Μόλις έναν χρόνο μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, το 1975, συνέβη κάτι αναπάντεχο. Μαζεύτηκαν δέκα χιλιάδες γυναίκες στη Λευκωσία και έκαναν μια μεγαλειώδη, ειρηνική και άκρως τολμηρή πορεία προς την Πράσινη Γραμμή, με σκοπό να παραδώσουν ένα ψήφισμα που καταδίκαζε την εισβολή και την κατοχή της βόρειας Κύπρου. Πολλές από αυτές είχαν χάσει τα σπίτια τους, τους άντρες τους, τους γιους τους, τους πατεράδες και τα αδέλφια τους και είχαν καταντήσει πρόσφυγες στην ίδια τους τη χώρα. Ήθελαν να καταγγείλουν τη στασιμότητα στην εύρεση μιας βιώσιμης λύσης, την οποία δεν έβλεπαν να έρχεται.
Ένα κίνημα ανένταχτο και ακομμάτιστο, με την ονομασία «Οι γυναίκες επιστρέφουν», το οποίο συγκέντρωσε γυναίκες από τους προσφυγικούς καταυλισμούς, γυναίκες από την ελεύθερη Κύπρο αλλά και διεθνείς προσωπικότητες. Η κίνηση επαναλήφθηκε το 1987, το 1988, όταν γυναίκες έκαναν κατάληψη της Ακρόπολης στην Αθήνα, και το 1989. Έκτοτε έπαυσε και δεν επαναλήφθηκε, για λόγους πολιτικών σκοπιμοτήτων.
«Αν εγώ στην Ιστορία που διδάσκομαι βλέπω μόνο άντρες, πώς μπορώ να τοποθετήσω τον εαυτό μου μέσα στην Ιστορία αυτού του τόπου; Όλα ξεκίνησαν από ένα ερώτημα, γιατί και πώς ξεχάστηκε; Αλλά και τι εστί γυναικείος ηρωισμός. Πώς μοιάζει μια ηρωίδα, αν εμείς έχουμε ως εικόνα μόνο άντρες;».
Η πλατφόρμα ΣΕΖΟΝ Γυναίκες από την Κύπρο, μετά από έρευνα δύο ετών, έστησε μια παράσταση-ντοκουμέντο για τα γεγονότα, βασισμένη σε μαρτυρίες των πρωταγωνιστριών εκείνου του κινήματος. Έξι ηθοποιοί ενσαρκώνουν ένα πλήθος ρόλων, ζωντανεύοντας προσωπικές ιστορίες και αφηγήσεις. Η συγγραφέας και σκηνοθέτις Μαγδαλένα Ζήρα και η ηθοποιός Νέδη Αντωνιάδη, οι οποίες υπογράφουν το κείμενο της παράστασης που παρουσιάζεται στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών στην Πειραιώς 260, εξηγούν τους λόγους για τους οποίους αποφάσισαν να καταπιαστούν με το ιστορικό κίνημα που έχει εντελώς ξεχαστεί.
Η Νέδη Αντωνιάδη λέει: «Η πλατφόρμα ΣΕΖΟΝ Γυναίκες δημιουργήθηκε για να αφηγηθεί ιστορίες με κεντρικό άξονα τη γυναικεία αφήγηση. Ποιες ιστορίες λέμε, τι είναι οικουμενικό και ποια είναι η θέση της γυναίκας; Σε μια εκδήλωση το 2019 θελήσαμε να δημιουργήσουμε ένα χρονολόγιο όπου θα εντάσσαμε τις ανείπωτες ιστορίες των γυναικών της Κύπρου των τελευταίων 100 χρόνων. Έτσι άρχισε μια συζήτηση για το κίνημα "Γυναίκες επιστρέφουν" και αμέσως άνοιξε ένα παράθυρο στη μνήμη μας. Σαν από το μακρινό παρελθόν, θυμήθηκα πως είχε επιστρέψει η μητέρα μου σπίτι μετά από μία πορεία και με πόση ενέργεια εξιστορούσε τι είχε βιώσει. Ακριβώς την ίδια αντίδραση είχε και η Μαγδαλένα σχετικά με αυτό και είπαμε ότι έπρεπε να ερευνήσουμε γιατί ξεχάσαμε αυτή την ιστορία. Δεν ήταν ότι έλειπε από τη συνείδησή μας, αλλά δεν ήταν μέρος της καθημερινότητάς μας».
