Τον Ιανουάριο του 2016 οι στάσεις των λεωφορείων στην Αθήνα γεμίζουν με αφίσες και μπάνερ που δείχνουν πέντε σούπερ ηρωίδες σε ένα κατάλευκο φόντο. Κανένας δεν αναγνωρίζει τις πέντε περφόρμερ που πρωταγωνιστούν στην παράσταση των Ανέστη Αζά και Πρόδρομου Τσινικόρη, Καθαρή Πόλη, μια παραγωγή της Στέγης.
Ο Πρόδρομος με τον Ανέστη δούλευαν μαζί κυρίως στο Βερολίνο και το 2011 έκαναν την πρώτη τους κοινή παράσταση, το «Ταξίδι με τρένο», στην ταράτσα του Μεγάρου ΟΣΕ, όπου πρωταγωνιστούσαν οι μηχανοδηγοί και άλλοι εργαζόμενοι στον ΟΣΕ που ως αυτόπτες μάρτυρες αλλά και «θύματα» χαρτογραφούσαν με τις ιστορίες τους την υποβάθμιση των ελληνικών σιδηροδρόμων. Είχαν παρουσιάσει ήδη στη Στέγη την παράσταση «Τηλέμαχος – Should I stay or should I go?» που διερευνούσε τα ζητήματα της μετανάστευσης της γενιάς του ’60 και του ’70 αλλά και το brain drain της δικής τους γενιάς που μετά το 2010 αποφάσισε να αφήσει την Ελλάδα λόγω της οικονομικής κρίσης.
Μητέρες, αγωνίστριες, γυναίκες που θυσιάζονται για να προσφέρουν τα πάντα στις οικογένειές τους που έχουν μείνει πίσω, σούπερ ηρωίδες της καθημερινότητας, σε αυτή την παράσταση οι μετανάστριες καθαρίστριες, έστω και για λίγο, έπαψαν να είναι σιωπηλά πρόσωπα με ελάχιστη –αν όχι ανύπαρκτη– αντιπροσώπευση στη δημόσια σφαίρα.
Περίπου εκείνη την περίοδο ξεκινά και η ιστορία της Καθαρής πόλης, το 2013, στα σεμινάρια που έκαναν στη Στέγη με ανθρώπους που δεν είχαν σχέση με το θέατρο αλλά είχαν μεταναστευτικό παρελθόν. «Σε ένα από αυτά τα σεμινάρια μια γυναίκα που μας είπε ότι ήταν καθαρίστρια αφηγήθηκε ένα ρατσιστικό περιστατικό που συνέβη σε λεωφορείο. Κοιταχτήκαμε με τον Ανέστη και είπαμε σχεδόν αυτόματα ότι αυτή θα ήταν η επόμενή μας παράσταση, μέσα από αυτήν θα δίναμε φωνή σε αυτές τις γυναίκες», λέει ο Πρόδρομος Τσινικόρης. «Είχαμε φύγει από το 2012 και όταν επιστρέψαμε το 2014 πάθαμε σοκ, βλέποντας ότι ο δημόσιος λόγος έχει γίνει ακροδεξιός, με τους βουλευτές της Χρυσής Αυγής αλλά και ακραίους βουλευτές του κυβερνώντος τότε κόμματος να μιλούν εναντίον των ξένων και των μεταναστών. “Θα καθαρίσουμε τον δρόμο, θα ξεβρoμίσουμε τις πόλεις” έλεγαν σε ένα ακροδεξιό παραλήρημα που είχε γίνει μέρος του κυρίαρχου αφηγήματος. Αυτές οι εκφράσεις είχαν σχεδόν κανονικοποιηθεί».
Το 2015, το μεταναστευτικό ζήτημα είναι στο κέντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Η χώρα είναι διχασμένη μετά το δημοψήφισμα, η Χρυσή Αυγή στη Βουλή με δεκαοκτώ βουλευτές, ζούμε το αποκορύφωμα μιας αντιμεταναστευτικής ρητορικής που είχε αρχίσει πολύ νωρίτερα, με τις επιθέσεις κατά των μεταναστών και πογκρόμ εναντίον τους στο κέντρο της Αθήνας. Έχουν δολοφονηθεί ο Παύλος Φύσσας και ο Σαχζάτ Λουκμάν. Σύμφωνα με έκθεση του Συνηγόρου του Πολίτη, η ραγδαία αύξηση των περιστατικών ρατσιστικής βίας ήταν φαινόμενο συνδεδεμένο με την είσοδο στο Κοινοβούλιο της Χρυσής Αυγής, που εξέφερε «πρωτοφανή σε οξύτητα ρατσιστικό, ξενοφοβικό και μισαλλόδοξο πολιτικό λόγο» και ενθάρρυνε την απενοχοποίηση της ρατσιστικής έκφρασης.
