Ικαρία. Δεκαπενταύγουστος στο πανηγύρι της Λαγκάδας.
Φωτογραφίες του Σπύρου Στάβερη.
Η Σοφία Ιγνατίδου, μεγάλη φαν της Ικαρίας, ήταν παρούσα στο πανηγύρι. Στο άρθρο που είχε γράψει τότε για τον Ταχυδρόμο (τεύχος 392), αναφερόταν στην ιδιότυπη και μεταδοτική τράνς του Ικαριώτικου χορόυ και στην παγανιστική ατμόσφαιρα τού διάσημου αυτού πανηγυριού.
Τίποτα δεν μπορεί να σε προετοιμάσει. Αν και οι ενδείξεις μιας εθιστικής επίδρασης του νησιού είναι εκεί, είναι δύσκολο να τις αποκωδικοποιήσεις. Ούτε ο περαστικός που έχει κάνει το όνομα του νησιού ταμπού ούτε οι συνεχώς αυξανόμενες παρέες που πλέον δίνουν το ετήσιο ραντεβού τους στην Ικαρία. Δεν μπορείς να ξέρεις τι τους έχει φέρει κοντά ούτε γιατί εξακολουθούν να επιστρέφουν κάθε χρόνο. Αν όμως τους ρωτήσεις, η απάντηση είναι κοινή. Είναι αυτό που τους κάνει να συναντιούνται στα πιο κρυφά σημεία του νησιού, να ενώνουν τα χέρια και να χορεύουν στον ίδιο ρυθμό, γρονθοκοπώντας το έδαφος. Κάπου όπου τίποτα δεν έχει σημασία, πέρα από το χορό. Και όμως, η πρώτη εικόνα που έχει ο καινούριος επισκέπτης της Ικαρίας είναι τελείως παραπλανητική...
Το πρώτο πράγμα που μαθαίνεις για την Ικαρία είναι τα περίεργα ωράριά της. Τους φούρνους που ανοίγουν στις εννιά το βράδυ, τους καφέδες που κάνουν μία ώρα να έρθουν και κάτι ξεχασμένα καλαμαράκια που ίσως σε στήσουν κανένα δίωρο. Και όλα αυτά σου δίνουν την αίσθηση του εξωτικού. Ή σε τρομάζουν. Κι όμως, η Ικαρία δεν είναι το νησί της υπομονής. Είναι το νησί της απόλυτης χαλαρότητας. Όλα συμβαίνουν με το ρυθμό και τον τρόπο που είναι φυσιολογικό να συμβούν. Όσοι δεν μπορούν να το ανηληφθούν αυτό φεύγουν συνήθως μέσα στο πρώτο εικοσπετράωρο.
«Χθες πήρα τρεις κοπελιές από το λιμάνι, θεσοαλονικιώτισσες κοκέτες. Δεν τις κόβω να μένουν. Μία, δύο μέρες το πολύ», θα σχολιάσει ο πρώτος ταξιτζής που συναντάμε.
Ο Κώστας είναι ένας από τους λίγους ταξιτζήδες του νησιού. Δεν είναι πολλοί επειδή συνηθίζεται να σταματούν οι πάντες για να σε πάρουν, αν κάνεις οτοστόπ - άλλος ένας άγραφος θεσμός του νησιού. Με λίγα λόγια, και άφραγκος να μείνεις, θα σου πάρει λίγο χρόνο, αλλά θα φτάσεις στον προορισμό σου. Ακόμα και αν καταλήξεις κάπου αλλού, για έναν περίεργο λόγο, μάλλον δεν θα σε νοιάζει. Ο χωροχρόνος θα έχει αποκτήσει μια άλλη διάσταση και οι προτεραιότητες θα έχουν αναπροσδιοριστεί. Ο καφές θα αργήσει να έρθει, αλλά θα είναι μερακλίδικος, το τελευταίο πιάτο θα έρθει μετά το λογαριασμό, αλλά ο σερβιτόρος θα σου πιάσει την κουβέντα για τον αγώνα ΑΕΚ - Σεβίλπ και, ακόμα και αν δεν πετύχεις το στόχο σου, κάτι ενδιαφέρον θα συμβεί στην πορεία. Όπως και να 'χει, αυτοί είναι οι ρυθμοί της Ικαρίας και σε αυτούς πρέπει να προσαρμοστείς. Ίσως φταίει το ράδιο που ο νησιωτικός θρύλος υποστηρίζει ότι αναπνέει στο υπέδαφος. Είναι το μοναδικό νησί που δεν είναι για όλους. Και όσο περνάει από το χέρι των ντόπιων, δεν πρόκειται να γίνει.
