Πριν από έντεκα χρόνια στην Αθήνα μία λέξη υπήρχε στο στόμα των θεατρόφιλων: «Γκόλφω». Στην κουρασμένη και μελαγχολική Αθήνα του 2013 και της κρίσης, ο νυχτερινός εφιάλτης της Γκόλφως ή το πανηγυρικό της ρέκβιεμ, αυτή η εικόνα μιας κοινωνίας με κοινή καταγωγή, έγινε μια γιορτή μαυροντυμένη. Ίσως ποτέ άλλοτε μια γιορτή πένθους τόσο μαύρη, ρομαντική και υποχθόνια, αθώα και σουρεαλιστική δεν κινητοποίησε ψυχικά και δεν ξύπνησε τόσο καταλυτικά τις αισθήσεις του κοινού, που το ανέβασε σε ξέφωτα και λαγκάδια και βουνοκορφές απάτητες και το βύθισε σε αισθήματα μύχια.
Ένα έργο ταυτισμένο με την ιστορική παράδοση των μπουλουκιών κάλπασε νικηφόρα στην οδό Πανεπιστημίου, διέσχισε το κέντρο της ρημαγμένης πόλης, έφτασε στο Εθνικό Θέατρο, στο Ρεξ, και γέννησε ξανά την ανάμνηση και το βίωμα των λυτρωτικών αισθημάτων που γεννά η τέχνη και συμμαχεί με την ξεχασμένη πίστη.
Από όλους τους χαρακτήρες, την Γκόλφω την πόναγα πολύ. Σπάραζα όταν άκουγα να λέει «πώς χαλάς τον αρραβώνα, τι είναι; Παιδικά παιχνίδια, τα είπαμε και τα ξείπαμε;». Έτσι δεν νιώσαμε όλοι όταν πρωτοερωτευτήκαμε; «Πώς το χαλάς αυτό, πώς φεύγεις», έτσι δεν λέμε;
Η «Γκόλφω» του Νίκου Καραθάνου ήταν η πρώτη παράσταση της νεότερης ελληνικής δραματουργίας που πήγε στην Επίδαυρο και επαναλήφθηκε την επόμενη σεζόν στο Εθνικό Θέατρο. Φέρνοντας σε πρώτο πλάνο τα στοιχεία της ανθρώπινης φύσης και της κοινωνίας, μας συμφιλίωνε με το βαθύ μας τραύμα, μας υπενθύμιζε τη μεταξύ μας συγγένεια. Άξιζε που «ξαναδιαβάσαμε» χωρίς ενοχή αυτό τον καλλιτεχνικό θησαυρό, το είχαμε ανάγκη. Ο Νίκος Καραθάνος έδωσε τη δική του εκδοχή της ελληνικότητας, παρουσιάζοντας την έξοχη, καθαρή ποίηση του έργου σαν δημοτικό τραγούδι που πρέπει να το αγαπήσεις και να το πιστέψεις για να μη μείνεις απ’ έξω, και άνοιξε μια νέα συζήτηση για τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε αυτά τα «παρωχημένα» έργα.
Αφηγείται στη LiFO το ημερολόγιο μιας παράστασης που έγραψε ιστορία
Ήταν η τελευταία χρονιά του Γιάννη Χουβαρδά στο Εθνικό και, αν πιάσουμε το νήμα από την αρχή, αυτό που θυμάμαι είναι το πάνελ της συνέντευξης Τύπου για την ανακοίνωση του ρεπερτορίου, ένα θρυλικό πάνελ, με τον Παπαβασιλείου, τον Μαυρίκιο, τον Μπομπ Ουίλσον και την Γκόλφω δίπλα, εμένα δηλαδή. Ο Χουβαρδάς με είχε φωνάξει, έψαχνε κάτι ελληνικό για μένα και ανάμεσα σε άλλα πρότεινε και την «Γκόλφω». Θυμάμαι, είπα «την “Γκόλφω”» με ενθουσιασμό και με κοίταζε με γουρλωμένα μάτια. Γιατί εκείνη την περίοδο είχε ανέβει η «Γκόλφω» θαυμαστά από τον Σίμο Κακάλα. Και είχε λάμψει, είχε γράψει ιστορία, ήταν μια «Γκόλφω» πάρα πολύ καλή.
