Γεννήθηκα στο Νεοχώριο Μεσολογγίου το 1963, ήμασταν μεγάλη οικογένεια. Έχω δύο αδέλφια μεγαλύτερα, είμαι ο μικρότερος. Αυτό που θυμάμαι, και η αίσθηση που έχω και σήμερα, είναι αυτή της ηρεμίας. Ήμασταν πολύ αγαπημένοι, προστατεύαμε ο ένας τον άλλον. Ο πατέρας μου ήταν υποδηματοποιός, είχε μια μικρή βιοτεχνία που έφτιαχνε παπούτσια· δίναμε και σε άλλες πόλεις, στην Πάτρα, στο Αγρίνιο. Από παιδιά συμμετείχαμε στην οικογενειακή επιχείρηση και στα χωράφια. Ανάλογα με την εποχή, ήμασταν πότε στις ελιές, πότε στα φασόλια και στο σουσάμι – το καλοκαίρι. Μάθαμε όλα τα στάδια της αγροτικής ζωής.
• Εκεί τέλειωσα το σχολείο, αλλά, όπως όλοι καταλαβαίνουμε, σε ένα χωριό δεν έχεις τη δυνατότητα να ασχοληθείς με την τέχνη ούτε να βρεις τον δρόμο σου, όπως κάνουν τα παιδιά σήμερα, που μπορεί να ταξιδέψουν ακόμα και μέσα από το ίντερνετ.
• Ήμουν ένα μικρό παιδί στην επαρχία τη δεκαετία του ’60, με ό,τι σημαίνει αυτό. Είχαμε ανεμελιά, ελεύθερο χρόνο, παιχνίδια που πολλές φορές φτιάχναμε με τη φαντασία μας και η γνώση ερχόταν κυρίως μέσα από πρακτικά πράγματα. Θυμάμαι, όταν ήρθε η ασπρόμαυρη τηλεόραση στο σπίτι, ήταν μεγάλο γεγονός, κάναμε πανηγύρι. Πηγαίναμε σε άλλα σπίτια προτού την αποκτήσουμε για να δούμε το πρώτο σίριαλ που θυμάμαι, τον «Άνθρωπο δίχως πρόσωπο». Ακούγεται κάπως εξωτικό σήμερα, αλλά αυτή ήταν η εποχή μας. Ερχόταν το κασετόφωνο σε βαλιτσάκι με τις κασέτες για να μάθουμε αγγλικά κι εμείς βάζαμε τις κασέτες που είχαμε αντιγράψει από το ραδιόφωνο για να ακούσουμε τα τραγούδια που μας άρεσαν.
«Κάνουμε κάποιες δουλειές για την ψυχή μας και κάποιες για να βιοποριστούμε. Θέλω να βλέπω τα πράγματα στην αληθινή τους διάσταση και μέσα σε αυτή να κάνω το καλύτερο».
• Η επαφή μου με τη φύση πιστεύω πως έχει διαμορφώσει τον τρόπο με τον οποίο βλέπω τα πράγματα. Μεγάλωσα σε ένα χωριό, δίπλα σε ένα ποτάμι, τον Αχελώο, σε μια υπέροχη παραλία, τον Λούρο, και τα ηλιοβασιλέματα, οι έναστρες νύχτες, ο ήχος των πουλιών στην ησυχία της φύσης είναι μια προίκα σήμερα, με κάνουν να αναγνωρίζω τη ρίζα μου. Ακόμα και σήμερα μόνο σε ένα τέτοιο περιβάλλον ησυχάζω εντελώς, εκεί επιστρέφω όταν θέλω να κάνω αληθινές διακοπές.
• Η πρώτη μου επαφή με τη μουσική και τον χορό ήρθε μέσα από τα πανηγύρια και τους παραδοσιακούς χορούς. Με τους ζουρνάδες έχω μεγαλώσει και αργότερα, στις ντίσκο, χόρευα επειδή χόρευαν και οι άλλοι γύρω μου. Δεν ήξερα τι σημαίνει χορός και τι σημαίνει παιδεία στον χορό ούτε είχε περάσει από το μυαλό μου η ζωή που θα έκανα αργότερα, όταν ήρθα στην Αθήνα.