«Μπροστά στην απροκάλυπτη αυτή επιστροφή του ρατσιστικού λόγου, θελήσαμε να διερευνήσουμε πώς χρησιμοποιούσε την έννοια του “καθαρού” η ακροδεξιά ρητορική και, παίρνοντας την κυριολεκτική της διάσταση, να θέσουμε από σκηνής το ερώτημα “ποιος καθαρίζει στην πράξη αυτήν τη χώρα;”», λέει ο Ανέστης Αζάς. «Ήταν ένα πορτρέτο της Ελλάδας από την οπτική γωνία των ξένων της, μια παράσταση για τη χώρα από την οπτική γωνία των μεταναστριών της, μια παράσταση για τον θεσμικό ρατσισμό και τα στερεότυπα που δυστυχώς δεν έχουν αλλάξει και πολύ, είναι ενεργά μέχρι σήμερα. Αυτό το συγκεκριμένο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο και εκείνη η ιστορία που ακούσαμε το 2013 μας οδήγησαν στην Καθαρή Πόλη».
Σε αυτό το περιβάλλον η Στέγη αποφασίζει και κάνει μια καμπάνια, μπαίνοντας στο στόχαστρο των ακροδεξιών: «Αθηναίες και Αθηναίοι! Πόσο “καθαροί” είστε; Ας καταργήσουμε τα στερεότυπα. Οι μετανάστριες καθαρίστριες της Αθήνας γίνονται οι ιδανικές πρωταγωνίστριες αυτής της διεθνούς συμπαραγωγής θεάτρου-ντοκιμαντέρ με την υπογραφή του φοβερού νεανικού διδύμου των Αζά και Τσινικόρη». Η καμπάνια λειτουργεί ως υπενθύμιση, ένα καμπανάκι που χτυπάει την πιο ευαίσθητη χορδή μας: «Πόσο ρατσιστές είμαστε;».
Έχοντας υπάρξει και οι ίδιοι Έλληνες του εξωτερικού, οι σκηνοθέτες καλούν στην παράσταση πέντε καθαρίστριες από πέντε διαφορετικές χώρες του κόσμου, που έχουν έρθει την τελευταία δεκαετία ή ζουν εδώ και δεκαετίες στην Ελλάδα, για να αφηγηθούν τις προσωπικές τους ιστορίες. Αυτά που αφηγούνται είναι προσωπικά βιώματα, μιλούν για τη χώρα τους, τη διαβίωση εκεί και τους λόγους μετανάστευσης, το ταξίδι τους, την καθημερινότητά τους εδώ, την εμπειρία τους από τον εργασιακό χώρο και τις δημόσιες υπηρεσίες, τη δυσκολία να βγάλουν χαρτιά, άδεια παραμονής. Οι ιστορίες τους συνδέονται με αυτές της μητρότητας και της γυναικείας χειραφέτησης.
«Όταν βρίσκομαι πάνω στη σκηνή δεν μιλάω μόνο για τον εαυτό μου, μιλάω ως μητέρα, μιλάω ως γυναίκα που δεν ζει με τον άντρα της και μεγαλώνει το παιδί μόνη της, μιλάω ως μέλος μια κοινότητας Φιλιππινέζων που είναι εδώ, ως μέλος της εργατικής τάξης, μιλάω για πολύ περισσότερα άτομα, όχι μόνο για μένα», λέει η Φρέντα που σπούδασε Αρχιτεκτονική στις Φιλιππίνες και βρέθηκε στην Ελλάδα να καθαρίζει σπίτια. Οι σκηνοθέτες είχαν αναζητήσει τις ηρωίδες τους στους συλλόγους και τις κοινότητες των μεταναστών, έτσι συνάντησαν και τη Μέιμπελ στον Σύλλογο Γυναικών Αφρικής και τη Βαλεντίνα, που ήταν τραγουδίστρια από τη Μολδαβία. Οι άλλες δυο που συγκρότησαν τον θίασο ήταν η Ροσίτσα από τη Βουλγαρία, που δούλευε ως καθαρίστρια στη Στέγη, και η μητέρα του σκηνοθέτη Ένκε Φεζολάρι, η Ντρίτα, που ήταν καθηγήτρια πανεπιστημίου στα Τίρανα και εδώ δούλευε ως καθαρίστρια στο Εθνικό Θέατρο.