Η Μαγδαλένα Ζήρα συνεχίζει: «Είναι συγκλονιστικό το πώς έχει ξεχαστεί και σβηστεί από τη συλλογική μνήμη αυτό το κίνημα. Το ‘75 που ξεκίνησε, οργανώθηκε από μια ομάδα γυναικών που ήθελαν να ασκήσουν πίεση προς την ηγεσία όταν εντόπισαν ότι τα πράγματα βρίσκονται σε στασιμότητα. Θέλησαν να στηρίξουν τις συνομιλίες και να διεθνοποιήσουν το πρόβλημα της Κύπρου, γιατί τότε δεν ήταν ευρέως γνωστό, δεν υπήρχε ίντερνετ, όπως σήμερα. Ξεκίνησε σαν κάτι μικρό, μια πρωτοβουλία 50 γυναικών, και πήρε μεγάλη δημοσιότητα. Στο τέλος είχε μαζική συμμετοχή τριάντα χιλιάδων γυναικών, πολλές από τα αντίσκηνα, αλλά και από το εξωτερικό, και προσωπικότητες όπως η Μελίνα Μερκούρη. Περπάτησαν μέχρι τη γραμμή αντιπαράταξης, μέχρι το οδόφραγμα των Ηνωμένων Εθνών έξω από την Αμμόχωστο.
Ο στόχος δεν ήταν να μπουν μέσα στα Κατεχόμενα αλλά να δώσουν ένα ψήφισμα ως διαμαρτυρία στο σημείο αντιπαράταξης. Ήταν κάτι πολύ συγκινητικό, πολύ εντυπωσιακό, πολύ δραματικό, αλλά όταν αργότερα επαναλήφθηκε, τη δεκαετία του ’80, ήταν πια ένα grassroots κίνημα. Ο στόχος τους άλλαξε όταν είδαν ότι δεν προχωρούν οι συνομιλίες και όλα είναι στατικά, και η ομάδα άρχισε να οργανώνεται διαφορετικά, με πιο αντάρτικο και παραβατικό τρόπο. Όταν ήταν να μπουν μέσα στα Κατεχόμενα πια, το 1987, το έκαναν μυστικά. Μαζεύτηκαν με λεωφορεία και μέχρι την τελευταία στιγμή ελάχιστες ήξεραν το σημείο στο οποίο θα προχωρούσαν, γιατί σε μια προηγούμενη απόπειρα είχε διαρρεύσει και ακυρώθηκε. Υπήρχε τρομερή οργάνωση γιατί όλα αυτά έπρεπε να γίνουν πριν προλάβουν να τις σταματήσουν, είτε οι δικοί μας είτε τα Ηνωμένα Έθνη. Μπήκαν στα Κατεχόμενα με κίνδυνο της ζωής τους, καθώς υπήρχαν ναρκοπέδια ή μπορούσαν να τις πυροβολήσουν ή να τις συλλάβουν. Το '89 έγιναν ακόμα δύο πορείες με 1.500 γυναίκες και μετά με 7.000 γυναίκες. Προχωρούσαν μέχρι να τις συλλάβουν οι Τούρκοι στρατιώτες. Απίστευτες ιστορίες!».