Την «Γκόλφω» δεν την είχα σκεφτεί ποτέ. Αμέσως το πρώτο που ήρθε στο μυαλό μου ήταν η Ομόνοια. Τη θυμάμαι από παιδί και αργότερα, όταν περνούσαμε από εκεί για να πάμε στη σχολή. Την έχουμε δει σε όλες τις φάσεις της, έχουμε δει τη δόξα και την καταστροφή του κέντρου της Ελλάδας, του μέρους όπου κατέβαινε όλη η επαρχία για να πάει στον θρυλικό Έλατο. Κάθε επαρχιώτης ήξερε ότι εκεί γύρω θα βρει το χωριό του. Ήταν το κέντρο όλης της επαρχίας μαζεμένης. Ήταν ένας τόπος συνάντησης, το αεροδρόμιο της επαρχίας. Έπρεπε να φτάσουν εκεί. Αυτή ήταν η πρώτη σκέψη που έκανα.
Όταν διάβασα την «Γκόλφω», έβαλα τα κλάματα. Ίσως γιατί δεν υπάρχει πιο καθάριο έργο. Σαν νερό κρυστάλλινο. Και λίγο από την καταγωγή μου, λίγο από τους γονείς μου, λίγο από τα βουνά, έρχονται όλα και συνδυάζονται.
Η πρώτη μου παρόρμηση, στις ονειρώξεις που κάνει ένας σκηνοθέτης, ήταν «αχ! Να φύγω στην Αυστραλία, να πάω να βρω αυτούς που φύγανε από τα χωριά τους, να προλάβω πριν πεθάνουνε να το πουν αυτοί το έργο». Γιατί πάντα είχα μια τεράστια περιέργεια και αγάπη για αυτούς που, όπως και οι δικοί μου γονείς, φύγανε από τα βουνά, από τη Δομιανή και το Σαρκίνι, στην Κατοχή, πήγαν στο Καρπενήσι πεινασμένοι, αγράμματοι, και καταλήξανε στην Αθήνα, περνώντας μέσα από βουνά, ξυπόλυτοι, για να βρει ο καθένας τον δρόμο του και να προκόψει. Με μια δύναμη, με έναν χαρακτήρα ανεπανάληπτο. Θυμάμαι, όταν ήμουνα 22 χρονών, μου ‘λεγε η μάνα μου: «Παιδί μου, πώς είσαι έτσι; Εγώ στην ηλικία σου κατούραγα το αγκάθι κι εκείνο ψόφαγε».
Στης μάνας μου το χωριό πήγα μικρός, με μουλάρι, δεν είχε δρόμο, είχε πέντε κατοίκους και ήταν σαν το Αφγανιστάν. Αυτοί οι άνθρωποι που ξεκίνησαν από εκεί έφτασαν στην Αθήνα, φτιάξανε τα σπίτια τους με τα χέρια τους, ζήσαν τα παιδιά τους, αλλά την πέτρα από όπου ξεκίνησαν δεν την ξέχναγαν ποτέ. Σαν άγριοι σολομοί, επιστρέφανε το καλοκαίρι. Εκεί έβαλαν και τους νεκρούς τους. Υπάρχει μια φράση που την καταλαβαίνω όσο μεγαλώνουμε: «Το μέλλον μοιάζει σταθερό, το παρελθόν είναι αυτό που αλλάζει συνεχώς». Αλλάζει μέσα μας η γεύση που έχουμε για τα πράγματα και τους ανθρώπους, μετατοπίζεται, οι φίλοι μας, οι σχέσεις μας, όλα αλλάζουν, παίρνουν άλλη θέση.