«Κυρίες και κύριοι, όταν τελειώσει η παράσταση δεν θέλω να δω τσίχλες κάτω από τα καθίσματα. Και μην πετάτε τα μπουκάλια με το νερό. Το πήρες μέσα; Πάρ’ το και έξω μαζί σου. Δεν λυπάσαι εμάς τις καθαρίστριες; Δεν λυπάσαι τη μέση μας; Σκύβουμε, ψάχνουμε, κάνουμε...». Έτσι άρχιζε η παράσταση, με τη Ροσίτσα να μας δίνει αυτή την οδηγία, έτσι ξεκινούσαν την ορμητική, γεμάτη χιούμορ αφήγησή τους οι γυναίκες αυτές που με καθηλωτική ειλικρίνεια, αξιοπρέπεια και τρυφερότητα, με ευθύτητα, ανακαλούσαν το χρονικό της παραμονής τους εδώ και σε έκαναν να καταλάβεις ότι η χώρα ήταν λίγο περισσότερο βρόμικη και αφιλόξενη απ’ όσο ήθελες να πιστεύεις. Ξαφνικά, επί σκηνής μεταμορφώνονταν σε σύμβολα εκπροσωπώντας κάθε γυναίκα που την έχουν κοροϊδέψει, χλευάσει, εξαπατήσει. Αφηγούνταν τρομερά περιστατικά φόβου και απαξίωσης, χωρίς η μαρτυρία τους να μοιάζει με τις τότε εκπομπές της Στεφανίδου ή του Μικρούτσικου – εκείνες δεν στάθηκαν μπροστά μας ούτε για μια στιγμή ως θύματα της Ιστορίας.
Οι δέκα παραστάσεις παίζονται σε ένα κατάμεστο θέατρο, ο κόσμος τις αποθέωνε – ο Ένκε Φεζολάρι καθόταν δίπλα μου στην πρεμιέρα και έκλαιγε συγκινημένος και η Κωνσταντίνα Κούνεβα χειροκροτούσε όρθια. Την πρεμιέρα παρακολουθεί και ένας curator που αποφασίζει να τις καλέσει στο Παρίσι. Είχαν κλείσει ήδη δύο παραστάσεις στο Μόναχο, στο Kammerspiele, που ήταν συμπαραγωγός της παράστασης. «Η επιτυχία είχε να κάνει με τον τρόπο που αυτές οι γυναίκες εμφανίστηκαν στη σκηνή. Με χιούμορ και αυτοπεποίθηση κέρδισαν αυτό τον αγώνα με το κοινό, τολμηρά, ειλικρινά. Οι άνθρωποι, όταν αφηγούνται την ιστορία τους, αποκτούν αυτοπεποίθηση, νιώθουν ότι αναγνωρίζονται, δεν είναι μόνο εγωιστικά τα κίνητρά τους», λέει ο Πρόδρομος Τσινικόρης.
Το μεγάλο ταξίδι της Καθαρής Πόλης στα θέατρα του κόσμου είχε ξεκινήσει. Από το θέατρο Thalia του Αμβούργου στη Μαδρίτη και στη Βαρκελώνη, στις Βρυξέλλες και στο Άμστερνταμ, στο Μιλάνο, στη Λισαβόνα, στη Λιόν και στη Βασιλεία, στο Σεράγεβο, στη Λευκωσία, στην Κωνσταντινούπολη, στην Τιμισοάρα και στα Σκόπια, στο Μονπελιέ και στη Δρέσδη, από τη μία έως την άλλη άκρη της Ευρώπης, παντού όπου φτάνουν μετανάστριες που εργάζονται στα σπίτια μας.
«Αυτό που μου έκανε μεγάλη εντύπωση ήταν το πόσο γελούσε ο κόσμος αναγνωρίζοντας και τον εαυτό του μέσα από τα λόγια τους, ένιωθε την άλλη πλευρά, δεν άκουγε ιστορίες μιζέριας. Το μήνυμα της παράστασης ήταν τελικά αισιόδοξο, ιστορίες ανθρώπων που, παρά τις δυσκολίες, τα είχαν καταφέρει, οπότε, όλως παραδόξως, υπήρχε μεγάλη ταύτιση και μια κάθαρση. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση η πρόσληψη της παράστασης στο εξωτερικό, δεν περιμέναμε ότι θα είχε τέτοια απήχηση. Προφανώς έχει να κάνει με το ποιες ήταν οι περφόρμερ. Πρώτη φορά ανέβαιναν στη σκηνή, αλλά λειτούργησαν πολύ καλά στον ρόλο του εαυτού τους», λέει ο Ανέστης Αζάς.