Ωστόσο καταγράφεται και η κατάληψη της Ακρόπολης, γεγονός ιδιαίτερης σημασίας, όπως εξηγεί η σκηνοθέτις: «Αυτό έγινε με αφορμή την επίσκεψη του Τούρκου πρωθυπουργού Οζάλ στην Αθήνα για μια συνάντηση με τον Παπανδρέου. Όταν έμαθαν οι γυναίκες αυτές ότι θα επισκεπτόταν τον Παρθενώνα, αποφάσισαν να κάνουν κατάληψη του μνημείου και να εμποδίσουν την είσοδο ως διαμαρτυρία, γιατί εμείς τότε δεν μπορούσαμε να πάμε στα αρχαία στην κατεχόμενη Κύπρο. Και έκαναν αυτήν τη δράση. Μας έκανε μεγάλη εντύπωση όταν το μάθαμε αυτό κατά την έρευνά μας, γιατί η μόνη άλλη τέτοια περίπτωση που σκεφτήκαμε ήταν η "Λυσιστράτη" του Αριστοφάνη.
Πάντως δεν είχε αλλάξει κάτι στην Κύπρο τη δεκαετία του ’80, γίνονταν θερμά επεισόδια και σκοτώνονταν στρατιώτες. Παράλληλα με τις πορείες, οι γυναίκες εργάζονταν για μια διεθνή εκστρατεία για την ενημέρωση ξένων πολιτικών. Στις πορείες κατέφθαναν αεροπλάνα από την Αγγλία και την Αμερική με γυναίκες γερουσιαστών και βουλεύτριες, διάφορες προσωπικότητες που μετέφεραν τις εμπειρίες τους και έγραφαν άρθρα. Υπάρχει ένα τεράστιο αρχείο στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Ο απλός κόσμος, άντρες και γυναίκες, το έβλεπε με θαυμασμό. Κι ας είναι πατριαρχική κοινωνία, κανένας άντρας δεν είπε "μην πηγαίνετε". Αυτοί που ήταν εναντίον τους ήταν το πολιτικό κατεστημένο, γιατί ήταν και ανένταχτες, χωρίς τη στήριξη κόμματος, κρατούσαν λευκές σημαίες, δεν ήταν ούτε αριστερό ούτε εθνικιστικό κίνημα και οι εφημερίδες τις υπέσκαπταν, με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να σταματήσει».
Η Νέδη Αντωνιάδη εξηγεί πώς συνέλαβαν το έργο: «Με τον Covid βρήκαμε ευκαιρία να βρούμε τις γυναίκες και μέσα σε δύο χρόνια άρχισε να διαμορφώνεται η εξής σκέψη: "Αν εγώ στην Ιστορία που διδάσκομαι βλέπω μόνο άντρες, πώς μπορώ να τοποθετήσω τον εαυτό μου μέσα στην Ιστορία αυτού του τόπου;". Όλα ξεκίνησαν από ένα ερώτημα, γιατί και πώς ξεχάστηκε; Αλλά και τι εστί γυναικείος ηρωισμός. Πώς μοιάζει μια ηρωίδα, αν εμείς έχουμε ως εικόνα μόνο άντρες; Θέλαμε να έχει οικουμενικό χαρακτήρα το έργο, κι έτσι υπάρχουν πολλά αρχέτυπα γυναικών, γιατί δεν θέλαμε να προσδιορίσουμε συγκεκριμένα πρόσωπα και η κάθε μία μας παίζει πολλούς ρόλους. Μέσα από κάθε φωνή στη σκηνή ακούγονται δεκάδες φωνές. Κι αυτό ήταν ακόμα πιο δύσκολο για εμάς, καθώς στην πρεμιέρα, όπου το κοινό αποτελούνταν από όλες τις γυναίκες από τις οποίες είχαμε πάρει συνέντευξη για να το γράψουμε, έμοιαζε σαν ηχώ τους. Ήταν θεατρικό και συγχρόνως μεταφυσική εμπειρία, καθώς μοιραζόμασταν τις δικές τους φωνές».