Είχαμε βάλει ένα τραγούδι στην «Γκόλφω»: «Θέλω να πάω επάνω στο χωριό μου, να πιω νερό στη βρύση». Αυτή την επιστροφή εννοώ. Πηγαίνω ακόμα στα χωριά αυτά, είναι μέσα μας, στα σπλάχνα μας, ίσως δεν βρίσκονται εκεί που είναι πια. Μέσα μου μπορεί να έχω ένα βουνό, να είμαι γεμάτος έλατα. Οι άνθρωποι του βουνού ήταν άνθρωποι σκληροί, με μίση και πάθη, αλλά όρθιοι. Και, τολμώ να πω, βαθιά ηθικά μορφωμένοι, τους είχε διαπλάσει το περιβάλλον τους, η φύση και τα πόδια τους. Να κοιμούνται τη νύχτα έξω για να προσέχουν τα ζώα και να φοβούνται, μικρά παιδιά ήτανε και σκιάζονταν από τα πάντα.
Η «Γκόλφω» διαδραματίζεται κάτω από τον Χελμό. Πήγα εκεί, στο χωριό του Περεσιάδη, που έγραψε την «Γκόλφω» όντας τυφλός το 1892, με τη βοήθεια του πατέρα του, στον οποίο υπαγόρευε το έργο. Η «Γκόλφω» ήταν το πιο καθαρό του έργο. Σαν να έκλεισε τα μάτια για να δει τον τόπο του. Ο τόπος του, κάτω από ένα βουνό, κάτω από έναν καταρράκτη, τα νερά της Στυγός, οι μύθοι, ήταν μια ήπειρος γι’ αυτόν. Πήγαινα εκεί −πήγα και στη βρύση που αναφέρει στην «Γκόλφω»−, τριγυρνούσα στα βουνά, έβλεπα τις βουνοκορφές, είχα πάει και πέρα από το Περτούλι, στον Ασπροπόταμο, και έβλεπα τα λιθάρια, καθαρά, κάτω στην κοίτη. Ζητούσα βοήθεια. Αυτό το κάναμε με την Έλλη (Παπαγεωργακοπούλου) συχνά, ενθουσιαζόμασταν με κάτι, λέγαμε τις ιδέες μας και πώς τις βρίσκαμε;
Βγαίναμε έξω και αναζητούσαμε βοήθεια, στεκόμασταν δίπλα στα περίπτερα για ώρες. «Κάπου θα υπάρχει αυτό που φαντάζομαι και δεν το έχω δει, θα το δω», σκεφτόμουνα. Μιλούσαμε τα βράδια και λέγαμε «τι είδες;». Λέγαμε, δεν μπορεί, κάπου εκεί έξω είναι αυτό που είπαμε, βγες έξω βόλτα στους δρόμους και κοίτα και θα σου δοθεί. Είσαι ανίκανος εσύ να το παραγάγεις μόνος σου, κάπου το συλλαβίζεις σαν τυφλός, λες «θέλω το βουνό», «θέλω το ένα», «θέλω το άλλο». Ώσπου είδα σε ένα περίπτερο έναν άνθρωπο να κάθεται σε μια πέτρα σκεπτόμενος, σαν πίνακας, και έτσι από αυτήν τη σκέψη, την πέτρα όπου καθόταν, η Έλλη έφτιαξε αυτά τα μαύρα βότσαλα, γιατί θεωρούσε ότι το τελειότερο σχήμα στον κόσμο είναι το αυγό.