• Γίνομαι 18 χρονών και μπαίνω στη Σχολή Εμποροπλοιάρχων, στον Ασπρόπυργο. Έμενα στην Κυψέλη και αισθανόμουν μια τεράστια ελευθερία, δεν με γνώριζε κανένας. Ούτε στιγμή δεν φοβήθηκα αυτή την αλλαγή κλίμακας, μου άρεσε πολύ η πόλη. Κάθε πρωί έμπαινα με τη στολή μου στο λεωφορείο και το απόγευμα άρχισα μαθήματα χορού σε μια σχολή ερασιτεχνική, για να κάνω κάτι για μένα. Θέατρο δεν είχα δει ούτε μια φορά μέχρι να έρθω στην Αθήνα, από φίλους φίλων το γνώρισα. Τότε πήγα στη Λυρική για πρώτη φορά και με μάγεψε η κίνηση, η εικόνα αυτή της τελειότητας. Η δασκάλα μου, Κική Μανιάτη, με ρώτησε αν ενδιαφερόμουν να κάνω χορό πιο συστηματικά. Φυσικά με προβλημάτιζε το τι θα πουν οι άλλοι, τι θα σκεφτούν, δεν μιλούσα σε κανέναν, πήγαινα κρυφά.
• Στο χωριό υπήρχε προκατάληψη, ούτε ο πατέρας μου ήξερε ότι έκανα χορό ούτε οι παρέες μου. Φαίνονται τρελά όλα αυτά σήμερα, αλλά ήταν και όμορφα, γιατί δεν ήξερες που θα σε οδηγήσουν. Δεν είχα χρήματα να παρακολουθήσω μια σχολή συστηματικά, η δασκάλα μου μού είπε «έλα και κάνε όσα μαθήματα θες χωρίς να πληρώνεις, αλλά αν σε ενδιαφέρει σοβαρά, πρέπει να κάνεις μπαλέτο». Τι είναι το μπαλέτο δεν ήξερα, μπήκα σε αίθουσα και ήμουν ένας «κουλός», το μόνο αγόρι στην τάξη, αλλά είχα τόση αγάπη και ενδιαφέρον από τη δασκάλα μου που δεν με ενδιέφερε τίποτα.
• Μέσα από αυτόν τον κύκλο γνώρισα τον Λεωνίδα ντε Πιαν, αυτόν τον σπουδαίο άνθρωπο του χορού, και άλλους που με στήριξαν και με αγάπησαν, ενώ έβλεπαν τη δυσκολία μου, γιατί ξεκίνησα πολύ μεγάλος – άλλοι ήταν φτασμένοι στην ηλικία μου. Έλεγα στον ντε Πιαν «είναι θράσος να δώσω στην Κρατική Σχολή Χορού;» και μου απαντούσε «χαμογέλα, παιδί μου, και προχώρα, ποτέ δεν ξέρεις πού θα οδηγηθείς».
• Έδωσα στην ΚΣΟΤ και με πήραν. Στο μπαλέτο ήμουν χάλια, αλλά ήμουν καλός στον αυτοσχεδιασμό και μάλλον είδαν σε μένα κάτι ενδιαφέρον. Ήταν τρία χρόνια η σχολή, εγώ την έκανα σε τέσσερα χρόνια – επανέλαβα έτος για να συμβαδίσω με τους υπόλοιπους.
• Στο σπίτι εννοείται δεν είχα πει κουβέντα, αλλά έπρεπε να πάρω μια απόφαση: να μη συνεχίσω στην Εμποροπλοιάρχων αλλά να ασχοληθώ με τον χορό και όπου με βγάλει. Και το είπα. Ο πατέρας μου έπαθε σχεδόν εγκεφαλικό, μου είπαν «πού θα παρατήσεις μια δουλειά σίγουρη;» – και ήταν φυσικό. «Θες να το κάνεις; Κάν’ το μόνος σου, χωρίς βοήθεια». Έτσι αναγκαζόμουν να πηγαίνω στην ΚΣΟΤ, να πλένω ποτήρια στα μπαρ, να πηγαίνω και στο θέατρο κάθε βράδυ να κάνω κάτι μικρά περάσματα και μετά σε ένα πιάνο-μπαρ και να χορεύω.
