Η Μάρθα επιθυμεί να εγκαταλείψει αυτό το πανδοχείο, όπου πέρασε τη ζωή της χωμένη σε μια κοιλάδα δίχως ορίζοντα. Θέλει να ταξιδέψει νότια, στη θάλασσα, εκεί όπου ο ήλιος κάνει τα κορμιά «χρυσαφένια, αλλά κούφια, σα να μην υπάρχει τίποτα μέσα».
Η μητέρα αδιαφορεί για το αν θα παραμείνει στο πανδοχείο ή τι θα διαδραματιστεί μέσα σε αυτό. Έχει αποκάμει. Ακόμη και το αίμα της το νιώθει κουρασμένο. Μοναδική προσδοκία της, τώρα πια, να παραδοθεί στον ύπνο, στη λησμονιά, στην ακινησία.
Ο Γιαν καταφθάνει ινκόγκνιτο σε αυτό το ίδιο πανδοχείο, φλεγόμενος να κάνει τη Μητέρα και τη Μάρθα, την αδελφή του, ευτυχισμένες. Να ξαναβρει, μετά από είκοσι χρόνια εξορίας, την πατρίδα του και να πάψει να είναι ένας ξένος.
Απόδραση, νόστος, λήθη: θα συναντηθούν οι επιθυμίες των τριών προσώπων; Ένα πλέγμα αμφισημίας, τραγικής ειρωνείας και ανέφικτου τους τυλίγει ολοένα και πιο σφιχτά. Κανένας δεν λέει αυτό που θέλει να πει και κανένας δεν εμφανίζεται ως αυτό που είναι. Ο Γιαν αποκρύπτει την ταυτότητά του ως μέλος της οικογένειας, η μάνα και η αδελφή του κατεργάζονται ανυποψίαστες τη δολοφονία του πλούσιου κυρίου που έσκασε στο κατώφλι τους.
«Θα σας περιποιηθούμε πολύ καλά και σίγουρα δεν θα παραπονεθείτε ποτέ για την υποδοχή που σας επιφυλάξαμε», λέει η Μάρθα στον άγνωστο που είναι ο αδελφός της, ενώ λίγο αργότερα, αφού έχει ρουφήξει το ολέθριο τσάι, ο ετοιμοθάνατος γιος θα πει στη μητέρα του: «Σας είμαι ευγνώμων για το πώς με δεχτήκατε».
Η «Παρεξήγηση» μοιάζει να είναι μια τραγωδία για τον χρόνο: για το ασύμπτωτο των επιθυμιών, για το ασυγχρόνιστο ή το ετεροχρονισμένο, την αδυναμία των ανθρώπων να βρεθούν στον ίδιο τόπο, την ίδια στιγμή.
Όλα ξεκαθαρίζουν, όταν είναι «πια πολύ αργά»... Ο Γιαν αποφασίζει να φύγει από το πανδοχείο, ενώ έχει ήδη αρχίσει να πεθαίνει. Αν δεν είχε δειλιάσει να πει το όνομά του, αν είχε συστηθεί ως αυτός που πραγματικά είναι, όπως επέμενε η σύζυγός του, ίσως όλα είχαν πάρει διαφορετική τροπή. Μα κι αν η μητέρα είχε προλάβει να πάει στο δωμάτιό του εγκαίρως, ίσως να είχε αποτρέψει το κακό.
Η Παρεξήγηση μοιάζει να είναι μια τραγωδία για τον χρόνο: για το ασύμπτωτο των επιθυμιών, για το ασυγχρόνιστο ή το ετεροχρονισμένο, την αδυναμία των ανθρώπων να βρεθούν στον ίδιο τόπο, την ίδια στιγμή, με την ίδια καθαρότητα προθέσεων και ενεργειών, αυτών ακριβώς που, αν δηλώνονταν αβίαστα, θα γεννούσαν τη σύμπνοια, τη συνεύρεση, την αποδοχή, την αναγνώριση. Το ότι δεν μπορούν να το κάνουν, το ότι εμποδίζονται από χίλιες μεριές, το ότι διαρκώς αισθάνονται να υπολείπονται ή να προπορεύονται της «κατάλληλης στιγμής» συνιστά την τραγικότητα της ανθρώπινης κατάστασης. Αυτό που οι Αρχαίοι αποκαλούσαν «μοίρα» και που ο Καμύ επιχειρεί να μεταφέρει εδώ με σύγχρονους όρους.