Και μια θαυμαστή μέρα είπε «αυτά θα είναι πουφ». Μαύρα, γιατί ο Γιάννης Χουβαρδάς είχε βάλει γενικό τίτλο εκείνη τη χρονιά «Τι είναι η πατρίδα μας;». Και γιατί πάντα αναφέρεσαι στο ρεύμα μιας εποχής. Ανήκεις αμετάκλητα κάπου, στον καιρό σου. Και εκείνη την εποχή η πατρίδα μου ήταν μαύρη. Κάτι πρέπει να απαντήσεις, ίσως και για να τινάξεις από πάνω σου το δυστύχημα της Ελλάδας του φολκλόρ. Καθόλου όμως δεν το φοβήθηκα το φολκλόρ. Γιατί έχει μια τρομερή δύναμη, από εκεί κατάγομαι. Από εκεί είμαι, αυτό έχω μέσα μου, αυτό είμαι και με αυτό ξεσηκώνομαι. Σέβομαι πολύ τον απλό άνθρωπο, τον λαϊκό άνθρωπο, αυτό που λέει και τις ατελείωτες ώρες που έχει κάτσει και έχει βαρεθεί πολύ στο χωριό, και έχει κουραστεί από τη ζωή, σχεδόν έχει φυλακιστεί πάνω στη ραχούλα, να αγναντεύει τη ζωή και να μη γίνεται τίποτα. Και κάθε βράδυ να λέει «τι κατάλαβα; Τίποτα». Τι είναι ο χρόνος, πώς περνάει ατέλειωτες ώρες βαρεμάρας και πλήξης με τη φύση να μην του απαντάει;
Στο μυαλό μου ήρθε πρώτα η παρόρμηση, σαν να ήθελες πολύ να τρέξεις από τη χαρά σου, αυτό λαχταρούσα. Είδα κάτι που το επιθυμούσα πάρα πολύ, κάτι πολύ καθαρό. Επίσης εκείνη τη στιγμή στο θέατρο είχα βαρεθεί την τεράστια επιτηδειότητα ενός πρωταγωνιστή, τη μονομανία του ενός, ήθελα το πράγμα να το μοιράσω, δεν μου έλεγε τίποτα ο ένας που τράβαγε το κάρο, έλεγα «πού πάμε όλοι μαζί και πού είμαστε όλοι μαζί;». Γι’ αυτό το μοίρασα και σε ηλικίες. Ήταν σοφό τελικά ότι διασπείραμε τους ρόλους σε ηλικίες, σε νεαρούς, μεσαίους και πιο μεγάλους.
Θέλαμε κάπου να βρεθούμε πολλοί και όλοι μαζί. Έτσι ήταν η εποχή. Η μεγαλύτερή μου δυσκολία ήταν να εξηγήσω στους ηθοποιούς ότι είναι κάτι απλό αυτό που λέμε, δεν υπάρχει τίποτα από πίσω. Πρέπει να βγεις να πεις «Καλή σου μέρα, Τάσο, καλή σου μέρα, Γκόλφω». Αυτό. Αυτό το «γεια» είναι πεντακάθαρο. Καμιά πολυκατοικία σκέψης δεν υπάρχει από πίσω. Και στην αρχή συνάντησα έναν μικρό σνομπισμό, «τι είναι αυτό; Αυτό είναι λίγο, η ζωή έχει προοδεύσει». Γιατί τότε όσο πιο σύνθετος ήσουνα, τόσο καλύτερος. Εγώ το ήθελα όσο πιο ελαφρύ και αγνό, όχι σαν το γάλα, σαν το νερό, και το πίστευα. «Αυτό σου λέω, αυτό μετράει, τελείωσε», σκεφτόμουν.
Αντιστέκονταν μόνο οι καλλιτέχνες, οι ομότεχνοί μου έλεγαν «μωρέ, μην το κάνεις». «Άσ’ το αυτό, τι είναι;». Ή οι θεατές, «τι θα πάμε να δούμε, την “Γκόλφω”; Εμείς είμαστε πιο πολιτισμένοι, είμαστε για καλύτερα πράγματα, για ανώτερα».
Είχα στον νου μου τον τόπο, τα μαύρα λιθάρια, και πάω στα πρόσωπα. Πήγα στη Λυδία Φωτοπούλου, την Εύη Σαουλίδου, την Αλίκη Αλεξανδράκη, στην Γκόλφω δηλαδή. Πήγαμε στον Χάρη Φραγκούλη, σε μένα και στον Γιάννη Βογιατζή, τον Τάσο. Και μετά ήταν ζήτημα δευτερολέπτου η συνεννόηση με όλους. Για τον ρόλο της Σταυρούλας, η Μαρία Διακοπαναγιώτου το έψαχνε, βασανιζόταν, της λέω: «Είσαι πλούσια, είσαι εκείνο, το άλλο, είσαι μια αρκούδα, αλήθεια στο λέω, είσαι μια αρκούδα, δεν θα κάνεις την αρκούδα, αρκούδα θα ‘σαι». Από πού κατάγονται όλα αυτά; Οι άνθρωποι εκεί στα βουνά έχουν τα μίση τους, που είναι θρυλικά. Σκοτώνουν για μια σπιθαμή γης αδελφός τον αδελφό∙ ακόμα το κάνουν.
