεν διαθέτει κάτι αξιοσημείωτο, και αυτό δρα λυτρωτικά για ένα remake που κατά βάση δεν καλείται να συγκριθεί με μια μαρκέ σεναριακή δομή, αλλά να τακτοποιήσει σκηνοθετικά τα στοιχεία που συναποτελούν μια λερωμένη τραγωδία. Κάπου εκεί, και χωρίς τυμπανοκρουσίες (ο Ηλιάδης είναι έξυπνο παιδί και διακριτικός στις αναφορές του), μετατρέπει μια οικογενειακή αποστολή επιβίωσης στην πλημμύρα της απειλής, σε μια οικουμενική ιστορία βίας και λύτρωσης, χωρίς φυσικά να προδίδει τα ειδικά χαρακτηριστικά του έργου. Σέβεται τους κώδικες και στάζει συνετά το αίμα. Εξαίρεση, η αχρείαστη τελευταία σκηνή εντυπωσιασμού - αναγκάστηκε ή μπήκε στον πειρασμό; Επίσης, διευθύνει πειστικά τους ηθοποιούς, ακόμη και όταν η συμμορία συγγενεύει εμφανισιακά και συμπεριφορικά με τον αξέχαστο Μάνσον και την τρελή παρέα του. Οι λάτρεις του ψυχολογικού τρόμου θα τρίψουν τα χέρια τους από ευχαρίστηση. Ένα «δικό» μας παιδί γνωρίζει τη γραμματική του είδους και διακρίνει τα όριά του, χωρίς να προσπαθεί να τα ξεπεράσει.