Όμως, τελικά, όπως θα αποδειχτεί στην Τρίτη Πράξη, ο χρόνος έρχεται στην ώρα του. Τα πράγματα συμβαίνουν όταν είναι να συμβούν, αφυπνίζοντας εντός μας την κατάφωρη αγωνία της ύπαρξης. Η μητέρα δεν θα είχε καταλάβει πόσο αγαπάει τον γιο της, αν δεν τον είχε σκοτώσει. Η Μάρθα δεν θα συνειδητοποιούσε την απέραντη μοναξιά της, αν συνέχιζε να ζει με τη μητέρα της. Και ο Γιαν δεν θα καταλάμβανε την πραγματική του θέση –αυτή του «ξένου»– αν δεν είχε φερθεί ως τέτοιος.
«Αν ο άνθρωπος θέλει να τον αναγνωρίσουν, θα πρέπει απλώς να πει ποιος είναι. Αν σωπάσει ή επιλέξει το ψέμα, πεθαίνει μόνος και τα πάντα γύρω του είναι βουτηγμένα στη δυστυχία», γράφει ο Καμύ μιλώντας για την Παρεξήγηση, την οποία χαρακτηρίζει ως «έργο εξέγερσης»: γιατί το να φανερωθείς –στον εαυτό σου, στους άλλους, στον κόσμο–, να ορθώσεις το ανάστημά σου απέναντι στο παράλογο, αποδεχόμενος τις συνέπειες και πασχίζοντας για τη λύτρωση, συνιστά, τελικά, μια πράξη εξέγερσης. Η βαθύτερη τραγωδία είναι αυτή της μη φανέρωσης: αυτή είναι που μας καθιστά ξένους και στερημένους – αναγνώρισης, επαφής, σύνδεσης, αγάπης.
Στο σκηνικό σύμπαν που έπλασε ο Γιάννης Χουβαρδάς ο χρόνος μοιάζει να έχει σταματήσει προ πολλού το ταχύ βάδισμά του. Σε τούτο το «πανδοχείο» όλα εκτυλίσσονται αργά και ζαλισμένα, υπό την επήρεια ανεξιχνίαστων ουσιών.
Το κεχριμπαρένιο φως που λούζει απαλά τα αντικείμενα και τα πρόσωπα, οι ζεστές αποχρώσεις που κυκλοφορούν σαν τη «μελένια μυρωδιά των κίτρινων τριαντάφυλλων» (αυτά που περιγράφει ο Γιαν μιλώντας για την Αλγερία της εξορίας του), η μελαγχολική μπλουζ μουσική του Μπλέιν Ρέινινγκερ, που εκχέεται ζωντανά από μια γωνία, δημιουργώντας αμυδρά την αίσθηση ότι βρισκόμαστε σε κάποιο τρυφερά παρακμιακό καταγώγι μιας άλλης χώρας και εποχής, ο καπνός που διαρκώς θολώνει τα περιγράμματα, όλα συνεργάζονται αρμονικά για να μεταφέρουν τον θεατή σε μια διάσταση μυθική και συνάμα σύγχρονη, ένα γοητευτικό καθαρτήριο βραδύτητας και νωχέλειας, στο οποίο άπαξ και εισέλθεις θα καταλήξεις στη συνομοταξία των Λωτοφάγων.
Φροντίζουν γι’ αυτό οι δύο αλλόκοτες γυναικείες φιγούρες που περιμένουν σερνάμενες στην ξύλινη κουπαστή του μπαρ, αδιάφορες για την άφιξή σου, καίτοι άψογα ενδεδυμένες με τα στενά δερμάτινα φορέματά τους, ιέρειες ενός ναού που δεν υπηρετεί καμία θρησκεία, αφοσιωμένες σε μία και μοναδική τελετουργία που ξορκίζει εδώ και χρόνια τη μίζερη καθημερινότητά τους: το έγκλημα. Δύο Σειρήνες ή δύο Κίρκες, αλλά και δύο αλά Κλουζό Διαβολογυναίκες που δεν εγκαταλείπουν ποτέ τη φωλιά τους, που μοιάζουν σαν να ήταν πάντα εκεί και δεν πρόκειται ποτέ να φύγουν, όσο κι αν η νεότερη εξ αυτών διακηρύσσει την αδημονία της να ταξιδέψει μακριά, σε μέρη ηλιόλουστα.