Γι’ αυτό βάλαμε τη φράση «το μίσος το ελληνικό, πολύ ωραίο έργο». Πάντα ήθελα να κάνω κάτι σαν το «Αποκάλυψη τώρα», να τρέχει η Γκόλφω στα βουνά παραλοϊσμένη και να ξυπνάει όλη η φύση. Έβρισκες την Ελλάδα μέσα σε αυτό, ότι κατοικείται ο τόπος από άλλα πράγματα. Από φαντάσματα, από μύθους, έχεις παρέα τη νύχτα στα βουνά, υπάρχει πληθυσμός που κοιμάται, μαγεμένος.
Από το κείμενο έκοψα τα πολλά χριστιανικά. Είχε έναν φόβο Θεού ώρες-ώρες ο Περεσιάδης, είχε όλη την Ελλάδα και τη φύση μέσα του, αλλά πολλές φορές αποτεινόταν στον Θεό. Έχει έναν τόσο καθαρό λόγο σε δεκαπεντασύλλαβο, δεν κρύβει τίποτα. Είναι πηγαίος, έτσι μιλάμε. Και όλα σού φωνάζουν πόσο πρόσκαιρος είσαι. Είναι μια αρχαία καταγωγή, μια αρχαία ζωή μέσα μας. Άλλες καταιγίδες συμβαίνουν μέσα μας, ίδιες με του Φάουστ. Αν δεν συμβαίνει καταιγίδα, δεν συμβαίνει έργο, άσχετα αν στο τέλος δείχνεις κάτι άλλο. Αλλά από κάτι αρχαίο, αρχέγονο, βαθύ κατάγεσαι. Και μετά νιώθεις ότι ανήκεις σε φυλή, ανήκεις σε σόι, ανήκεις στον εαυτό σου και έχεις χίλια κομμάτια μέσα σου που ποτέ δεν ενώνονται.
Έτσι δούλεψα και με τους ηθοποιούς, με αυτή την πίστη. Επέμενα. Και όταν κάτι το πιστεύω πολύ, δεν κάνω πίσω. Το τσίμπησαν και οι ηθοποιοί, ο καθένας στην ώρα του. Έτσι έπρεπε να γίνει, δεν είναι ό,τι λέω εγώ, είναι αυτό το από πίσω που υπάρχει. Η Λυδία το πήρε χαμπάρι αμέσως, ο Παπαδημητρίου, μόλις του ζήτησα να κάνει τον τσέλιγκα, το πήρε χαμπάρι το σώμα του, απογειώθηκε, δεν μίλαγε αυτός, μιλούσαν άλλοι μέσα του. Κάναμε τις κατάρες με τους Κενταύρους να βγαίνουν έξω, που είναι ενέργεια∙ μπορείς να την πεις και να την εννοείς και την ευχή και την κατάρα.
Όμως, πρέπει να συνδεθείς με το μέσα σου, εκεί υπάρχει, στο βάθος, κι ας μην το κάνουμε στη σύγχρονη ζωή∙ δεν είναι αποδεκτό, αλλά υπάρχει μέσα μας. Υπάρχει και το υψηλό και το ποταπό, μπορείς να το τραβήξεις έξω και να το διαχειριστείς μετά. Πάντα είναι μια στιγμή. Και η ζωή της Γκόλφως μια στιγμή ήτανε. Μια στιγμή της Γκόλφως της συνέβη η ζωή, να αγαπάς άπαξ, και δεν έκανε πίσω. Είπε «αυτό είναι».