• Ως χορευτής η πρώτη μου δουλειά στο θέατρο ήταν στη Μαντάμ Ορτάνς, στο Κηποθέατρο της Μαυρομματαίων, που δεν υπάρχει πια. Ο Χρήστος Παπίδης ήταν ο πρώτος χορευτής της Λυρικής και ζητούσε κλασικούς χορευτές. Με πήρε όταν είδε ότι χόρευα πολύ καλά τα παραδοσιακά που είχε η παράσταση. Ήταν η πρώτη μου εμπειρία με τον κόσμο του θεάτρου, με ηθοποιούς, με την ομάδα και με τον κόσμο. Γι’ αυτό λέω και στους μαθητές μου «αγαπήστε αυτό που κάνετε, ονειρευτείτε». Είμαι ένα παράδειγμα ανθρώπου που έχει ονειρευτεί και έχει αγαπήσει με πάθος αυτό που κάνει. Δεν έχει σημασία πού έχω φτάσει, αν έχω φτάσει κάπου, δεν το υπολογίζω καθόλου.
• Είχα δασκάλα τη Ζουζού Νικολούδη στη σχολή, ήμουν πολύ τυχερός. Όταν πέθανε ο Κουν, ο Κουγιουμτζής και ο Λαζάνης έκαναν μια αναβίωση των Ορνίθων στο Ηρώδειο, στους Δελφούς και στην Καβάλα. Η Ζουζού μας πήρε στον Χορό και εκεί, μέσα στην πειθαρχία, ένιωσα και μια ελευθερία. Έζησα την πρώτη αλησμόνητη μαγική στιγμή στο θέατρο: όταν βγήκα ως πουλί στο Ηρώδειο και είδα όλον αυτόν τον κόσμο αισθάνθηκα άγχος και ευτυχία μαζί. Όσες φορές ανακαλώ αυτήν στιγμή, θέλω να βάλω τα κλάματα. Αυτή ήταν η αρχή ενός ταξιδιού σε μια μαγεία που δεν την περίμενα στη ζωή μου. Ήμουν ένα παιδί από το χωριό που ήρθε, έκανε χορό, δεν το ήξερε κανένας και δεν ήξερε κανέναν, όλα έγιναν βήμα-βήμα, αλλά ποτέ δεν φοβήθηκα.
• Παράλληλα με την Κρατική, δούλευα, γιατί έπρεπε να ζήσω και οι δάσκαλοί μου το επέτρεπαν. Στην πρώτη μου δουλειά στην επιθεώρηση γνώρισα τη Μάρω Κοντού, μια γυναίκα που είχα δει μόνο σε ταινίες και η ομορφιά και η χάρη της με εντυπωσίασαν, το ίδιο και ο Γιώργος Μαρίνος, τον λάτρευα και τον παρακολουθούσα από τις κουίντες. Σκέφτομαι ότι αυτός ο θαυμασμός που έτρεφα για τους καλύτερους ήταν το καύσιμό μου.
• Δεν μπορούσα να πάω στη Λυρική ως χορευτής, αλλά δεν νομίζω να το ήθελα κιόλας, το ελεύθερο επάγγελμα είχε μια ανεμελιά που μου άρεσε. Δεν δημιουργήθηκε καμία κόντρα μέσα μου, δεν είχα κόμπλεξ, ήξερα τις δυνατότητές μου, πού μπορώ και πού δεν μπορώ να φτάσω. Όσο και αν μοιάζει οξύμωρο, μου άρεσε να μην ξέρω πού θα είμαι την επόμενη σεζόν, η ανασφάλεια, η ρευστότητα με έκαναν να παλεύω διαρκώς και να διεκδικώ αυτό που θέλω, με ενδυνάμωναν.
• Στη ζωή, έρχονται άνθρωποι την κατάλληλη στιγμή και σου ανοίγουν μια πόρτα. Έτσι έκανα το βηματάκι προς τη χορογραφία. Η Φρόσω Ράλλη με γνώρισε όταν βοηθούσα τη χορογράφο σε ένα εορταστικό και την επόμενη χρονιά με πήρε να κάνω το εορταστικό των «Απαράδεκτων», αυτή ήταν η πρώτη τηλεοπτική μου δουλειά. Έλεγε η Δήμητρα Παπαδοπούλου «διώξτε αυτό το παιδάκι, δεν θα προλάβουμε, φέρτε κάποιον με εμπειρία», αλλά η Φρόσω επέμεινε κι έτσι ξεκίνησα. Γνώρισα τους «Απαράδεκτους» και συνεργαστήκαμε μετά και στο θέατρο.