Αρκετοί Ικαριώτες φλερτάρουν ακόμη έντονα με την ιδέα της ανεξαρτησίας. Ούτως ή άλλως, η νοοτροπία τους την υποστηρίζει απόλυτα. Το νησί έχει αρχίσει να προσελκύει σταδιακά όλο και περισσότερο κόσμο, αλλά οι ίδιοι οι Ικαριώτες θεωρούν τη διασφάλιση του δικού τους τρόπου ζωής ως ανώτατη προτεραιότητα. Είναι φιλόξενοι, αλλά αντιλαμβάνονται ότι η στιγμή που θα σου επιτρέψουν να καταχραστείς τη φιλοξενία τους θα είναι και η στιγμή που θα χάσουν την ηρεμία του βλέμματός τους και την αυθεντικότητα που τους διακρίνει. Η πραότητα (ή αδιαφορία;) της κοσμοθεωρίας τους λειτουργεί στον αντίποδα του τουριστικού κέρδους, αλλά ταυτόχρονα αποτελεί την αιχμή του μάρκετινγκ των (χαρακτηριστικά αργών) υπηρεσιών τους.
Η έντονη τουριστική κίνηση, παρ' όλα αυτά, τους προβληματίζει. Η Ικαρία είναι το νέο θερινό trend της αθηναϊκής αλτερνατίβας. «Τα πανηγύρια δεν είναι όπως παλιά. Πλέον έχει τόσο κόσμο, που οι ντόπιοι δεν μπορούν να χορέψουν και έχουν ξένους να πίνουν τα ποτά τους και να τρώνε το φαγητό τους», διαμαρτύρεται ένας κάτοικος, περιγράφοντας τη δράση αυτών που οι ντόπιοι, σε περασμένες δεκαετίες, βάφτισαν «γκρούβαλους». Ελεύθεροι κατασκηνωτές στο ποτάμι του Να, διονυσιασμένοι θαμώνες των πανηγυριών, συχνά άφραγκοι ασεβείς καταπατητές των ικαριώτικων εθίμων. Η κατάβασή τους συμβαίνει κυρίως την περίοδο του Δεκαπενταύγουστου, οπότε και η ηλικιακή σύσταση του νησιού βγάζει τις ηλικίες 20 με 30 ισχυρή πλειοψηφία. Τα δεκάδες πανηγύρια που κορυφώνονται αυτήν την περίοδο προσελκύουν ήδη αρκετούς νέους ταξιδιώτες-τουρίστες που, όπως πάντα, ψάχνουν κάτι το διαφορετικό, προσπαθώντας να ζήσουν το «γκρούβαλο» όνειρό τους στο νησί. Και στην Ικαρία το βρίσκουν.