Από όλους τους χαρακτήρες, την Γκόλφω την πόναγα πολύ. Σπάραζα όταν άκουγα να λέει «πώς χαλάς τον αρραβώνα, τι είναι; Παιδικά παιχνίδια, τα είπαμε και τα ξείπαμε;». Έτσι δεν νιώσαμε όλοι όταν πρωτοερωτευτήκαμε; «Πώς το χαλάς αυτό, πώς φεύγεις», έτσι δεν λέμε; Και με τα ηπειρώτικα τραγούδια βέβαια παθιάστηκα. Τι αντριλίκι ωραίο, τι πράγμα ωραίο ο άντρας να μιλάει για τον πόνο του, για το παιδί του, για τον νόστο, γι’ αυτό που του ‘φυγε. Τι κλάμα ατόφιο, μια νότα να βαράει και να μην ξεχνάς τον πόνο, να καρφώνει τον πόνο εκεί. Και να λες «δεν έχω άλλη στιγμή καλύτερη στη ζωή μου». Σκεφτόμουνα με όλα αυτά έναν άντρα που βλέπει μετά από καιρό τον γιο του και μένει ένα κλάμα, ότι συναντηθήκανε. Μια γυναίκα που γυρίζει από την Αμερική για να δει το σπίτι της ρημαγμένο και να το φτιάξει για να πεθάνει εκεί μέσα. Ή που ακούς στο σπίτι το πατρικό τη μάνα σου να περπατάει. Που έχεις κατακτήσει τον κόσμο και αυτό ακούς όταν γυρνάς στη ρίζα.
Η Έλλη σκέφτηκε τις μαύρες φουστανέλες, όλα μαύρα και να στέκονται, και τις έφτιαξε από το υλικό της στολής του δύτη. Εκείνη και οι βοηθοί της έκαναν ένα μεγάλο ταξίδι ανακάλυψης. Και στη μουσική το έκανε ο Άγγελος (Τριανταφύλλου) αυτό το καθαρό, με τους ήχους. Γράφαμε στίχους, όλοι οραματίζονταν αυτά τα βουνά και έβρισκαν μέσα τους λέξεις κάπου βαθιά αποθηκευμένες, σαν ρεμπέτικο, σαν δημοτικό, σαν λαϊκό, έχωναν βαθιά το χέρι στο στομάχι και τις έβγαζαν. Έγραψαν στίχους ο Άγγελος και η Λένα (Κιτσοπούλου).
Το ζητούσε το έργο το κομμάτι αυτό, «Είναι η αγάπη». Είναι η συνέχεια ενός μονολόγου, χορικό πες το καλύτερα. Ξέρεις, όταν βρούμε μέσα μας μια αρχή, το να μιλήσει μέσα μας το πλήθος όλων των ανθρώπων είναι εύκολο και θαυμαστό για τον Έλληνα. Και πάντοτε, μα πάντοτε, σηκώνεται ο κόσμος όρθιος. Και λες, αλήθεια συμβαίνει αυτό; Τόσο πολύ μπορούμε να εκφραστούμε συλλογικά; Μιλάς σε πληθυντικό αριθμό, υπάρχουμε όλοι μαζί.
Είναι η αγάπη - Λυδία Φωτοπούλου, Γκόλφω
Όταν φτιάχναμε τα σκηνικά, στην αρχή, στο Εθνικό, δεν μας επέτρεπαν να τα χρησιμοποιήσουμε γιατί έλεγαν «αυτά δεν είναι σκηνικά, είναι props». Δεν είχαμε βοήθεια τεχνική, έλεγαν «εγώ δεν τα ακουμπάω» και ερχόταν επί έναν μήνα ένας άνθρωπος κρυφά και μας βοηθούσε. Τα φτιάχναμε σε ένα δωμάτιο, στον Σώζοντα, στο κέντρο της Αθήνας, και δεν μπορούσαμε να τα βγάλουμε έξω. Τα βγάλαμε τελικά από το δωμάτιο, έλεγαν οι τεχνικοί «δεν τα ακουμπάμε», είχαν θέματα ποιος θα τα πιάσει με τα χέρια του, τα μεταφέραμε εμείς για να κάνουμε πρόβα. Την πρώτη μέρα που ήρθαν όλοι ενθουσιάστηκαν, τη δεύτερη τα πατάνε και λένε «αυτό αλλάζει, είναι άλλο βουνό τώρα».