• Ο Σπύρος Παπαδόπουλος με γνώρισε στον Γιώργο Κιμούλη που έκανε τότε την πρώτη του επιθεώρηση κι έτσι άρχισα να δουλεύω ως χορογράφος στο θέατρο. Από τη δουλειά αυτή με γνώρισαν ο Κώστας Τσιάνος και ο Γιάννης Ιορδανίδης και την επόμενη χρονιά έκανα την πρώτη μου δουλειά στην Επίδαυρο, τις Νεφέλες. Έπαθα σοκ στη Επίδαυρο, ένιωθα σαν ένα παιδί που του ανοίγουν μαγικές πόρτες, με όσες δυσκολίες συνεπάγεται αυτό. Οι Φοιτητές του Τσιάνου με έφεραν στο Εθνικό, η Λυσιστράτη με την Κονιόρδου μου χάρισε το βραβείο Κούλας Πράτσικα και «μπήκα στον τροχό».
• Γνώρισα μαγικούς ανθρώπους και διατηρώ ακόμα μια αθωότητα, δεν μπορώ να σκεφτώ ότι κάποιος θα μου κάνει κακό ή θα με χρησιμοποιήσει για κακό. Μπορεί να το σκεφτώ, αλλά δεν θέλω να περάσει μέσα μου, ίσως είναι θέμα χαρακτήρα. Δεν είμαι αφελής, πολύ συνειδητά επιλέγω οικογένειες όπου ξέρω από την αρχή ότι θα περάσω καλά. Νομίζω ότι αυτό σχετίζεται με το βίωμα από τη δική μου οικογένεια, θέλω να επικρατεί ειρήνη. Δεν επιτρέπω να υπάρχουν γωνίες και να περνάω άσχημα. Με αυτό ως γνώμονα λέω τα «ναι» και τα «όχι». Ίσως να λέω πολλά «ναι», αλλά υπάρχουν άνθρωποι στους οποίους δεν μπορώ να αρνηθώ, ακόμα και όταν είμαι πολύ πιεσμένος.
• Είναι άνθρωποι που ονειρεύομαι να δουλέψω μαζί τους. Δεν μπορώ να αρνηθώ στον Βασίλη Παπαβασιλείου, που τον θεωρώ κορυφαία προσωπικότητα, μαζί του είναι σαν να κάθομαι ξανά στο θρανίο και, μη γελιόμαστε, αν δεν μάθεις κάτι από τον άλλο, αν δεν ανοίξεις τα μάτια σου, αν δεν ξεκινήσεις σαν λευκό χαρτί πάλι, δεν έχει αξία μια συνεργασία. Στη δουλειά δεν είμαι μόνος μου, ποτέ δεν ένιωσα έτσι, με έχουν βοηθήσει άνθρωποι και μόνο επειδή συζητήσαμε· υπάρχουν γύρω μου και τους αγαπώ και τους εμπιστεύομαι.
• Όταν ξεκίνησαν να ανθούν οι ομάδες χορού, εγώ ήμουν ήδη στα γρανάζια της επιβίωσης και της αναζήτησης της επόμενης δουλειάς. Δεν σκέφτηκα να κάνω γιατί δεν υπήρχε στήριξη, θα έπρεπε να τα κάνω όλα μόνος μου. Δεν έχω ζηλέψει ποτέ, έμαθα να θαυμάζω το διαφορετικό. Δεν μετάνιωσα, δεν σκέφτηκα «είμαι εμπορικός, δεν κάνω τέχνη» γιατί κάνω με την ίδια σοβαρότητα και επιθεώρηση και Επίδαυρο. Δεν θα τα ξεχωρίσω τα είδη, δουλεύω με την ίδια δύναμη. Τα πρότυπά μου δεν έχουν να κάνουν μόνο με την τέχνη μόνο αλλά και με τους χαρακτήρες, της Νικολούδη, του Μέτση, που είχαν μια μεγαλοσύνη, έδιναν απλόχερα αγάπη.