«Ανάλογες με τη μεταναστευτική ιστορία που είχε μια πόλη ή μια χώρα ήταν και οι αντιδράσεις του κόσμου. Από τα αγαπημένα μου σημεία αυτού του ταξιδιού ήταν τα Βαλκάνια, όπου το κοινό είχε αντίστοιχα βιώματα, ανάμεσά τους ήταν μετανάστες ή κάποιοι που είχαν αποχαιρετήσει δικούς τους ανθρώπους», λέει ο Πρόδρομος Τσινικόρης.
«Στη Λουμπλιάνα, όταν παίζαμε, ο κόσμος δεν γέλασε ούτε λεπτό σε όλη την παράσταση, είπα “καταστροφή”», θυμάται. «Τελειώνει η παράσταση και σηκώνονται όλοι όρθιοι, χειροκροτώντας ασταμάτητα. Ανεβήκαμε όλοι στη σκηνή, θυμάμαι ανέβηκε και το παιδί της Φρέντας, ο Αντόνιο, ο σύζυγος της Βαλεντίνας – πάντα στα ταξίδια είχαμε κι αυτές τις ενισχύσεις από μέλη των οικογενειών τους. Στη Ζυρίχη το κοινό ήταν διαφορετικό, οι άνθρωποι είχαν σχέση περισσότερο με το υπηρετικό προσωπικό παρά με τη μετανάστευση, ήταν σαν να έπεφτε στην αίθουσα ένας σπόρος προβληματισμού και αμφισβήτησης. Το Βερολίνο ήταν η πιο “εύκολη” μετάκληση, παίζαμε στο θέατρο Γκόρκι που ασχολείται με αυτήν τη θεματολογία και τις εναλλακτικές αφηγήσεις, μπροστά σε ένα κοινό που σε έχει αγαπήσει από το τρέιλερ, που το απασχολεί ποια είναι η πόλη και ποιοι την αποτελούν».
Σήμερα, η Ντρίτα είναι στην Αλβανία, η Ροσίτσα έχει επιστρέψει στη Βουλγαρία για να προσέχει τη μητέρα της, η Μέιμπελ –που όταν παιζόταν η παράσταση στην Ευρώπη δούλευε σε ένα ζευγάρι εκατομμυριούχων στο Λος Άντζελες, αλλά πάντα κατάφερνε να βρίσκεται στις παραστάσεις– εργάζεται στο Άμστερνταμ, η Βαλεντίνα ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Η Φρέντα, όταν η παράσταση πήγε στη Βρέμη, γνώρισε έναν άντρα, ερωτεύτηκαν, παντρεύτηκαν και λίγο πριν τελειώσουν οι παραστάσεις, το 2019, έμεινε έγκυος στο δεύτερο παιδί της. Σήμερα ζει στη Βρέμη με την οικογένειά της. «Περάσαμε καταπληκτικά, ήμασταν μια ομάδα τόσο καλά κουρδισμένη, σαν να είχαμε άστρο, τίποτα δεν πήγε στραβά. Με άλλους ανθρώπους ίσως δεν θα τα είχαμε καταφέρει», λέει ο Ανέστης.
«Αυτή η δουλειά έχει σημαδέψει και τους δυο, λειτούργησε και ως υποκατάστατο της οικογένειας –η δική μου οικογένεια είναι στο Βούπερταλ και του Ανέστη στη Θεσσαλονίκη– η συναναστροφή και η ζύμωση όχι μόνο με τα “κορίτσια” αλλά και με όλη την ομάδα. “Κορίτσια” τις λέμε κι αυτές μας λένε “αγόρια”. Μαζί τους έχουμε ταξιδέψει περισσότερο απ’ ό,τι με τους γονείς μας, αυτή η τριβή, δύο φορές τον μήνα να συναντιόμαστε σε ένα αεροδρόμιο, να ξαναπιάνουμε το νήμα και να ανακαλύπτουμε πόλεις και συμπεριφορές, μας επέτρεψε να χειραφετηθούμε, μας έκανε να αναλογιστούμε το δικό μας βίωμα, τη θέση μας. Και η δική μου η γιαγιά δούλευε ως καθαρίστρια στην Τζόνσον στο Βούπερταλ, κι εγώ ένιωθα κάπως ξένος όταν έφτασα εδώ από τη Γερμανία», λέει ο Πρόδρομος.