Επί ενάμιση μήνα κάνανε θαύματα οι ηθοποιοί, γιατί τόσο πολύ τα αγάπησαν και κουράστηκαν με αυτά. Κάθε μέρα, κάθε φορά, κάθε μονοπάτι, κάθε βουνό άλλαζε. Μια υπέροχη στιγμή ήταν όταν τα βάλαμε μπροστά και ξαπλώσαμε όλοι και κάναμε παύση και βάλαμε ένα νερό να ακούγεται. Τους κοιτάγαμε, τον κόσμο, σαν να τους λέγαμε «θυμάσαι;». Αυτές είναι από τις λίγες στιγμές που το θέατρο είναι όπως πρέπει, ένα δώρο που στέκεσαι μπροστά του και το ανοίγεις. Αυτό μου ήρθε από τις βόλτες που κάναμε στο βουνό με τον πατέρα μου και δεν μιλάγαμε. Όλο το θέατρο υφαίνεται σε ένα πέπλο ησυχίας. Οι στιγμές που υπάρχουμε μαζί χωρίς να λέμε τίποτα. Έψαχνα φωτογραφίες του πατέρα μου, τον έβλεπα στο χωριό να χορεύει με τα αδέλφια του και απλώς να υπάρχουν. Απλώς να είμαστε ο ένας με τον άλλο.
Όταν κάνεις τέτοια πράγματα, ξεχνάς τι δυσκολίες έχεις, όλα είναι ευλογημένα.
Δεν είχα κανένα ζητούμενο επιτυχίας, ούτε το είχα σκεφτεί, ούτε με φόβιζε όσο άλλα πράγματα. Ήταν η στιγμή μέσα στη μαυρίλα της χώρας που ζήταγες κάτι τόσο καθαρό, την ένιωθες την ανάγκη μέσα στα ψέματα που λέμε ο ένας στον άλλο. Κάποια στιγμή, είτε έργο είναι είτε ζωή, ζητάς κάτι καθαρό.
Το κατάλαβα αυτό όταν πρωτομπήκε το κοινό, αλλά δεν το θυμάμαι και ακριβώς. Ήρθε ο Γιώργος (Λούκος) και σηκώθηκε όρθιος και είπε «στην Επίδαυρο αμέσως». Ήρθε ο Στάθης (Τσαγκαρουσιάνος) και ο Μιχάλης (Μιχαήλ) τη δεύτερη μέρα και το έβαλε η LiFO αμέσως. Που για μένα σήμαινε πολλά αυτό, γιατί το «Ημερολόγιο» του Στάθη ήταν και είναι το αναγνωστικό μου. Θα ‘θελα κάθε πρωί να διαβάζω μια σελίδα του, αυτό είναι παιδεία. Είναι ένας ωραίος τρόπος να ζεις. Αυτό είναι το ζητούμενο και στου Στάθη τα γραπτά, αυτή η καρδιακή αλήθεια που υπάρχει και στην «Γκόλφω», αυτά τα συμβάντα, το καθαρό μέσα από τη ζήση του, το χωριό του που σου λέει «από την ώρα που κατάλαβα από πού μπήκε το φως στο δωμάτιο, εκεί στοίχειωσα σαν άνθρωπος». Αυτό είναι βιος.
Υπήρξαν και αντιδράσεις. Όταν είπε ο Λούκος «να το πάμε στην Επίδαυρο», και από μέσα από το Φεστιβάλ και απ’ έξω τού έλεγαν «τι πας να κάνεις;». Μετά, όταν άλλαξε η διοίκηση στο Εθνικό, λέγανε «τι ντροπή, αυτό έπρεπε να πάει σε μαντριά». Ερχόντουσαν από την Αμερική και ζήταγαν την παράσταση και δεν την έστελναν. Υπήρχε ένα κόμπλεξ, «τι κάνουμε, την “Γκόλφω”;». Ο κόσμος όμως την αγάπησε πολύ και αυτό οφείλεται σε όλους τους ηθοποιούς. Σε αυτούς οφείλονται τα πάντα, αυτοί πέρασαν με κάθε λέξη και κάθε κίνηση αυτή την καθαρότητα, την έννοια ότι ο τόπος είναι ίδιος μετά από τόσα χρόνια.