• Με τα χρόνια άλλαξε η χορογραφία· σήμερα βλέπουμε παλιές χορογραφίες και δεν αντέχουμε, αλλά έτσι ήταν τα πράγματα. Κάποτε οι χορευτές/χορεύτριες αντιμετωπίζονταν με προκατάληψη και το επάγγελμα δεν ήταν αξιοσέβαστο. Σήμερα, επειδή έχει αλλάξει και το κοινό, δεν ντρέπεται να πει κάποιος «είμαι χορευτής/χορεύτρια». Ο χορός πήρε ένα μικρό κομμάτι της αξίας που δικαιούται. Ωστόσο, δεν μπορώ να διανοηθώ ότι μέσα σε όλον αυτόν τον βομβαρδισμό εικόνας, μέσα σε τόσα κανάλια, δεν μπορούν να αφιερώσουν ένα δίλεπτο –όχι παραπάνω– στον χορό.
• Με θυμώνει αυτό, είναι το παράπονό μου. Δεν πουλάει ο χορός, λένε, αλλά δεν μπορεί κανείς να σκεφτεί ότι αυτά τα λίγα λεπτά ίσως κάνουν κάποιον να τον αγαπήσει κι έτσι να δημιουργηθεί ένα μεγαλύτερο κοινό; Ιδρώνουν τόσοι άνθρωποι σε αυτήν τη δουλειά και δεν έχουν ελπίδα… Δεν είναι τυχαίο ότι όσοι μπορούν, φεύγουν στο εξωτερικό. Δύσκολα στην Ελλάδα μπορεί να βιοποριστεί ο χορευτής και ο χορογράφος από τη δουλειά του.
• Τη διδασκαλία τη θεωρώ ευλογία, στο Εθνικό διδάσκω εδώ και 24 χρόνια. Αυτό που εισπράττω από τη συνομιλία μου με τους μαθητές δεν το αλλάζω ούτε με το μεγαλύτερο event του πλανήτη. Είναι υγιές το να προκαλείς συναισθήματα, δεν παίζεις μόνο με το σώμα αλλά και με την ψυχή, και λατρεύω τις φορές που οι μαθητές μου με έχουν κολλήσει στο τοίχο με αυτά που παρουσιάζουν. Παθαίνεις σοκ με τις συνδέσεις που κάνουν με την κοινωνία και τα ζητήματά της, με το πώς μεταφράζουν σε κίνηση ό,τι συμβαίνει γύρω μας. Εμένα ως δάσκαλο με ενδιαφέρει να τους δημιουργήσω μια σωματική αυτοπεποίθηση, να μπορούν να σταθούν σε κάθε συνθήκη και να αντεπεξέλθουν.
• Πάντα μιλάμε για το σώμα, μας έχει απασχολήσει με διαφορετικό τρόπο μέσα στις δεκαετίες. Παλιότερα μόνο τα όμορφα, αρμονικά σώματα μπορούσαν να κάνουν το οτιδήποτε. Η σωματική αυτοπεποίθηση δεν έχει σχέση μόνο με τον χορό αλλά και με τη ζωή την ίδια. Πιστεύω ότι μπορείς να είσαι όπως θες, πρόβαλέ το, αρκεί να μπορείς να υποστηρίξεις τη συνθήκη σου. Βρες το κίνητρο και δεν έχει σημασία αν είσαι καλλίγραμμος, για παράδειγμα, η Τζέση Παπουτσή χόρευε συγκλονιστικά. Δεν έχει σημασία πόσα κιλά κουβαλάς αλλά πώς τα κουβαλάς. Γι’ αυτό βλέπεις σήμερα στη σκηνή και μεγαλύτερους χορευτές, κάποιους και με περισσότερα κιλά.
• Το 1996 αποφάσισα ότι πρέπει να έχω έναν δικό μου χώρο, να μη γυρνάω από δω και από κει. Είχα κάποια χρήματα, πήρα και ένα δάνειο κι έκανα τη σχολή και το σπίτι μου από πάνω. Η σχολή μου ανήκει στην αγγλική ακαδημία που δίνει πιστοποιητικά σπουδών και είμαι ευτυχής που οι μαθητές μου είναι από παιδιά 3,5 ετών που κάνουν μουσικοκινητική αγωγή μέχρι ενήλικες. Η κρίση επηρέασε πολύ τον χορό και δικαιολογημένα. Ο γονιός έκοψε το χορό και όχι την ξένη γλώσσα ή το φροντιστήριο – κι εγώ στη θέση τους αυτό θα έκανα. Όμως η ενασχόληση με τον χορό σε κάνει να ασχολείσαι και με τον εαυτό σου, τη μέσα πλευρά σου, αν και είναι κάτι ομαδικό. Το να επικοινωνείς σωματικά είναι θέμα οργανικής αρμονίας, αποκτάς την αίσθηση της κίνησης και του ρυθμού. Δεν υπάρχει άρρυθμος άνθρωπος, από την ώρα που γεννιόμαστε υπάρχει ρυθμός μέσα μας, από το πρώτο βήμα, και η ισορροπία που αποκτάς μέσω του χορού είναι ανεκτίμητη.