Είναι Δεκαπενταύγουστος και τα πανηγύρια που έχουν προηγηθεί μας έχουν προθερμάνει αρκετά για το μεγαλύτερο, αυτό της Λαγκάδας. Ύστερα από πολλές στάσεις για οδηγίες, χιλιόμετρα δύσβατου χωματόδρομου και αρκετή πεζοπορία, φτάνουμε στην ταβέρνα της Λαγκάδας. Το ημερήσιο πανηγύρι που έχει στηθεί εδώ έχει ξεκινήσει από τις έντεκα το πρωί και πολλοί υποστηρίζουν ότι μπορεί να διαρκέσει μέχρι και το επόμενο. Αυτό είχε συμβεί και στο Πλατάνι, ενώ ακόμη και στην Προεσπέρα η ορχήστρα αποχαιρέτησε τους παρευρισκόμενους στις οκτώ το πρωί. Κρυμμένοι κάτω από τα τεράστια πλατάνια, στο σημείο όπου κατέφευγαν παλαιότερα οι Ικαριώτες για να προστατευτούν από τους πειρατές, αντιλαμβανόμαστε γρήγορα ότι αυτός ο τόπος έχει μια ιδιαίτερη, δική του ενέργεια. Στη μέση του πουθενά, αποκομμένοι από τον έξω κόσμο (δεν υπάρχει κάποιο οργανωμένο χωριό κοντά), όλοι είναι έτοιμοι να γιορτάσουν χωρίς να τους ενδιαφέρει απολύτως τίποτα. Όλες οι «φυλές», από trendy θαμώνες του Ψυρρή μέχρι τεχνοκράτες άνω των 40 ή ντόπιους ερασιτέχνες στιχουργούς, μεσήλικους και βάλε, είναι έτοιμες να γνωριστούν, να επικοινωνήσουν και τελικά να συναντηθούν στη νπίστα.
'Εχει πάει τέσσερις και το περισσότερο φαγητό έχει τελειώσει. Αλλά ένας ηλικιωμένος αναλαμβάνει να τηγανίσει όσα συκωτάκια έχουν μείνει για τα πλήθη - τους εκατοντάδες που θα πεινάσουν οσονούπω. Οποιος έχει μπει ήδη στο κλίμα του νησιού παρακολουθεί απτόητος το αβίαστο μα γείρεμα,ενώ κάποιος που μάλλονπερίμενε εξυπηρέτηση γκουρμέ εστιατορίου αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στον παππού και στον ταμία για να ξεκινήσει καβγά. Η πατροπαράδοτη γκρίνια εκτονώνεται, αλλά δεν φαίνεται να αγγίζει απολύτως κανέναν πέρα από τον ίδιο. Σύντομα θα ξεκινήσει ο χορός και οι μικροεντάσεις δεν θα έχουν καμία απολύτως σημασία. Όταν επιτέλους το βιολί δίνει το ρυθμό τού ντόπιου χορού, του Ικαριώτικου, όλα τα βλέμματα στρέφονται προς την ορχήστρα και τα βήματα μας οδηγούν στην πίστα. Σιγά-σιγά ο κύκλος μεγαλώνει, γίνεται μια τεράστια σπείρα και, τελικά, ένας όγκος που πάλλεται με τον ίδιο ρυθμό. Όλοι χορεύουν παντού. Πάνω σε στέγες, στα τραπέζια που έχουν στηθεί, όπου βρουν χώρο και με όποιον έχουν κοντά τους. Τα πόδια χτυπάνε το έδαφος, τραντάζουν το χώμα, οι φωνές ενώνονται και τα πρόσωπα φωτίζονται. Είναι ένα ρέιβ πάρτι με ελληνική μουσική ή μια χίπικη βακχική συγκέντρωση, ανάλογα σε ποια γενιά ανήκετε. Με κοινό, στη συντριπτική του πλειοψηφία, τα παιδιά των πόλεων που ποτέ δεν ήρθαν κοντά στηνπαράδοσή τους, αλλά τώρα ξεσπούνουρλιάζοντας παγανι- σηκά κάθε φορά που ο Γιάννης Φάκαρος επιμηκύνει με το βιολί το υ για άλλο ένα πεντάλεπτο τον Ικαριώτικο, που ποτέ δεν διαρκεί λιγότερο από εικοσάλεπτο. Για μερικές ώρες μπορούν να κρατήσουν τον έξω κόσμο μακριά, να αποδεσμευτούν από τις συμβάσεις που τ ους πολιορκούν κα ι να χορέψουν απόλυτα ελεύθεροι, ξεχνώντας ό,τι τουςκρατάειστη γη καιακολοιΟώνιαςαυτόπου τους εξυψώνει. Και του χρόνου θα είναι και πάλι εδώ, κι ας υπάρχει ένα τέταρτο ψέμα που ισχυρίζεται πως «του χρόνου θα πάω αλλού»...
Η Σοφία.