Η Δεύτερη Πράξη μάς μεταφέρει στο πάνω επίπεδο της σκηνής: ο Γιαν, στριμωγμένος μέσα σε ένα στενόχωρο δωμάτιο-φέρετρο που δεν του επιτρέπει ούτε τα πόδια του να απλώσει, ωσάν άλλος Γκρέγκορ Σάμσα, ανεπιθύμητος κι αυτός στο ίδιο του το σπίτι –στο οποίο επέστρεψε ενώ δεν είχε φύγει ποτέ–, συναντά το τέλος του, την ώρα που το γιγάντιο σκαθάρι-alter ego του αλωνίζει στο μπαρ του κάτω ορόφου και παρακολουθεί ειρωνικά το αναπόφευκτο, επισφραγίζοντας βωβά και σουρεαλιστικά τον εφιάλτη ετούτης της μεταμόρφωσης που δεν έχει συντελεστεί.
Είναι στη διάρκεια της Τρίτης Πράξης, όμως, όπου όλα κουμπώνουν δυναμικά και αποκτούν την επιδιωκόμενη σκηνική ισχύ τους: η ένταση και το νόημα που έμοιαζαν να μας διαφεύγουν, που αιωρούνταν τόση ώρα ασχημάτιστα και υπόκωφα στην ατμόσφαιρα, συγκροτούνται ξαφνικά ενώπιόν μας τόσο μέσα από την κατάρρευση της Μητέρας («πώς να ζήσω δίχως την αγάπη του γιου μου;») όσο και από το ξέσπασμα της κόρης, που έρχεται για πρώτη φορά αντιμέτωπη με το ψυχρό αδιέξοδο της κατάστασής της για να επιλέξει κι εκείνη, ως ύστατο καταφύγιο, τον θάνατο.
Συγκινητικά μεταδίδει η Μαριάννα Κάλμπαρη αυτό το «σκίσιμο», τη στιγμιαία αναλαμπή που τρέφει καταιγιστικά την ενόρμηση θανάτου της ηρωίδας: αν η ηθοποιός πλάθει με μοναδική γλαφυρότητα στα δύο πρώτα μέρη τη Μητέρα ως ζόμπι, ως νεκροζώντανη που αποσυντίθεται σε αργή κίνηση, που θέλει να πεθάνει, αλλά δεν μπορεί, ενσαρκώνοντας την κόπωση ως υπαρξιακή θέση και κατάσταση, τώρα, στο τέλος, αποδίδει ευθύβολα το μοιραίο σκίρτημα, τη ρωγμή από την οποία ξεχύνεται η ζωή όταν είναι πλέον πολύ αργά για να βιωθεί.
Εξαιρετική και η Πηνελόπη Τσιλίκα ως Μάρθα: ένα παλλόμενο δοχείο ανεκπλήρωτων, στραπατσαρισμένων επιθυμιών, ένα αφίλητο σώμα μολυσμένο από την ίδια του τη μοναξιά, μεταμορφώνεται σπαρακτικά σε μαύρο κύκνο που αφήνει τα σκοτάδια του να ξεχυθούν, καθιστώντας αιχμηρά ορατή ενώπιόν μας την τραγικά αργοπορημένη εξέγερση ετούτης της καταβροχθισμένης κόρης.
Αδύναμος ο Αναστάσης Ροϊλός ως Γιαν, διατηρεί μια απαθή αποστασιοποίηση που δεν εγείρει κανενός είδους συναισθηματική αντίδραση από τον θεατή, ενώ μάλλον άχαρη και ακατέργαστη αποδεικνύεται η παρουσία της Φλομαρίας Παπαδάκη στον ρόλο της συζύγου του.
Ιδιαίτερα εναρμονισμένοι και εμπνευσμένοι οι συντελεστές που ασχολήθηκαν με την όψη του εγχειρήματος –η Εύα Μανιδάκη στη σκηνογραφία, η Ιωάννα Τσάμη στα κοστούμια, η Χριστίνα Θανάσουλα στους φωτισμούς–, μας χαρίζουν, υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Γιάννη Χουβαρδά, μια εμπειρία υπνωτιστική με την υφή ενός παραισθησιογόνου, βραδυφλεγούς ονείρου που βλέπει κανείς αποκοιμώμενος για λίγο στην ακτή, ενόσω τα κύματα γλείφουν απαλά τα κουρασμένα άκρα του με την αλμύρα του τραγικού.
Δείτε πληροφορίες για την παράσταση «Η Παρεξήγηση» εδώ
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.