Η Μαγδαλένα Ζήρα συμφωνεί: «Ήταν απίστευτη η φόρτιση στην πρεμιέρα, καθώς οι γυναίκες που μας είχαν μιλήσει αναγνώριζαν τον εαυτό τους, τα λόγια τους, τη φωνή τους, κι ας μην αναφερόμαστε σε χαρακτήρες. Είναι μια χορική αφήγηση από έξι ηθοποιούς, οι οποίες παίζουν πάρα πολλούς ρόλους, που τους έχουμε ανακατέψει γιατί δεν θέλαμε να φωτογραφίσουμε άτομα και να πούμε ονόματα. Στο έργο έχουμε κρατήσει τις μαρτυρίες αυτούσιες, υπάρχει δραματοποίηση και διάλογοι, σύνθεση με βάση την ιστορική αλήθεια.
Νομίζω μπήκαμε πολύ βαθιά στο πνεύμα αυτών των γυναικών, έτσι ώστε να μπορέσουμε να κάνουμε μια αφαίρεση και να μπορέσουμε να συμπυκνώσουμε την ιστορία πολυφωνικά. Ωστόσο αυτές μπορούσαν να αναγνωρίσουν τον εαυτό τους. Η ιδιαιτερότητα είναι ότι έχεις την αυθεντική, ωμή μαρτυρία αλλά και ποίηση, γιατί παίζουμε με τη μνήμη, τη δική τους και τη δική μας. Φτιάξαμε το έργο έχοντας κατά νου ένα παγκόσμιο κοινό, θέλαμε μια οικουμενική παράσταση, να δείξουμε μια ιστορία γυναικών σε μια εμπόλεμη ζώνη. Να δείξουμε πώς αυτό το ειρηνικό όραμα ξεπέρασε το συλλογικό τραύμα που είχαν ως άμαχος πληθυσμός. Και εννοώ ένα πολύπλευρο τραύμα βιασμών, ξεσπιτωμού και προσφυγιάς. Όλα όσα μιλάνε σε οικουμενικό επίπεδο. Όσον αφορά τους νέους, η δύναμη της τέχνης οδηγεί σε μια μνήμη καινούργια για τις νέες γενιές. Αναγνωρίζουν ότι υπάρχει μια φωτεινή στιγμή στην πρόσφατη Ιστορία μας σε σχέση με όλα τα τραγικά του 20ού αιώνα στην Κύπρο».
Η Νέδη Αντωνιάδη συμπληρώνει: «Η παράσταση μάς έδειξε πως δεν είναι ότι οι νέοι δεν ενδιαφέρονται, αλλά ότι δεν γνωρίζουν. Είχαμε πάρα πολλή νεολαία, κορίτσια και αγόρια, σοκαρισμένα που είχαν στο παρελθόν τους μια τέτοια ιστορία και δεν τη γνώριζαν. Υπήρχε πάντα μεγάλη ανάγκη για συζήτηση, μας περίμεναν στο φουαγιέ για να μας ρωτήσουν πράγματα με δάκρυα στα μάτια, νιώθοντας ντροπή για το γεγονός ότι δεν ήξεραν. Εγώ τους έλεγα "η ντροπή δεν είναι δικιά σας αλλά του συστήματος που δεν σας επέτρεψε να τη μάθετε".
Υπάρχει και η συλλογικότητα της εμπειρίας μέσα από το θέατρο, δηλαδή ότι μοιραζόμαστε όλα αυτά τα βιώματα επί σκηνής και γίνονται και δικά τους βιώματα, καθώς οι αναμνήσεις των γυναικών περνάνε μέσα από εμάς και σε αυτούς. Να προσθέσω ότι έρχονταν επανειλημμένα. Έφευγαν και επέστρεφαν με φίλους τους γιατί θεωρούσαν ότι έπρεπε να το δουν κι εκείνοι, πράγμα που μας εντυπωσίασε και μας εξέπληξε. Όπως και το γεγονός ότι είχαμε Τουρκοκύπριες στο κοινό, που μέσω της οργάνωσης Cypriots for Cyprus United μάς βράβευσαν για την προσπάθειά μας να αναδείξουμε την ανάγκη για μια ταυτότητα μιας ενωμένης Κύπρου».
ΟΙ ΘΡΥΛΙΚΕΣ «ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΥΝ»
Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ.
Στις 15 Ιουνίου μετά την παράσταση θα ακολουθήσει συζήτηση.