Μητέρες, αγωνίστριες, γυναίκες που θυσιάζονται για να προσφέρουν τα πάντα στις οικογένειές τους που έχουν μείνει πίσω, σούπερ ηρωίδες της καθημερινότητας, σε αυτή την παράσταση οι μετανάστριες καθαρίστριες, έστω και για λίγο, έπαψαν να είναι σιωπηλά πρόσωπα με ελάχιστη –αν όχι ανύπαρκτη– αντιπροσώπευση στη δημόσια σφαίρα.
Η Καθαρή Πόλη παρουσιάστηκε σε σαράντα πόλεις από τον Μάρτιο του 2016 μέχρι τον Δεκέμβριο του 2019 και είναι η πιο πολυταξιδεμένη θεατρική παράσταση του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου. Την είδαν περισσότεροι από 25.000 θεατές και στην Αθήνα παίχτηκε ξανά στα τέλη του 2016, στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού, της οποίας ο Τσινικόρης και ο Αζάς ήταν καλλιτεχνικοί υπεύθυνοι, με χορηγία του Γκαίτε, για δύο εβδομάδες.
«Για εμάς είναι ένα ταξίδι που δεν έχει τελειώσει, ανυπομονούμε να ξαναβρεθούμε, έχουμε καημό να κάνουμε μια “σωστή” τελευταία παράσταση, να κλείσει θριαμβευτικά αυτός ο κύκλος, αυτή η εμπειρία που έφερε κοντά ανθρώπους που δεν γνωρίζονταν, γέννησε φιλίες και σχέσεις δυνατές μέσα στον χρόνο, μας χάρισε μια ανεκτίμητη εμπειρία», λένε ο Ανέστης Αζάς και ο Πρόδρομος Τσινικόρης.
«Εγώ δούλεψα σε σπίτια που η μητέρα δεν ήξερε το όνομά μου. Μάθαινα στο παιδί της να μιλάει, να περπατάει κι αυτή δεν είχε πέντε λεπτά να συζητήσει μαζί μου. Γι’ αυτό είναι σημαντικό να τους κάνεις να σε φωνάζουν με το όνομά σου», έλεγε η Μέιμπελ στο τέλος της παράστασης, μιλώντας στο Skype στην κόρη της Βαλεντίνας, που ήταν μετανάστρια στο Μπέρμιγχαμ, και η Ντρίτα συμπλήρωνε: «Εγώ σου λέω να μη φοβάσαι να παίρνεις ρίσκα στη ζωή σου. Εγώ στην αρχή φοβόμουν να βγω στο θέατρο και τώρα είμαι πάνω στη σκηνή με τέσσερις κυρίες από διαφορετικές χώρες που έχουν γίνει φίλες μου».
Σκηνοθεσία & δραματουργία:
Ανέστης Αζάς, Πρόδρομος Τσινικόρης
Δραματουργική συνεργασία & έρευνα: Μαργαρίτα Τσώμου
Σκηνογραφία & Ενδυματολογία: Ελένη Στρούλια
Βοηθός Σκηνογράφου & Ενδυματολόγου: Ζαΐρα Φαληρέα
Φωτισμοί: Ελίζα Αλεξανδροπούλου
Μουσική: Παναγιώτης Μανουηλίδης
Βίντεο: Νίκος Πάστρας
Βοηθοί σκηνοθέτη: Ιωάννα Βαλσαμίδου και Λιάνα Ταουσιάνη
Διεύθυνση Παραγωγής: Βασίλης Χρυσανθόπουλος
Ηθοποιοί: Mabel Mosana, Rositsa Pandalieva, Fredalyn Resurreccion, Drita Shehi, Valentina Ursache
Παραγωγή: Στέγη Ιδρύματος Ωνάση
Συμπαραγωγή:
Goethe-Institut, στο πλαίσιο του project EUROPOLY
Η παράσταση έγινε αφορμή για μια σπονδυλωτή ταινία στα όρια του ντοκιμαντέρ και της μυθοπλασίας, τις «Καθαρές Πόλεις» (2021), όπου τέσσερις διαφορετικοί σκηνοθέτες του κινηματογράφου ακολούθησαν την περιοδεία της παράστασης σε ισάριθμες πόλεις (Σκόπια από τη Μαρίνα Δανέζη, Σαράγεβο από τον Κώστα Μάνδυλα, Μονπελιέ από τον Κωνσταντίνο Χατζηνικολάου, Κωνσταντινούπολη από τον Χρήστο Σαρρή) και κατέγραψαν την καθημερινότητα των πέντε πρωταγωνιστριών και των συντελεστών.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.