• Κάνουμε κάποιες δουλειές για την ψυχή μας και κάποιες για να βιοποριστούμε. Θέλω να βλέπω τα πράγματα στην αληθινή τους διάσταση και μέσα σε αυτή να κάνω το καλύτερο. Για την παράδοση της ολυμπιακής φλόγας δεν πήρα χρήματα, το έκανα για την Ολυμπιακή Επιτροπή. Από το «Just the 2 of us» θα πληρωθώ για την ταχύτητα και την εμπειρία μου. Δεν υποτιμώ τα διαφορετικά πράγματα, όλα με αναζωογονούν και, για να είμαι ειλικρινής, θα βαριόμουν να κάνω ένα είδος συνεχώς.
• Έκανα την πρώτη μου Γιουροβίζιον το 2004 με τον Σάκη Ρουβά, μετά πήραμε την πρωτιά με την Έλενα Παπαρίζου και αγάπησα αυτόν τον θεσμό για τον επαγγελματισμό και την τελειότητα με την οποία λειτουργεί. Μπορεί να το λένε «πανηγυράκι», αλλά ο τρόπος που δουλεύει μοιάζει με ρολόι ακριβείας.
• Τα κόνσεπτ της Γιουροβίζιον είναι αυτά που μου άνοιξαν πόρτες για το εξωτερικό – μετά την Έλενα, το να σε καλεί η κρατική τηλεόραση της Ρωσίας και η Ισπανία δεν είναι λίγο. Και εκεί είδα πόσο μερικές φορές εκτιμούν στο εξωτερικό αυτό που κάνεις και δεν το αμφισβητούν, κρίνεσαι εκ του αποτελέσματος. Στην Ελλάδα πολλοί άνθρωποι ανακατεύονται με πολλά, αυτό τα μπερδεύει όλα.
• Ετοιμαζόμαστε για τη Γιουροβίζιον με τη Μαρίνα Σάττι και έχει γίνει πανικός. Πολλές προηγούμενες συμμετοχές δεν τις θυμόμαστε καν, αυτή θα τη θυμόμαστε όχι για τη συζήτηση που γίνεται αλλά και γιατί η Μαρίνα απασχολεί, αρέσει, δεν αρέσει αυτό. Φέρνει κάτι διαφορετικό. Έχει άποψη, έχει βλέμμα στα πράγματα, είναι μια άλλη γενιά από τη δική μου κι αυτό δίνει και σ’ εμένα μεγάλη ενέργεια, με κουρδίζει να το αφουγκραστώ. Ως συνεργάτις είναι μαγική, έχει μουσική παιδεία, εκτιμώ αυτό που κάνει καλλιτεχνικά. Αν και τόσο νέα, έχει παρελθόν και κύρος.
• Σκεφθείτε, έκανε σύνολα σε μια εποχή που καθένας κοιτάζει τον εαυτό του. Έχει δώσει υπέροχα δείγματα γραφής και ένα μέρος αυτού του ονείρου και της διαδρομής της θα το δούμε στη σκηνή. Η Μαρίνα αντιπροσωπεύει την Ελλάδα με την καταπληκτική φωνή της και με ένα άκουσμα τελείως διαφορετικό που δεν μπορούμε να προσποιηθούμε ότι δεν υπάρχει στη ζωή μας. Είναι ένα παράδειγμα του διαφορετικού που μας δίνει μια ευκαιρία να δούμε άλλα πράγματα, να παρακάμπτουμε την πεπατημένη και να τολμάμε. Πιστεύω ότι θα πάμε πολύ καλά.
Ο Φωκάς Ευαγγελινός έχει χορογραφήσει το «Ζάρι» της Μαρίνας Σάττι που μας εκπροσωπεί φέτος στην Eurovision.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.