Δεν έχω κανένα κόλλημα να κάνω ξανά την ίδια παράσταση, πιστεύω ότι την επόμενη μέρα πρέπει να ‘ρθει κάποιος άλλος και να την κάνει αλλιώς, να κυλάνε τα έργα από μάτια σε μάτια και από αίσθημα σε αίσθημα. Κάπου υπάρχει μέσα μας ένας εαυτός πιο καθαρός, πιο συνεννοημένος, ελληνικός, πιο επικός, πιο όμορφος, ένα σημείο μέσα μας που μας χαρακτηρίζει. Τι είναι ελληνικό; Τι είναι τα αρχαία έργα, τον ήρωα δεν τον επισκέπτονται πενήντα δαίμονες και πενήντα θεές και γελάνε με τη μοίρα του, όπως μας επισκέπτεται κάθε μέρα η ζωή;
Με επηρέασε πολύ η «Γκόλφω» και για τη συνέχεια. Όταν μου ζήτησαν να κάνω κάτι άλλο, είπα «και τώρα τι;». Έκανα το «Δεκαήμερο». Έλεγα «πού πάω τώρα; Πώς αγαπάω;». Και στο «Δεκαήμερο» πήγα γιατί ήταν μια αυγή του κόσμου, ένα πρωινό του κόσμου. Και μόνο την ταινία του Παζολίνι να δεις, καταλαβαίνεις τι συμβαίνει. Ότι φυσικά έχουμε ανάγκη ο ένας τον άλλο, φυσικά θέλουμε βοήθεια ο ένας από τον άλλο, συμμετέχει ο άλλος, δεν τα φτιάχνεις όλα μόνος σου. Ζητιανεύεις από τον άλλο μια γνώμη, μια σκηνή, μια λέξη, μια φράση, μια εντύπωση. Θυμάμαι, ήμουνα στη Θεσσαλονίκη και μου λέει ο Γιώργος Μπινιάρης «τι θα κάνεις τώρα;». Λέω «την “Γκόλφω”». «Πολύ ωραίο έργο», μου λέει. Σκέφτηκα, «να το, βρήκα την αρχή της παράστασης». Και έβγαινε και έλεγε: «Κυρίες και κύριοι, η “Γκόλφω”, πολύ ωραίο έργο».
Ζούμε μια ζωή ιδιωτικά και μόνοι, ενώ η ζωή μας μόνο κοινή είναι. Όπως και τα μεγάλα μας δράματα είναι πολύ κοινά. Θα μου πεις, τι συμπέρασμα βγάζεις από όλα αυτά; Ήταν ένα μεγάλο μάθημα, να μη σνομπάρω το οτιδήποτε, τη χαρά και την ευκαιρία που σου δίνει το παραγνωρισμένο πράγμα, όταν δεν το περιφρονείς. Αλλά σκέφτομαι ότι, πέρα από όλα, έχουν και ένα άστρο οι παραστάσεις. Είχε άστρο η «Γκόλφω». Τι σου αφήνει, ποια γεύση, όταν ανεβαίνεις σε μια τέτοια κορυφή και πού ξαναβρίσκεις κάτι τέτοιο; Δεν ξέρω. Αλλά έχει σημασία; Δεν νομίζω.
Σημασία έχει ότι εδώ που καθόμαστε μπορεί να ξεκινήσουμε ένα τραγούδι και να ‘ρθει δίπλα μας να κάτσει ένας τιτάνας και ένας μπασκετμπολίστας να πιει καφέ και να αρχίσει ένα έργο, ένα χορικό. Και αν δεν γίνει, τι έγινε; Δεν έγινε και τίποτα. Αλλά το ψάχνεις πάντα, το λαχταράς. Σκέφτομαι πόσο συγγενείς είμαστε τελικά. Σε ποιο σημείο να κόψω τη φλέβα να το μάθω; Πόσα τραγούδια θα ακούσουμε μαζί, με ποια λέξη τιναζόμαστε όλοι με τον ίδιο τρόπο; Αν αυτός δεν είναι ο σκοπός της τέχνης, μην κάνεις τον κόπο.